Του Ελευθέριου Χονδρού,
Βρισκόμαστε σε μια περίοδο βαθιών μεταβολών στο παγκόσμιο οικονομικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα, με τις Ηνωμένες Πολιτείες υπό την προεδρία Τραμπ να ακολουθούν πολιτικές που, αν και ενδέχεται να έχουν αποσταθεροποιητικές συνέπειες, ταυτόχρονα δημιουργούν ευκαιρίες για την Ευρώπη. Η διατάραξη της αμερικανικής κυριαρχίας δεν προκύπτει μόνο από τις εμπορικές, πολιτικές ή τις θεσμικές αποκλίσεις, αλλά και από έναν συνδυασμό στρατηγικών αποφάσεων που επηρεάζουν τη θέση της χώρας στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές και στο πεδίο της επιστημονικής έρευνας. Αυτές οι εξελίξεις, αν αναλυθούν με οικονομικούς όρους, αποκαλύπτουν την πιθανότητα μετάβασης σε ένα πιο πολυπολικό οικονομικό τοπίο, με την Ευρωπαϊκή Ένωση σε ρόλο πρωταγωνιστή.
Η ισχυρή παρουσία του δολαρίου στις παγκόσμιες συναλλαγές αποτελεί ιστορικό κατάλοιπο της μεταπολεμικής συμφωνίας του Bretton Woods, που εδραίωσε την οικονομική ηγεμονία των ΗΠΑ. Η «υπερβολική προνομιακή θέση» του δολαρίου –όπως την είχε χαρακτηρίσει ήδη από το 1964 ο τότε Γάλλος Υπουργός Οικονομικών Giscard d’Estaing– συνεχίζει να προσφέρει στις ΗΠΑ χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης και αυξημένη επιρροή στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές ροές. Ωστόσο, οι νέες γεωπολιτικές και θεσμικές εντάσεις, σε συνδυασμό με τις εσωτερικές πολιτικές αποφάσεις της Ουάσιγκτον, έχουν αρχίσει να διαβρώνουν αυτή την ηγεμονία.
Η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Christine Lagarde, με επιδέξιο οικονομικό ρεαλισμό, καλεί την Ευρώπη να εκμεταλλευτεί αυτήν την αναστάτωση. Τονίζει ότι η ύπαρξη μιας ενοποιημένης ευρωπαϊκής χρηματοπιστωτικής αγοράς θα μπορούσε να προσελκύσει κεφάλαια που σήμερα αναζητούν ασφαλή εναλλακτική του αμερικανικού δολαρίου. Παρότι το ευρώ διαθέτει τα δομικά χαρακτηριστικά ενός ισχυρού νομίσματος –μια μεγάλη και ανεπτυγμένη οικονομία, σταθερό θεσμικό πλαίσιο και νομική τάξη– η περιορισμένη ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής κεφαλαιαγοράς λειτουργεί ανασταλτικά στην καθιέρωσή του ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος. Η έκδοση κοινών ευρωπαϊκών χρεογράφων παραμένει σποραδική, ενώ η συνολική τους αξία (€578 δισ. έως το τέλος του 2024) είναι αμελητέα συγκριτικά με το αμερικανικό δημόσιο χρέος ($28,6 τρισ.).
Οικονομικά, η διατήρηση της εμπιστοσύνης στις ΗΠΑ υπονομεύεται από την απρόβλεπτη πολιτική συμπεριφορά και τις τάσεις αμφισβήτησης της θεσμικής ανεξαρτησίας, όπως στην περίπτωση της κεντρικής τράπεζας. Οι αγορές, ως ευαίσθητοι μηχανισμοί προσδοκιών, ανταποκρίνονται αρνητικά: το χρηματιστήριο S&P 500 βρίσκεται σε φάση διόρθωσης, ενώ η διάθεση μικρών επιχειρηματιών υποχωρεί αισθητά. Παράλληλα, οι καθυστερημένες επανεπενδύσεις σε αμερικανικά ομόλογα και οι αρνητικές καθαρές ροές ξένων επενδυτών καταδεικνύουν τη σταδιακή διάβρωση της ελκυστικότητας του αμερικανικού χρέους.
