Της Αλεξάνδρας Μαστοράκη,
Η έννοια του εθνικού συμφέροντος, που αποτελεί την κυρίαρχη επιδίωξη των εθνικών κρατών διαχρονικά, άρχισε να αποκτά ευρεία δημοτικότητα στον βαλκανικό χώρο κατά τις αρχές του 19ου αιώνα. Εκείνη την περίοδο, κράτη όπως το ελληνικό, το σερβικό και το βουλγαρικό, ευρισκόμενα υπό ξένη κυριαρχία, άρχισαν να διεκδικούν δυναμικά την αποκατάσταση ή την ολοκλήρωση των εθνών τους, προχωρώντας σε «απελευθερωτικό» πόλεμο εναντίον των δυναστών τους.
Εθνικά κινήματα σαν το ελληνικό δεν αποτελούσαν εύκολο εγχείρημα ούτε υπόσχονταν εγγυημένη επιτυχία, καθώς αντιμετώπισαν, όπως ήταν φυσικό, πολλά εμπόδια τόσο σε εσωτερικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Ανάμεσα στους ανασταλτικούς παράγοντες, συγκαταλέχθηκε η μη ευνοϊκή αντιμετώπιση των απελευθερωτικών κινημάτων από τις ευρωπαϊκές «μεγάλες δυνάμεις». Τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα λογίζονταν ως συμπτώματα της αδυναμίας του συστήματος ασφαλείας, που παρεχόταν από τις εγγυήτριες δυνάμεις της «Συμμαχίας της Ευρώπης». Επομένως, η αυτοδιάθεση των λαών αποτελούσε καίριο πλήγμα τόσο για την αρχή της νομιμότητας που πρέσβευαν, όσο και για τους «ελέω Θεού» ηγεμόνες.

Μεγάλα κωλύματα στη διεκδίκηση του δικαιώματος της ανεξαρτησίας του ελληνικού έθνους, έθεσαν, επίσης, η γεωπολιτική θέση της εκτεταμένης οθωμανικής αυτοκρατορίας αλλά και η διασπορά των Ελλήνων εντός και εκτός αυτής, κάτι που συνεπαγόταν σοβαρή έλλειψη εθνικής συνοχής και συνεκτικότητας. Έμφαση, όμως, χρειάζεται να δοθεί σε έναν πραγματικά ενδιαφέροντα δρώντα, με αισθητή θέση στην εξέλιξη των ελληνικών πραγμάτων. Ο λόγος για το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.
Η αίγλη του πατριαρχείου, στο πλαίσιο της αυτοκρατορίας, βασιζόταν στο γεγονός ότι εκείνο αναμφιβόλως κατείχε την αναγνωρισμένη πνευματική κηδεμονία των Χριστιανών εντός αυτής. Αν και στο οικουμενικό πατριαρχείο είχαν από πολλούς αποδοθεί χαρακτηριστικά διεθνούς νομικού προσώπου —αν αναλογιστούμε ακόμη, τον ισχυρό του αντίκτυπο σε ευρύ κοινωνικό πεδίο— η πραγματικότητα ήταν ελαφρώς διαφορετική, το πατριαρχείο αποτελούσε εξαρτημένη μεταβλητή. Η ηγεμονική δύναμη της εποχής και βασικός εκπρόσωπος της ορθοδοξίας, η Ρωσία, είχε οικειοποιηθεί την ιδιότητα του «προστάτη» των ορθοδόξων λαών, ενώ πρακτικά, η θέση αυτή είχε ενισχυθεί και από τη σύναψη της συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ότι το πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης λειτουργούσε υπό ρωσικό έλεγχο.
Γιατί, όμως, το πατριαρχείο δυσχαίρενε την ελληνική εθνική κίνηση; Όπως σημειώσαμε, ο οικουμενικός πατριάρχης διεξήγε τον ρόλο του πνευματικού και εθνικού ηγέτη των χριστιανών της αυτοκρατορίας, εντούτοις η θέση του ήταν υπόλογη του σουλτάνου, ο ίδιος ήταν υπεύθυνος απέναντι του για την νομιμοφροσύνη των χριστιανών υπηκόων. Ήταν απολύτως φυσικό, λοιπόν, ο «Κηδεμόνας» της ορθοδοξίας να εναντιωνόταν στον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων, ο οποίος αποτελούσε αισθητό κίνδυνο τόσο για την ενότητα των ορθοδόξων και των γλωσσικών μορφωμάτων τους όσο και για την υπόσταση του πατριαρχείου, η οποία θα υπονομευόταν από τη σύσταση μιας ελληνικής εκκλησίας.

Η αντίδραση του πατριαρχείου υπό αυτό το πρίσμα εθεωρείτο αναμενόμενη. Τη στάση αυτή συμμερίστηκε πλήθος Ελλήνων, άνθρωποι που φαίνονταν σκεπτικοί σχετικά με τη διαμόρφωση της θέσης τους στην αυτοκρατορία καθώς και με τις σχέσεις τους με ομόδοξους και συνοίκους πληθυσμούς. Δεν άργησε να αναδυθεί ένα ισχυρό δίλημμα που ταλάνιζε μια μερίδα επιφανών, ιδίως Φαναριωτών Ελλήνων, καθώς η ελληνική σφαίρα επιρροής επεκτεινόταν αντιστρόφως ανάλογα με την αυτοκρατορία η οποία εμφανώς παρήκμαζε.
Παράλληλα, ενώ ο συμφυρμός των Ελλήνων με ομόδοξους και συνοίκους πληθυσμούς δεν αποτελούσε αρχικά πρόβλημα, υπήρξαν εμπόδια στα ρεαλιστικά σχέδια για ουσιαστική ανάμειξη. Οι ομόδοξοι αλλά ετερόγλωσσοι λαοί φαίνεται να γοητεύονταν από την παραδοσιακή ελληνική παιδεία και σε αυτό ακριβώς στηρίχθηκε το σκεπτικό του Ρήγα Φεραίου που προέβλεπε μια εθνική-πολιτιστική κοινότητα στη βάση μιας διαχρονικής ιστορικής ενότητας. Όμως, αυτό δεν σύναδε με την πραγματικότητα, η εθνική ελληνική κίνηση διαπνεόταν από έναν έντονα ανανεωτικό χαρακτήρα, ενώ πρέσβευε την πλήρη αποτίναξη του μεσαιωνικού παρελθόντος από το ελληνικό πνεύμα, ο Φεραίος δεν είχε υπολογίσει ούτε τον μαρασμό που είχε υποστεί το όνομα του πατριαρχείου.
Από μια γενική σκοπιά, ένα ευρύ σύνολο ανασταλτικών παραγόντων προκάλεσε δυσφορία στα σχέδια και στις δράσεις των οραματιστών αλλά και των πρωτεργατών της ελληνικής επανάστασης. Πάραυτα, τίποτα δεν στάθηκε αρκετό να εμποδίσει τη διεκδίκηση του ελεύθερου έθνους και αργότερα, τη διαμόρφωση του σύγχρονου ελληνικού κρατικού μορφώματος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κολιόπουλος Ι (2014), Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος (1897-1980), εκδ. Βάνιας
- Σταματελόπουλος Δημήτριος (2024), Η ελληνική επανάσταση του 1821 και το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, εκδ. Παπαζήσης
- Βαρβούνης Γ. Μανώλης (2005), Το οικουμενικό πατριαρχείο και η παράδοση του γένους, εκδ. Καρδαμίτσα
- Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 και το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως- Το πρόβλημα της βαλκάνιας νεωτερικής εθνογένεσης, anixneuseis.gr, διαθέσιμο εδώ