Της Ράνιας Μουστάκα,
Στον πυρήνα κάθε δημοκρατικού πολιτεύματος δε βρίσκεται απλώς η δυνατότητα του λαού να εκλέγει τους κυβερνώντες του, αλλά η διαρκής ικανότητά του να αμφισβητεί, να διεκδικεί, να ανατρέπει. Όπως ο νόμος ορίζει τα όριά του μέσα από την ίδια την πιθανότητα της αναίρεσής του, έτσι και η δημοκρατία παραμένει ζωντανή, ακριβώς επειδή εμπεριέχει τη δυναμική της διαμαρτυρίας, την κινητικότητα της διεκδίκησης. Αν η κοινωνία αφεθεί σε παθητική αποδοχή, αν στερηθεί το δικαίωμα να αμφισβητεί και να αναδιαμορφώνει τις συνθήκες της ύπαρξής της, τότε το πολίτευμα παύει να είναι δημοκρατικό, όχι λόγω κάποιας τυπικής κατάργησης, αλλά λόγω της εσωτερικής του απονεύρωσης.
Οι απεργίες, οι διαδηλώσεις, οι συλλογικές κινητοποιήσεις δεν αποτελούν απλώς εκφράσεις δυσαρέσκειας· είναι ο σφυγμός της ίδιας της δημοκρατικής ζωής, η απόδειξη ότι η κοινωνία δεν είναι ένα αδρανές σύνολο, αλλά ένας ζωντανός, απαιτητικός φορέας ιστορίας. Τέτοιες στιγμές αποκαλύπτουν την ουσία των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών με τρόπο αμείλικτο: η δημοκρατία δεν κρίνεται από τις αρχές που διακηρύσσει, αλλά από τα όρια που θέτει στην εφαρμογή τους. Μόνο που στη σύγχρονη Ελλάδα αυτά τα όρια φαίνεται πως είναι συχνά ασαφή, ρευστά και επεκτάσιμα ανάλογα με τις επιδιώξεις της εξουσίας.
Η απεργία, ενώ είναι θεμελιώδες δικαίωμα κατοχυρωμένο θεσμικά, αντιμετωπίζεται στην πράξη ως διατάραξη της κοινωνικής τάξης, μια ανωμαλία που πρέπει να εξομαλυνθεί ή, εάν είναι δυνατό, να εξαλειφθεί. Η εντεινόμενη τάση ποινικοποίησης των απεργιακών κινητοποιήσεων και η σταδιακή αποδυνάμωση των μηχανισμών συλλογικής διεκδίκησης διαμορφώνουν μια νέα πραγματικότητα: αυτήν της κανονικοποίησης της αδράνειας.

Ωστόσο, η αποδυνάμωση του δικαιώματος στην απεργία δε συντελείται μέσω μιας ευθείας απαγόρευσης —κάτι τέτοιο θα ήταν υπερβολικά εμφανές και, ενδεχομένως, αντιπαραγωγικό. Αντιθέτως, επιτυγχάνεται μέσα από ένα πλέγμα νομοθετικών και διοικητικών ρυθμίσεων που την καθιστούν πρακτικά ανεφάρμοστη. Ο Νόμος 4808/2021 αποτελεί ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της στρατηγικής. Επιβάλλει διαδικασίες που, ενώ τυπικά διασφαλίζουν τη «διαφάνεια» και τη «συναίνεση», στην πραγματικότητα λειτουργούν αποτρεπτικά για τη διεξαγωγή απεργιακών κινητοποιήσεων.