Σε αυτό το πλαίσιο, η πρόταση περί “Mar-a-Lago Accord” –υποθετική συμφωνία υποτίμησης του δολαρίου για ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ΗΠΑ– αντιμετωπίζεται με επιφυλακτικότητα από ευρωπαίους αξιωματούχους, αλλά και ως ενδεχόμενη ευκαιρία. Μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε να αναδείξει την ανάγκη ενός σταθερού και ελκυστικού ευρωπαϊκού νομισματικού οικοσυστήματος, υπό την προϋπόθεση πολιτικής βούλησης και θεσμικού μετασχηματισμού.

Εξίσου σημαντική είναι και η μετατόπιση στο πεδίο της επιστήμης και καινοτομίας. Οι αποφάσεις του Τραμπ να περικόψει τη χρηματοδότηση και να επιβάλει περιορισμούς σε αμερικανικούς επιστημονικούς οργανισμούς έχουν ήδη προκαλέσει κύμα φυγής ταλέντων. Αυτό το “brain drain” παρουσιάζεται από ευρωπαϊκούς θεσμούς ως μια στρατηγική ευκαιρία. Η Γερμανική Εταιρεία Max Planck σημειώνει αύξηση έως και τριπλάσια στις αιτήσεις από Αμερικανούς επιστήμονες, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξετάζει ένα «επιστημονικό διαβατήριο» –μια νέα θεσμική διευκόλυνση μετακίνησης επιστημόνων προς την ΕΕ. Στο πλαίσιο του Horizon Europe, οι επενδύσεις στην έρευνα καθίστανται πλέον και γεωοικονομικό εργαλείο για την προσέλκυση διεθνούς επιστημονικού κεφαλαίου.
Η αποδυνάμωση των ΗΠΑ στον τομέα της καινοτομίας –ενός βασικού μοχλού διατηρήσιμης ανάπτυξης– ενισχύει τον κίνδυνο μεσοπρόθεσμης επιβράδυνσης της αμερικανικής οικονομίας, ιδιαίτερα σε τομείς αιχμής. Από οικονομική σκοπιά, η μετανάστευση επιστημόνων, η μείωση της χρηματοδότησης και η θεσμική ανασφάλεια μεταφράζονται σε μειωμένο μακροχρόνιο δυνητικό ΑΕΠ, με απώλειες όχι μόνο για τις ΗΠΑ αλλά και για το παγκόσμιο επιστημονικό οικοσύστημα.
Η Ευρώπη, λοιπόν, βρίσκεται ενώπιον μιας διπλής ευκαιρίας: αφενός, να διεκδικήσει ενεργότερο ρόλο στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα και, αφετέρου, να μετατραπεί σε πόλο έλξης επιστημονικού δυναμικού. Και στις δύο περιπτώσεις, η επιτυχία δεν θα εξαρτηθεί μόνο από τη συγκυρία, αλλά από τη ρηξικέλευθη πολιτική βούληση και την ικανότητα θεσμικής ολοκλήρωσης. Η δημιουργία βαθιών και ενοποιημένων αγορών κεφαλαίου, η συστηματική έκδοση κοινού ευρωπαϊκού χρέους, καθώς και η θεσμική κατοχύρωση της επιστημονικής ελευθερίας, δεν είναι απλώς τεχνικά ζητήματα, αλλά στρατηγικές επιλογές με μακροοικονομικές συνέπειες. Σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται ραγδαία, η Ευρώπη καλείται όχι μόνο να αντιδράσει, αλλά να προβλέψει, να καινοτομήσει και τελικά, να καθοδηγήσει.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Europe sees opportunity in Trump’s economic chaos, Politico.eu, διαθέσιμο εδώ
- Trump’s ‘assault on science’: Bad for the US, good for EU?, DW, διαθέσιμο εδώ