Της Βερονίκης Στεριώτη,
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, γνωστός κυρίως ως απλά Θεόφιλος, είναι μία από τις πιο σημαντικές φιγούρες της ελληνικής ζωγραφικής, που εκπροσωπεί την ακατέργαστη δύναμη του λαϊκού πολιτισμού και τη σύνδεση της τέχνης με την παράδοση. Αν και σήμερα θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους ‘Ελληνες ζωγράφους, η πορεία του όσο ζούσε ήταν γεμάτη από προκλήσεις και αμφισβήτηση.
Γεννήθηκε το 1866 στην Βαρειά της Λέσβου, ενώ η οικογένειά του είχε καταγωγή από την Ικαρία. Ήταν γιος του Μιχαήλ Χατζημιχαήλ και της Μαρίας Σφακιανάκη, και ήδη από νεαρή ηλικία εκδήλωσε μια εντονη κλίση στη ζωγραφική. Η οικογένειά του ήταν φτωχή και ο ίδιος πέρασε μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας στη Σύρο, όπου ήρθε σε επαφή με το παραδοσιακό ελληνικό χρώμα και τις τοπικές τεχνικές ζωγραφικής.

Η ζωή του παρουσιάζεται ταραγμένη, καθώς ο ίδιος έζησε υπό φτωχές συνθήκες και χωρίς την υποστήριξη των επαγγελματιών ζωγράφων της εποχής. Ακόμη, από πολύ νωρίς εγκατέλειψε το σχολείο και άρχισε να ταξιδεύει, δουλεύοντας σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας ως παραγγελιοδόχος ζωγράφος, χωρίς να έχει σταθερή θέση ή δάσκαλο. Τα έργα του ήταν συχνά διακοσμητικά, ωστόσο αργότερα εξελίχθηκαν σε πίνακες που αποτύπωναν την ελληνική λαϊκή παράδοση και τα έθιμα της χώρας.
Η ζωγραφική του Θεόφιλου χαρακτηρίζεται από μια έντονη, ζωηρή χρωματική παλέτα και μια χαρακτηριστική αφέλεια στην απόδοση των μορφών. Επηρεασμένος από την παραδοσιακή τέχνη και τις λαϊκές εικονογραφήσεις, δημιούργησε έργα που συνδύαζαν στοιχεία της βυζαντινής ζωγραφικής με την καθημερινότητα του λαού. Οι πίνακές του, επίσης, συχνά απεικονίζουν σκηνές από την ελληνική ιστορία, λαογραφία, αλλά και την καθημερινή ζωή της υπαίθρου.

Είναι, επίσης, αξιοσημείωτο ότι ο Θεόφιλος χρησιμοποιούσε τα ίδια υλικά που χρησιμοποιούσαν οι λαϊκοί ζωγράφοι, ενώ οι επιρροές του από την ελληνική παράδοση και τη βυζαντινή τέχνη είναι εμφανείς. Πίνακες του Θεόφιλου όπως «Η μάχη της Κρήτης» ή «Η Αρετούσα» αποδεικνύουν το πάθος του για την ιστορία και την παράδοση της πατρίδας του.
Η τεχνοτροπία του, αν και αρχικά δεν εκτιμήθηκε από τους κριτικούς της εποχής του, σήμερα θεωρείται πρωτοποριακή, καθώς ο καλλιτέχνης αποτύπωσε τις αξίες του λαού και τις παραδοσιακές μορφές ζωγραφικής με έναν πολύ προσωπικό και πρωτότυπο τρόπο. Τα έργα του είναι γεμάτα από συναισθηματική φόρτιση και αναδεικνύουν την περηφάνια του για την ελληνική ιστορία και τον πολιτισμό.
Ωστόσο, η αναγνώριση του Θεόφιλου ήρθε μετά το θάνατό του. Αν και κατά τη διάρκεια της ζωής του δεν γνώρισε την εμπορική επιτυχία που του άξιζε, η τέχνη του τελικά εκτιμήθηκε στο μέγιστο βαθμό, κυρίως χάρη στη συνεισφορά του στον ελληνικό πολιτισμό. Το έργο του απέκτησε αναγνώριση πρώτα στην Ελλάδα και στη συνέχεια διεθνώς, ενώ ακολούθησε και η μεγάλη παρουσίασή του στο Μουσείο Μπενάκη και τη γενικότερη προώθηση του έργου του από άλλους καλλιτέχνες και κριτικούς.
Ο Θεόφιλος πέθανε στις 24 Μαρτίου 1934 στην πόλη της Μυτιλήνης, χωρίς να γνωρίσει πλήρως την αποδοχή του κοινού που του άξιζε. Η δουλειά του, όμως, συνεχίζει να αποτελεί σημαντικό κομμάτι της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς και να εμπνέει γενιές καλλιτεχνών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Θεόφιλος, ο γνήσιος εκφραστής της λαϊκής μας ζωγραφικής τέχνης, pemptousia.gr, διαθέσιμο εδώ
- Θεόφιλος, ο ζωγράφος της λαϊκής ρωμιοσύνης, lifo.gr, διαθέσιμο εδώ
- Θεόφιλος: Η ζωή και το έργο του διασημότερου Έλληνα λαικού ζωγράφου, artviews.gr, διαθέσιμο εδώ