Η καθιέρωση ηλεκτρονικής ψηφοφορίας, η υποχρέωση παροχής «ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας» και η αυστηροποίηση των προϋποθέσεων για την προκήρυξη απεργιών δημιουργούν ένα θεσμικό περιβάλλον, στο οποίο η απεργία υφίσταται ως δικαίωμα, αλλά καθίσταται ανέφικτη ως πράξη. Στην πράξη, οι περισσότερες απεργίες κρίνονται παράνομες και καταχρηστικές, εδραιώνοντας τη λογική ότι η διεκδίκηση πρέπει να εντάσσεται σε αυστηρά ελεγχόμενα πλαίσια, διαφορετικά καθίσταται απειλή για τη δημόσια τάξη και την οικονομική σταθερότητα. Έτσι, η πολιτεία δεν εμφανίζεται ως αντίπαλος της απεργίας, αλλά ως εγγυητής μιας «ισορροπημένης» κοινωνικής λειτουργίας —στην οποία, ωστόσο, η συλλογική αντίδραση περιθωριοποιείται.
Εξίσου κρίσιμη με τη νομική αποδυνάμωση της απεργίας είναι η ιδεολογική της αποδόμηση. Οι απεργοί δεν εμφανίζονται ως διεκδικητές δικαιωμάτων, αλλά ως παράγοντες διατάραξης. Το αφήγημα που καλλιεργείται σταδιακά είναι ότι η απεργία δεν αποτελεί μέσο συλλογικής διεκδίκησης, αλλά ιδιοτελή ενέργεια που πλήττει την κοινωνική συνοχή. Η στρατηγική αυτή φάνηκε με ιδιαίτερη ένταση μετά την τραγωδία των Τεμπών. Οι μαζικές κινητοποιήσεις που ακολούθησαν, αντί να αναγνωριστούν ως θεμιτή έκφραση συλλογικής αγανάκτησης, αντιμετωπίστηκαν με καχυποψία και αποδομήθηκαν ως «υποκινούμενες».
Η δημόσια συζήτηση δεν εστίασε στο περιεχόμενο των αιτημάτων, αλλά στη διατάραξη της καθημερινότητας. Οι φοιτητικές και συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις παρουσιάστηκαν ως εμπόδιο στην «ομαλή» κοινωνική λειτουργία, αποπροσανατολίζοντας από το πραγματικό διακύβευμα: τη διεκδίκηση θεσμικής λογοδοσίας και ουσιαστικών αλλαγών. Είναι λογικό, λοιπόν, όταν το δικαίωμα στη διαμαρτυρία πλαισιώνεται ως «αναχρονισμός» και όταν οι απεργίες βαφτίζονται «εγωιστικές απαιτήσεις», η κοινωνία σταδιακά να αποδέχεται την αδράνεια ως τη μόνη θεμιτή στάση.
Την ίδια στιγμή, οι απεργοί δεν έρχονται αντιμέτωποι μόνο με νομικούς περιορισμούς και ιδεολογική αποδόμηση, αλλά και με μια συντονισμένη επίθεση που ξεπερνά τα όρια της νομιμότητας. Η καταστολή δεν περιορίζεται πλέον στην άμεση ποινικοποίηση των κινητοποιήσεων, αλλά επεκτείνεται στη στοχοποίηση, τον εκφοβισμό και τη φυσική βία. Ο απεργός δεν αντιμετωπίζεται μόνο ως «παραβάτης» των νόμων, αλλά ως εχθρός της κοινωνίας.

Εκπαιδευτικοί βρίσκονται αυτές τις μέρες αντιμέτωποι με πειθαρχικές διώξεις (με δυνητική αργία σε βάρος εκπαιδευτικού της ΕΛΜΕ Πειραιά, μάλιστα!) επειδή υλοποιούν τις αποφάσεις του κλάδου τους, σε μια τεράστια βιομηχανία συνδικαλιστικών διώξεων. Καλούνται να απολογηθούν για το «έγκλημα» της συλλογικής δράσης, ενώ η ίδια η ύπαρξη του οργανωμένου συνδικαλισμού αμφισβητείται ανοιχτά. Την ίδια στιγμή, η αστυνομία δε διστάζει να επιτεθεί σε απεργούς με προκλητική βιαιότητα, να προχωρήσει σε αναίτιες συλλήψεις, να μετατρέψει το δικαίωμα στη διαμαρτυρία σε αφορμή για τυφλή καταστολή. Τα μέσα ενημέρωσης, από την πλευρά τους, λειτουργούν ως πολλαπλασιαστής αυτής της στρατηγικής, παρουσιάζοντας τους απεργούς είτε ως γραφικές φιγούρες είτε ως επικίνδυνους ταραχοποιούς, νομιμοποιώντας έτσι την καταστολή τους.
