Του Σταύρου Πραβή,
«Τα μεγάλα ζητήματα της εποχής, δεν θα κριθούν με ομιλίες και ψηφίσματα πλειοψηφιών, αλλά με σίδηρο και αίμα»
-Όττο φον Μπίσμαρκ
Προτού ηγηθεί ο «σιδηρούς καγκελάριος», Μπίσμαρκ, ο γερμανικός χώρος διοικούνταν για πολλά χρόνια από άλλα γερμανικά κράτη, εκ των οποίων τα μεγαλύτερα ήταν εκείνα της Βαυαρίας, της Σαξονίας, της Βυρτεμβέργης, του Αννοβέρου, αλλά κυρίως της Πρωσίας. Το τελευταίο κράτος θα αναδεικνύοταν ως ο κληρονόμος της γερμανικής ταυτότητας και η ηγέτιδα δύναμη που θα οδηγούσε τον χώρο αυτό προς μια μεγάλη ενοποίηση, εκείνη της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Άξιες αναφοράς διακρίνονται οι προϋποθέσεις που πρέπει να συμπληρώνει ένα κράτος, ούτως ώστε να πάρει μέρος ένα τόσο μεγάλο γεγονός, να επιτευχθεί ένας συνειδητός τεράστιος στόχος. Ο στόχος που βρίσκει κανείς στην ενοποίηση της Γερμανίας (Deutsche Einigung).
Το κράτος της Πρωσίας κατείχε την έκταση, το καλά οργανωμένο εκπαιδευτικό σύστημα, βασισμένο στον συντηρητισμό της Πρωσίας και μετ’έπειτα μια έπαρση εθνικιστικής ιδεολογίας, ούσα κυρίαρχη ιδέα της γαλλικής επανάστασης. Σε συνδυασμό με την βιομηχανική επανάσταση, υπήρχε ραγδαία οικονομική ανάπτυξη αλλά και δημογραφική, με την τελευταία να συμβάλει σε έναν καλά εξοπλισμένο και εκπαιδευμένο μεγάλο τακτικό στρατό, μέσω του οποίου θα μπορούσε να γεννηθεί «ο μελλοντικός τιτάνας» της κεντρικής Ευρώπης. Ένα κράτος το οποίο θα δεχόταν την βιομηχανική επανάσταση στον μέγιστο βαθμό, παρά το γεγονός ότι την δέχθηκε αργότερα από άλλα κράτη (Βρετανική Αυτοκρατορία και Γαλλία).
Η Πρωσία (από μια γεωργική οικονομία) στην συνέχεια βρέθηκε στην πρωτιά του επιστημονικού κόσμου, ενώ η τεχνογνωσία είχε αναπτυχθεί εις βάθος. Μεγάλη προϋπόθεση ήταν βέβαια και η παρουσία ποικίλων παραγωγικών μονάδων, οι οποίες κατά τα μέσα του 19ου αιώνα έθεσαν ως χαρακτηριστικό της Πρωσίας την φαρμακοβιομηχανία, την οπλοβιομηχανία, την παραγωγή εξαρτημάτων και μηχανημάτων, ενώ δευτερεύοντα ρόλο είχε και η κλωστοϋφαντουργία, η οποία πήρε τα πάνω της με την διατήρηση του πλούσιου σε αυτόν τον τομέα εδάφους της Σιλεσίας. Φυσικά, κατείχε επίσης και το προνόμιο ενός αποδοτικού σιδηροδρόμου, κλασσικό στοιχείο της ταχείας εκβιομηχάνισης. Το κράτος της Πρωσίας λοιπόν, κατείχε όσα άρμοζαν σε μια χώρα με έναν σκόπιμο στόχο εξάπλωσης, με έναν εθνικό κορμό ικανό να επιβληθεί έναντι των άλλων, με έναν δυνατό στρατό, ούτως ώστε να καθορίσει υπαρκτή την επιβλητικότητα της, με μια εθνικιστική και συντηρητική τάση ανωτερότητας, και αδιαμφισβήτητα, μια βιομηχανική οικονομία που θα την καθιστούσε βιομηχανικό κέντρο παγκόσμιας εμβέλειας στο μέλλον, πόσο μάλλον την καρδία της ευρωπαϊκής ηπείρου.

