Του Διονύση Κονδάκη,
Ο θάνατος, ως αναπόσπαστο μέρος της ζωής, διατρέχει το νήμα της ιστορίας σε όλη της την έκταση. Το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας έχει γραφτεί μέσα από την απώλεια ανθρώπινων ζωών, που χάθηκαν κατά τη διάρκεια πολέμων, επαναστάσεων, επιδημιών ή ως αποτέλεσμα της απόλυτης ανέχειας. Μέσα από αυτές τις συνεχείς συναντήσεις τους με τον θάνατο, οι ανθρώπινες κοινωνίες σύντομα ανέπτυξαν διάφορους τρόπους αντιμετώπισής του. Αναρίθμητες σελίδες φιλοσοφίας, ποίησης, μουσικής και λογοτεχνίας έχουν γραφτεί για το τέλος της ανθρώπινης ζωής, όπως και για τη μεταθανάτια ζωή, ως μέσο για τη διεργασία των συναισθημάτων που προκαλεί η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου. Η θρησκεία, επίσης, έχει εδραιωθεί δίπλα στον θάνατο, όχι μόνο ως καθοδηγητής του νεκρού στη μεταθανάτια ζωή ή στην μετενσάρκωση (ανάλογα με τη θρησκεία), αλλά και ως μεσολαβητής ανάμεσα στους δύο κόσμους, ως θεμελιωτής της καινούργιας σχέσης που δημιουργείται ανάμεσα στους ζωντανούς και στους νεκρούς αγαπημένους τους.
Στην Πρώιμη Νεότερη Ευρώπη, το πρόσωπο του θανάτου ήταν πολύ διαφορετικό από το σημερινό, ενώ τα υπόλοιπα πολιτισμικά στοιχεία αυτών των κοινωνιών, σε συνδυασμό με την επιβλητική παρουσία της εκκλησίας, συνέβαλαν στη δημιουργία σύνθετων πρακτικών και εθιμικών, που δεν υπάρχουν στη σημερινή εποχή. Ο Philippe Ariés στην εμβληματική του μελέτη «Ο άνθρωπος ενώπιον του θανάτου» παρουσιάζει τον ύστερο μεσαίωνα και την πρώιμη νεοτερικότητα ως τις εποχές του «εξημερωμένου θανάτου», του θανάτου που προειδοποιεί για την έλευσή του. Αντίθετα, ο αιφνίδιος θάνατος, mors repentina, συχνά ερμηνευόταν ως προϊόν της θεϊκής οργής ή και ως προσπάθεια του σατανά να αποσπάσει τις ψυχές των πιστών. Το να πεθαίνει κανείς από ατύχημα ή από δολοφονία ήταν ατιμωτικό και συχνά τους αρνούνταν η θρησκευτική συμπαράσταση και συμφιλίωση, καθώς υπήρχαν αμφιβολίες για την κατεύθυνση που ακολουθούσε η ψυχή τους.

Βέβαια, το στίγμα του αιφνίδιου θανάτου δεν επεκτεινόταν στους ιππότες και στους πολεμιστές, με την εκκλησία να ξεκαθαρίζει τη θέση της ως «υπερασπίστρια της δικαιοσύνης», καθώς οι τελευταίες στιγμές στο πεδίο μάχης επέτρεπαν για, έστω και βιαστικές, εθιμικές τελετές. Στον πρώιμο και ύστερο μεσαίωνα, ο θάνατος του ιππότη ήταν ο θάνατος του αγίου. Εκεί ακριβώς έγκειται και η αφετηρία του «εξημερωμένου θανάτου», στο σύμπαν της ιπποτικής αριστοκρατίας σε μια ευγενή αφήγηση του θανάτου που σταδιακά επεκτείνεται και στον πολιτισμό των λογίων κληρικών. Ο Philippe Ariés θα το αναδείξει αυτό αναλύοντας μερικά από τα εμβληματικότερα έργα της εποχής, το άσμα του Ρολάνδου, το μυθιστόρημα της στρογγυλής τραπέζης και τα ποιήματα του Τριστάνου. Αναφέροντάς τα σύντομα και αποσπασματικά, η φύση του θανάτου, όπως παρουσιάζεται παραπάνω, γίνεται ευθύς φανερή, «Ο Ρολάνδος νιώθει πως τον παίρνει ο θάνατος, κατεβαίνει από το κεφάλι στην καρδιά, αισθάνεται ότι ο χρόνος του τελείωσε». Ο Τριστάνος, λαβωμένος στη μάχη, «κατάλαβε ότι επρόκειτο να πεθάνει». Πολλές φορές, επίσης, ο θάνατος φαίνεται να προαναγγέλεται σε όνειρα-οράματα, η εμφάνιση νεκρών συγγενών στον ύπνο ή υπερφυσικών μορφών, όπως ξωτικά, σήμαιναν τις καμπάνες του θανάτου.
