Της Βασιλικής Χαραλάμπους,
Η Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου θεσπίζει υποχρεώσεις επαγγελματικής συμπεριφοράς για τις επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών απέναντι στους πελάτες τους. Η εν λόγω Οδηγία σχετίζεται με τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και ιδίως το άρθρο 53 παρ. 1, την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια, τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής και αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, εισήγαγε κάποιους κανόνες συμπεριφοράς, ανάλογοι των οποίων αναφέρονταν και στο προϊσχύσαν καθεστώς της οδηγίας 2004/39/ΕΚ που αφορούσε τις ΕΠΕΥ.
Λίγα χρόνια αργότερα, έρχεται στο προσκήνιο ο ν. 4514/2018, ο οποίος εισάγει πέντε γενικές αρχές συμπεριφοράς τις οποίες οφείλουν οι επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών να τηρούν, όταν συναλλάσσονται με τους πελάτες τους. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 2 οριζόταν ότι: «Ο παρών νόμος θεσπίζει απαιτήσεις ως προς τα εξής: α) τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και τη λειτουργία των Ανώνυμων Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Α.Ε.Π.Ε.Υ.), καθώς και την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων από επιχειρήσεις επενδύσεων άλλου κράτους μέλους στην Ελλάδα, β) την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων από επιχειρήσεις τρίτων χωρών μέσω της εγκατάστασης υποκαταστήματος στην Ελλάδα, γ) τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και τη λειτουργία διαχειριστών αγοράς και ρυθμιζόμενων αγορών, δ) την εποπτεία, τη συνεργασία και την εφαρμογή από τις αρμόδιες αρχές». Ο ανωτέρω νόμος τροποποιήθηκε με τον νόμο 4920/2022 με ισχύ την 15/4/2022, οι βασικές όμως αρχές σχετικά με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών δεν μετεβλήθησαν στον πυρήνα τους.

Ειδικότερα, οι ΕΠΕΥ οφείλουν να συναλλάσσονται έντιμα με τους πελάτες τους, αμερόληπτα και με επαγγελματισμό για τη διασφάλιση των συμφερόντων τους, να τους παρέχουν κατάλληλη και κατανοητή -ήτοι με απλή γλώσσα- πληροφόρηση, η οποία θα πρέπει να είναι ακριβής, σαφής και μη παραπλανητική, ούτως ώστε να γίνει κατανοητό το χρηματοπιστωτικό σύστημα και να λάβει ο πελάτης τις ορθές αποφάσεις επί της αγοράς. Οφείλουν επίσης να διασφαλίζουν ότι τα χρηματοπιστωτικά μέσα διατίθενται στην προσδιορισμένη αγορά με στόχο να παρέχουν υπηρεσίες με γνώμονα τα χαρακτηριστικά του πελάτη τους και τέλος να μην δρουν σχετικά με το προσωπικό τους με τρόπο που έρχεται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των πελατών τους.
Πιο αναλυτικά, αναφορικά με το ζήτημα της υποχρέωσης πληροφόρησης, υπό το προϊσχύσαν καθεστώς του Κώδικα Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ, υπήρχε υποχρέωση «ενημέρωσης, διαφώτισης και προειδοποίησης» των επενδυτικών, υποχρέωση για την οποία η Ελλάδα πολλάκις έχει καταδικαστεί, τόσο σχετικά με την αδικοπρακτική της ευθύνη όσο και αναφορικά με την επιβολή διοικητικών κυρώσεων (π.χ. ΑΠ 1738/2013, ΜΠρΑθ299/2012, ΔΕΕ, 2012,438, ΣτΕ 4203/2011). Πλέον, υπό το ισχύον νομικό καθεστώς συνεχίζουν να υπάρχουν παρεμφερείς υποχρεώσεις, οι κυριότερες από τις οποίες είναι η πληροφόρηση των επενδυτών πριν από τη σύναψη της σύμβασης παροχής υπηρεσιών και μετά την παροχή των υπηρεσιών αυτών καθώς και μετά τη σύναψη της σύμβασης. Αναφορικά με το στάδιο πριν τη σύναψη της σύμβασης υπάρχει υποχρέωση ενημέρωσης για το αν οι παρεχόμενες συμβουλές δίδονται στους επενδυτές σε ανεξάρτητη βάση ή όχι, αν βασίζονται σε ευρεία ή περιορισμένη ανάλυση των χρηματοπιστωτικών μέσων και αν η επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών διαθέτει περιοδική αξιολόγηση της καταλληλότητας των χρηματοπιστωτικών μέσων που προτείνονται.
Η πληροφόρηση προς τους πελάτες – ιδιώτες κατά το στάδιο πριν τη σύναψη της σύμβασης περιλαμβάνει διαφημιστικές ανακοινώσεις (οι διαφημιστικές προωθήσεις πρέπει να γίνονται προς τους πελάτες ή τους εν δυνάμει πελάτες κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να μπορεί να αναγνωρισθεί η προωθητική φύση τους), γενικές πληροφορίες για την ταυτότητα της επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, τη φύση και τον κίνδυνο που εγκυμονούν τα χρηματοπιστωτικά μέσα, το κόστος και τις προμήθειες των συναλλαγών, τον τόπο εκτέλεσης των εντολών των πελατών τους, τους μηχανισμούς προστασίας των κεφαλαίων των πελατών και των χρηματοπιστωτικών μέσων κ.ά.

Για το στάδιο μετά τη σύναψη της σύμβασης, υποχρεωτικά πρέπει να γίνεται ενημέρωση του πελάτη αναφορικά με την εκτέλεση της εντολής του καθώς και για όλα τα συμπαρομαρτούντα με την εντολή του στοιχεία (τεμάχια αγοράς, πώλησης, τιμή), ενώ αντίστοιχα υποχρεούνται οι επενδυτικές υπηρεσίες να αποστέλλουν στον πελάτη και ειδοποίηση για την επιβεβαίωση της εκτέλεσης της εντολής μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα και με απώτατο χρονικό σημείο μία εργάσιμη μέρα μετά την εκτέλεση της εντολής τους, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται και η διαφάνεια.
Όλα τα ανωτέρω, υπόκεινται στην βασική αρχή της πληροφόρησης του επενδυτή, η οποία από κοινού με το έλεγχο της καταλληλότητας και κατόπιν με τον έλεγχο της συμβατότητας διασφαλίζουν ένα πλαίσιο, προκειμένου να διαφυλάσσεται η εύρυθμη λειτουργία της κεφαλαιαγοράς, να προστατεύονται τα συμφέροντα του επενδυτικού κοινού, να διασφαλίζεται η ασφάλεια των συναλλαγών καθώς και ο υγιής ανταγωνισμός μεταξύ των εταιριών και η ορθή και πλήρης πληροφόρηση της αγοράς.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
-
Δημήτρης Κ Αυγητίδης, Δίκαιο της Κεφαλαιαγοράς, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2019
- Νόμος 4514/2018, Αγορές Χρηματοπιστωτικών Μέσων, kodiko.gr, διαθέσιμο εδώ