Ένα κύριο κίνητρο που ώθησε την Πρωσία προς την γερμανική ενοποίηση ήταν φυσικά η ανάδειξη μιας κυρίαρχης δύναμης, που θα εκπροσωπούσε τον γερμανόφωνο χώρο ως μια γερμανική ηγεμονία. Ως ανταγωνιστή είχε στα σύνορά της την ισχυρή τότε Αυστριακή Αυτοκρατορία, της οποίας την δύναμη επιδοκίμασε επιτυχώς η Πρωσία σε μια καθοριστική πολεμική σύρραξη, η οποία θα αναδείκνυε και την ηγέτιδα δύναμη του γερμανικού χώρου, όμως αυτό θα αναλυθεί εκτενέστερα. Προτού κανείς εξετάσει τις «δια αίματος και σιδήρου» διαστάσεις της γερμανικής έπαρσης, θα έπρεπε να λάβει υπόψιν του μερικά κομβικά μεταρρυθμιστικά σημεία κατά την εξέλιξη του Πρωσικού κράτους μέχρι και την Γερμανική ενοποίηση από την Συνθήκη της Βιέννης το 1815, μέχρι και την ενοποίηση το 1871.
Αρχικά, με το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων, γνωστή καθίσταται η αναδιοργάνωση της Γερμανικής Συνομοσπονδίας το 1815. Μετά το Συνέδριο της Βιέννης, η Πρωσία έγινε βασικό μέλος της Γερμανικής Συνομοσπονδίας, η οποία ως ρόλο είχε την αντικατάσταση της παλαιάς Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η Αυστρία κυριαρχούσε μεν στη Συνομοσπονδία εκείνη την περίοδο, αλλά με διάφορες πολιτικές και οικονομικές «μανούβρες», η Πρωσία χρησιμοποίησε την θέση της για να επεκτείνει την επιρροή της. Μερικά χρόνια αργότερα, ο βασιλιάς Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ’, πήρε ένα βήμα προς τον πολιτικό εκσυγχρονισμό της χώρας, εισάγοντας το σύστημα των επαρχιακών διαιρέσεων. Αυτό το σύστημα (1823) αφορούσε τα Landstände, τα οποία ήταν επαρχιακές συνελεύσεις που έδιναν περιορισμένη εκπροσώπηση στην αριστοκρατία, τον κλήρο, και την μεσαία τάξη. Δεν ήταν στην πραγματικότητα ένα κοινοβουλευτικό σύστημα, αλλά σίγουρα αποτέλεσε ένα εκσυγχρονιστικό γεγονός.
Μια από τις κυριότερες μεταρρυθμίσεις που είχαν πραγματικό αντίκτυπο και βοήθησαν στην Γερμανική ενοποίηση, ήταν εκείνη της Γερμανικής Τελωνειακής Ένωσης (Zollverein), το 1834. Δημιούργησε μια ενιαία οικονομική ζώνη μεταξύ των γερμανικών κρατών, και διευκόλυνε το εμπόριο μεταξύ τους, καθώς πριν από την μεταρρύθμιση οι μεταφορές προϋπέθεταν την πληρωμή δασμών υπέρογκων ποσών. Αυτή η ένωση εμβάθυνε το συμφέρον της Πρωσίας με μια κοινή αγορά. Θα μπορούσε κανείς να πει λοιπόν, πως ο γερμανικός χώρος ενοποιήθηκε πρώτα οικονομικά, και ύστερα εδαφικά. Μάλιστα, αυτή η οικονομική ένωση έκανε πιο αποδεκτή την πρωσική παρουσία, γεγονός που διευκόλυνε την μελλοντική προσάρτηση των άλλων κρατών υπό την πρωσική κυριαρχία. Μαζί με το “Zollverein” παίρνει μέρος και η επέκταση των σιδηροδρόμων την ίδια περίοδο.

Πριν την ορμή της άφιξης της πολιτικής «δια αίματος και σιδήρου», η Πρωσία έκανε μια απόπειρα ενσωμάτωσης του Σλέσβιχ και του Χόλσταιν το 1848-51, στα οποία ζούσε μεγάλος γερμανικός πληθυσμός. Η Πρωσία αρχικά νίκησε, αλλά υπό διεθνή πίεση (κυρίως από Αγγλία και Ρωσία), αναγκάστηκε να αποδεχθεί την επαναφορά του status quo. Δεν υπήρξε κάποιο εδαφικό κέρδος, αλλά ο πόλεμος αυτός προετοίμασε την Πρωσία για έναν μελλοντικό πόλεμο, ούσα πρέσβειρα μιας ομοιογενούς γερμανικής κρατικής οντότητας. Το 1848, η Πρωσία «βλέπει κατάματα» την πρώτη πρωτοβουλία ενοποίησης της Γερμανίας στο κοινοβούλιο της Φρανκφούρτης. Εν τέλει απέτυχε λόγω της άρνησης του Φρειδερίκου Γουλιέλμου της Πρωσίας να γίνει ηγέτης της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, γεγονός το οποίο περιφρονεί φανερά ο Μπίσμαρκ σε ομιλία του, οπού αναφέρεται για πρώτη φορά η πολιτική «δια αίματος και σιδήρου» υπονομεύοντας τον κοινοβουλευτισμό και την λειτουργία του. Στο μεταξύ, είχε προηγηθεί χτύπημα στο πολιτικό σύστημα της χώρας, με την επανάσταση στο Βερολίνο το 1848, η οποία απαιτούσε συνταγματικές αλλαγές και ελευθερίες.