Οι φωνές που προσπάθησαν να σιγήσουν παραμένουν εδώ. Οι πορείες για τις ιδιωτικοποιήσεις της παιδείας και της υγείας, οι αγώνες των ναυπηγείων και οι κραυγές για το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη, εξακολουθούν να αντηχούν, ανεξάρτητα από τις προσπάθειες να υποβαθμιστούν. Οι αγώνες αυτοί, που αποτελούν μέρος της συλλογικής μας συνείδησης, παραμένουν ζωντανοί, έστω κι αν προσπαθούν να τους εξαλείψουν από τα ΜΜΕ και την επίσημη αφήγηση. Αυτές οι φωνές δεν έχουν σβήσει, γιατί η κοινωνία, παρόλη την πίεση και την καταστολή, συνεχίζει να αγωνίζεται για το αυτονόητο: αξιοπρέπεια και δικαιοσύνη για όλους. Και καθώς οι μάχες αυτές συνεχίζονται, δεν είναι η λήθη που θα επικρατήσει, αλλά η αναγνώριση των πραγματικών αιτίων της αδικίας…
Όταν η εξουσία δε μπορεί να καταργήσει την αντίσταση, επιχειρεί να την ευτελίσει. Όταν δε μπορεί να φυλακίσει τη φωνή, επιχειρεί να τη μετατρέψει σε ψίθυρο. Οι απεργοί δεν είναι πια εργάτες, εκπαιδευτικοί, νοσηλευτές—είναι «σαμποτέρ», «υποκινούμενοι», «βάρος» στην εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας. Κι όταν το κρέας βαφτίζεται ψάρι, όταν η καταστολή μεταμφιέζεται σε «τάξη» και η δουλική αποδοχή σε «υπευθυνότητα», τότε δεν έχεις πια δημοκρατία. Έχεις ένα καθεστώς που ζητά όχι πολίτες, αλλά υπάκουα γρανάζια.
Μα ό,τι σκούριασε από τη σιωπή, θρυμματίζεται από την κραυγή. Δεν υπάρχει κοινωνική ειρήνη, όταν η δικαιοσύνη γίνεται επιλεκτική. Δεν υπάρχει πρόοδος, όταν η διεκδίκηση βαφτίζεται έγκλημα. Δεν υπάρχει δημοκρατία, όταν το κράτος θυμάται τον νόμο μόνο για να συντρίψει εκείνους που παλεύουν να τον αλλάξουν. Και, κυρίως, δεν υπάρχει καμία αυταπάτη πως η συναίνεση των φοβισμένων θα κρατήσει για πάντα. Η ιστορία δε γράφτηκε ποτέ από πειθήνιους. Και εκείνοι που σήμερα λοιδορούν, απειλούν, διώκουν, ας θυμούνται: ό,τι χτίστηκε πάνω στον φόβο, αργά ή γρήγορα, θα γκρεμιστεί από την οργή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Απεργία εργαζόμενων σε μέταλλο-ναυπηγεία στις 13 Φλεβάρη: Συνέντευξη με τον Σωτήρη Πουλικόγιαννη,pamehellas.gr, διαθέσιμο εδώ
- Νόμος Χατζηδάκη: Πραγματικό αγώνας, απειθαρχία και πάλη για κατάργηση, narnet.gr, διαθέσιμο εδώ
- Απάντηση στον αυταρχισμό με 24ωρη απεργία στην εκπαίδευση υπό την ΑΔΕΔΥ, efsyn.gr, διαθέσιμο εδώ
- Σε αργία εκπαιδευτικός λόγω «συνδικαλιστικής δράσης» παρά την αντίθετη απόφαση του Πειθαρχικού, documentonews.gr, διαθέσιμο εδώ