Του Ευάγγελου Γκούντα,
Οι σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Κίνας συνιστούν διαχρονικά μια από τις σημαντικότερες παραμέτρους για τη διαμόρφωση του διεθνούς γίγνεσθαι και συνακόλουθα για τη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής άλλων μεγάλων δυνάμεων. Αν και η μεταξύ τους ιστορία είναι γεμάτη από συγκρούσεις, συνοριακές διαμάχες, ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και ψυχροπολεμικές εντάσεις, τα τελευταία χρόνια έρχονται όλο και πιο κοντά.
Αυτή η σύγκλιση προκαλεί έντονο προβληματισμό στη Δύση, ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες παρακολουθούν τη σταδιακή διαμόρφωση ενός «αντιδυτικού άξονα». Η στρατηγική συνεργασία των δύο χωρών, όμως, δεν είναι απαλλαγμένη από προκλήσεις και περιορισμούς, καθώς η ιστορία τους έχει αποδείξει ότι οι σχέσεις τους δεν είναι σταθερές, αλλά διαμορφώνονται με βάση τα κοινά τους συμφέροντα και τις γεωπολιτικές πιέσεις της εποχής.
Η πρώτη μεγάλη προσέγγιση μεταξύ Ρωσίας και Κίνας έγινε μετά την επικράτηση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας το 1949. Η Σοβιετική Ένωση αποτέλεσε τον βασικό σύμμαχο του Μάο Τσε Τουνγκ, παρέχοντας σημαντική στρατιωτική, τεχνολογική και οικονομική βοήθεια. Το 1950, υπογράφτηκε η Σινοσοβιετική Συνθήκη Φιλίας και Συνεργασίας, με βάση την οποία η Μόσχα έστειλε στην Κίνα τεχνικούς και οικονομικούς συμβούλους για την ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας και της άμυνας της χώρας. Ωστόσο, η συμμαχία αυτή δεν ήταν απαλλαγμένη από εντάσεις. Ο Μάο θεωρούσε ότι ο Στάλιν δεν εμπιστευόταν πλήρως την κινεζική ηγεσία και ότι η Σοβιετική Ένωση επιδίωκε να διατηρήσει την Κίνα σε κατώτερη θέση στο κομμουνιστικό στρατόπεδο.
Η ρήξη ήρθε, εν τέλει, στα τέλη της δεκαετίας του 1950, μετά τον θάνατο του Στάλιν και την άνοδο του Νικήτα Χρουστσόφ στην ηγεσία της ΕΣΣΔ. Η πολιτική αποσταλινοποίησης που εφάρμοσε ο Χρουστσόφ και η προσπάθεια της Μόσχας να ακολουθήσει μια πιο «ειρηνική συνύπαρξη» με τη Δύση προκάλεσαν την οργή του Μάο, ο οποίος θεωρούσε ότι η Σοβιετική Ένωση είχε προδώσει τον παγκόσμιο κομμουνισμό. Η ιδεολογική σύγκρουση μεταξύ των δύο χωρών οδήγησε σε μια βαθιά ψυχρότητα, που έγινε εμφανής το 1959, όταν η ΕΣΣΔ διέκοψε την παροχή τεχνολογικής βοήθειας προς την Κίνα. Η κατάσταση επιδεινώθηκε περαιτέρω το 1969, όταν οι δύο χώρες συγκρούστηκαν στρατιωτικά στη νήσο Νταμάνσκι του ποταμού Ουσούρι. Οι μάχες μεταξύ Σοβιετικών και Κινέζων στρατιωτών έφεραν τις δύο πλευρές στο χείλος ενός γενικευμένου πολέμου, με αναφορές ότι η ΕΣΣΔ εξετάζε το ενδεχόμενο προληπτικού πυρηνικού πλήγματος στην Κίνα.

Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι Η.Π.Α. είδαν την Κίνα και τη Σοβιετική Ένωση ως έναν ενιαίο κομμουνιστικό αντίπαλο. Η επιτυχία της κινεζικής επανάστασης το 1949 και η εμπλοκή του Πεκίνου στον Πόλεμο της Κορέας οδήγησαν την Ουάσινγκτον σε μια πολιτική έντονης αντιπαράθεσης με την κομμουνιστική Κίνα, ενώ η αντιπαλότητα με τη Μόσχα εντάθηκε με τη δημιουργία του ΝΑΤΟ και την κλιμάκωση του πυρηνικού ανταγωνισμού. Ωστόσο, η ιδεολογική ρήξη μεταξύ της Κίνας και της Σοβιετικής Ένωσης στα τέλη της δεκαετίας του 1950 πρόσφερε στις ΗΠΑ μια στρατηγική ευκαιρία. Οι συνοριακές συγκρούσεις μεταξύ Κίνας και ΕΣΣΔ το 1969 έκαναν σαφές ότι οι δύο χώρες δεν ήταν πλέον ενωμένες απέναντι στη Δύση. Ο Ρίτσαρντ Νίξον εκμεταλλεύτηκε αυτή την ευκαιρία με την ιστορική του επίσκεψη στο Πεκίνο το 1972, σηματοδοτώντας μια νέα φάση στις σινοαμερικανικές σχέσεις. Η προσέγγιση αυτή είχε διπλό όφελος για την Ουάσινγκτον: αφενός, απομόνωσε τη Σοβιετική Ένωση, αφετέρου, επέτρεψε στην Κίνα να ενσωματωθεί σταδιακά στο παγκόσμιο εμπορικό σύστημα.
Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, οι Η.Π.Α. εφάρμοσαν δύο διαφορετικές στρατηγικές απέναντι στη Ρωσία και την Κίνα. Η Ρωσία θεωρήθηκε μια δύναμη υπό έλεγχο, που θα μπορούσε να ενσωματωθεί στη δυτική οικονομία, αλλά όχι απαραίτητα να αναδειχθεί ξανά ως υπερδύναμη. Ταυτόχρονα, οι Η.Π.Α. ενθάρρυναν την οικονομική άνοδο της Κίνας, υποστηρίζοντας την ένταξή της στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001, πιστεύοντας ότι η οικονομική ανάπτυξη θα την έκανε πιο φιλική προς τη Δύση. Αυτή η προσέγγιση όμως είχε απρόβλεπτα αποτελέσματα. Η Κίνα εξελίχθηκε σε οικονομικό γίγαντα και, αντί να ευθυγραμμιστεί με τις Η.Π.Α., ακολούθησε τη δική της πορεία, διεκδικώντας παγκόσμια επιρροή. Η Ρωσία, από την άλλη, μετά την άνοδο του Βλαντίμιρ Πούτιν, άρχισε να αμφισβητεί τη δυτική τάξη πραγμάτων και να επιδιώκει την αποκατάσταση της παλιάς της δύναμης.
Η πραγματική καμπή στις σχέσεις των τριών δυνάμεων ήρθε το 2014, όταν η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία. Η απάντηση των Η.Π.Α. και της Ε.Ε. ήταν η επιβολή κυρώσεων που απομόνωσαν τη Μόσχα από τις δυτικές αγορές. Αυτή η απομόνωση είχε μια κρίσιμη παρενέργεια: έσπρωξε τη Ρωσία πιο κοντά στην Κίνα. Οι δύο χώρες άρχισαν να ενισχύουν τη συνεργασία τους σε πολλούς τομείς – οικονομία, ενέργεια και στρατιωτική τεχνολογία. Η Κίνα έγινε ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ρωσίας, ενώ η Ρωσία άρχισε να προμηθεύει την Κίνα με φθηνό πετρέλαιο και φυσικό αέριο, περιορίζοντας την εξάρτησή της από τις δυτικές αγορές. Παράλληλα, οι κοινές στρατιωτικές ασκήσεις τους έγιναν πιο συχνές, και οι δύο χώρες άρχισαν να συντονίζονται σε διεθνείς οργανισμούς, όπως ο Ο.Η.Ε. και ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης. Σήμερα, η Ρωσία και η Κίνα είναι στρατηγικοί εταίροι αλλά όχι απόλυτοι σύμμαχοι. Η οικονομική τους σχέση έχει αναπτυχθεί ραγδαία, με το εμπόριο να ξεπερνά τα 200 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ η Ρωσία παρέχει στην Κίνα μεγάλες ποσότητες φυσικού αερίου και πετρελαίου. Στρατιωτικά, συνεργάζονται σε κοινές ασκήσεις και ανταλλάσσουν τεχνολογίες.
Η σύσφιξη των σχέσεων Ρωσίας-Κίνας έχει οδηγήσει σε μια αλλαγή στρατηγικής της εξωτερικής πολιτικής των Η.Π.Α., η οποία ωστόσο επηρεάζεται εμφανώς και από την ιδεολογική προσέγγιση που ακολουθεί ο εκάστοτε πρόεδρος. Η πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ επικεντρώθηκε κυρίως στην Κίνα, επιβάλλοντας δασμούς και περιορισμούς, ενώ ήταν πιο ήπια απέναντι στη Ρωσία. Αντίθετα, η διοίκηση Μπάιντεν υιοθέτησε μια πιο επιθετική στάση και απέναντι στις δύο χώρες, ενισχύοντας το ΝΑΤΟ και προωθώντας την AUKUS, τη στρατηγική συμμαχία Η.Π.Α.-Ηνωμένου Βασιλείου-Αυστραλίας.
Στην περίπτωση της Ουκρανίας όμως, η κυβέρνηση Τραμπ έχει αλλάξει την πολιτική της προηγούμενης διοίκησης, επιδιώκοντας άμεσες συνομιλίες με τη Ρωσία για τον τερματισμό του πολέμου, χωρίς την άμεση συμμετοχή του Κιέβου. Αυτή η προσέγγιση έχει προκαλέσει εσχάτως ισχυρές ανησυχίες στους Ευρωπαίους συμμάχους, καθώς αποκλίνει από την προηγούμενη πολιτική του «Τίποτα για την Ουκρανία χωρίς την Ουκρανία».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
-
America’s great mistake: Pushing Russia and China together, CATO Institute, διαθέσιμο εδώ
- The China-Russia relationship and threats to vital US interests, Brookings Institution, διαθέσιμο εδώ
- China’s alignment with Putin is uneasy. But its rivalry with the US makes him too useful to abandon, Chatman House, διαθέσιμο εδώ
- No limits? The China-Russia relationship and US foreign policy, Council on Foreign Relations, διαθέσιμο εδώ