Όλα πλέον ήταν έτοιμα για την άφιξη του Όττο φον Μπίσμαρκ στην εξουσία, στην 23η Σεπτεμβρίου 1862, ο οποίος ευνοϊκά ξεκίνησε την αποφασιστική του πολιτική με την νίκη της Πρωσίας στον δεύτερο πόλεμο του Σλέσβιχ το 1864, όπου οι δυνάμεις της Πρωσίας και της Αυστρίας κατανικούν την Δανία, καθώς η τελευταία επιχείρησε να ενσωματώσει το Σλέσβιχ, παραβιάζοντας διεθνείς συνθήκες. Το Σλέσβιχ πέρασε υπό πρωσική διοίκηση ενώ το Χόλσταϊν υπό αυστριακή. Αυτό δημιούργησε ένταση μεταξύ Πρωσίας και Αυστρίας, που σύντομα οδήγησε στον επόμενο πόλεμο, τον λεγόμενο «Πόλεμο των Επτά Εβδομάδων» το 1866. Η Πρωσία, όπως η ίδια περίμενε, θα ερχόταν αντιμέτωπη, με τη μεγάλη Αυστρία, καθώς και κάποια γερμανικά κράτη, όπως τη Βαυαρία και τη Σαξονία, τα οποία ήταν υπό την σφαίρα επιρροής των Αυστριακών. Με το προβάδισμα του μεγάλου της στρατού και του γρήγορου σιδηροδρόμου, ο οποίος μετέφερε τον πρώτο γρηγορότερα στο μέτωπο, η Πρωσία νικάει τον πόλεμο εντυπωσιακά, και ειδικότερα με την μάχη του Κένινγκρετς (“Sadowa”).
Η Γερμανική Συνομοσπονδία διαλύθηκε, ενώ ιδρύθηκε μετά τον πόλεμο, η Βόρεια Γερμανική Συνομοσπονδία το 1867, έχοντας προσαρτίσει πλέον το Χόλσταιν, το Ανόβερο, την Έσση-Κάσελ, τη Φρανκφούρτη, και το Δουκάτο της Νασάου. Αυτοί οι πόλεμοι του Μπίσμαρκ ενίσχυσαν τη στρατιωτική και πολιτική θέση της, ανοίγοντας τον δρόμο για την ενοποίηση της Γερμανίας υπό πρωσική ηγεσία το 1871. Όμως, χρειάστηκε πρώτα να κερδίσει την εντύπωση και την εμπιστοσύνη των κρατών της Βαυαρίας, της Βυρτεμβέργης, της Βάδης, και της Έσης-Ντάρμστατ με τον εντυπωσιακό πόλεμο του 1870-1 με την Γαλλία, κατά τον οποίο ο πρωσικός στρατός καταφθάνει και πολιορκεί επιτυχώς το Παρίσι μέσα σε τέσσερις μήνες. Τα διστακτικά κράτη μετ’έπειτα σύναψαν στρατιωτικές συνθήκες με την Πρωσία, ενώ στην συνέχεια, με την διαρκή απειλή του φοβερού και επιτυχημένου πρωσικού στρατού, συμφωνούν στο να προσαρτηθούν στην Γερμανική Αυτοκρατορία.
Στην 18η Ιανουαρίου το 1871, ο Γουλιέλμος Α΄ Χόεντσόλερν ανακηρύσσεται αυτοκράτωρ (“Kaiser”) στις Βερσαλλίες, ενώ ο Μπίσμαρκ παίρνει τον ρόλο του αυτοκρατορικού Καγκελάριου (“Reichskanzler”). Μέσω της ιδιαίτερης «ρεαλιστικής» και πραγματιστικής πολιτικής του “Realpolitik”, ο κόσμος τον θυμάται ως «σιδηρού καγκελάριο» (“Eiserner Kanzler”).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Serge Berstein-Pierre Milza (1997), Ιστορία της Ευρώπης 2 Η Ευρωπαϊκή Συμφωνία και η Ευρώπη των Εθνών 1815-1919, ( μτφ Δημητρακόπουλος Αναστάσιος, επμ Λιβιεράτος Κώστας) εκδ. Αλεξάνδρεια
- Eric Hobbsbawm (1988), The Age of Capital 1848-1875, εκδ. History Great
- Matthew Levinger (2002), Enlightened Nationalism: The Transformation of Prussian Political Culture 1806–1848, εκδ. Oxford University Press
- Robert M. Berdahl (1988) The Politics of the Prussian Nobility: the development of a conservative ideology 1770-1848, εκδ. Princeton University Press