Εδώ, μπορεί να αναδειχθεί μια ακόμη σημαντική πτυχή της αντιμετώπισης του θανάτου από τις κοινωνίες του Μεσαίωνα. Δεν αποτελούσε τόσο απώλεια, όσο ευκαιρία για τη δημιουργία μιας νέας σχέσης μεταξύ ζώντων και νεκρών, συμβόλιζε τη μετάβαση του πιστού στον παράδεισο. Ο φόβος, ο θρήνος και η αίσθηση της απώλειας, βέβαια, δεν απουσιάζουν από το κοινωνικό αίσθημα, ούτε όμως, λειτουργούν αντιφατικά στο εκκλησιαστικό αφήγημα. Απόσταση ανάμεσα στο κληρικό «ο θάνατος έρχεται για να τα θεραπεύσει όλα» και στο λαϊκό «καλύτερα να υποφέρει κανείς» δεν υπάρχει. Οι δυο προτάσεις, όπως αναφέρει ο Ariés, λειτουργούν συμπληρωματικά για την αφαίρεση του βεβιασμένου και ρητορικού στοιχείου της λόγιας ηθικής από την αποδοχή του θανάτου.
Το παραπάνω σχήμα στην πρώιμη νεότερη Ευρώπη βρίσκεται μεταφρασμένο σε καθημερινότητα, ντυμένο με ένα άκαμπτο και απόλυτα εδραιωμένο εκκλησιαστικό εθιμικό, βαθιά ριζωμένο στο συμβολικό σύμπαν των ευρωπαϊκών κοινωνιών της εποχής. Η κυριαρχία του θανάτου στις συνειδήσεις των ανθρώπων, προϊόν της επιδημίας του μαύρου θανάτου που είδε πάνω από το 30% των Ευρωπαίων να πεθαίνουν, σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα της καθημερινότητας, βρήκε στενό και αναγκαίο σύμμαχο την εκκλησία και τις πρακτικές της. Όπως αναφέρει και ο Michel de Montaigne, φιλόσοφος της Γαλλικής Αναγέννησης, «οι άνθρωποι πρέπει να διδάσκονται το πώς να πεθαίνουν για να μάθουν να ζουν».
Κομβικό σημείο της τελετουργίας του «καλού θανάτου», με συμμετέχοντες τον ιερέα, τον ετοιμοθάνατο, τους συγγενείς και την υπόλοιπη κοινότητα, δινόταν κατά την τελετή της «τέχνης θανάτου» (ars moriendi). Τα συμβουλευτικά εγχειρίδια ήθελαν τον ετοιμοθάνατο να πεθαίνει στη κλίνη του, περιτριγυρισμένο από πλήθος ανθρώπων, ενώ κρίσιμης σημασίας ήταν η φάση της «ψυχομαχίας». Ο όρος περιγράφει την εσωτερική μάχη που έδινε ο ετοιμοθάνατος για να απαρνηθεί τον σατανά και να παραδώσει τη ψυχή του στον δημιουργό του, άθλο στον οποίο μόνος συμπαραστάτης του ήταν ο ιερέας, δίπλα στον ετοιμοθάνατο το πλήθος ξαγρυπνούσε, με σκοπό να αποφευχθεί η πιθανότητα να πεθάνει μόνος του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Madame de Montespan, ερωμένη του Λουδοβίκου ΙΔ’, η οποία ξυπνούσε συνεχώς για να δει αν οι γυναίκες που κάνανε αγρυπνία δίπλα της δεν κοιμόντουσαν, με σκοπό να σιγουρευτεί ότι δεν θα πεθάνει μόνη. Πράγματι, η αποτυχία να πραγματοποιηθεί ορθά η συγκεκριμένη τελετή ή να μη μπορεί να υποστηριχθεί οικονομικά, πολλές φορές οδηγούσε σε αισθήματα κοινωνικού αποκλεισμού και φόβο για την κατάληξη της ψυχής.

Μετά από την ars moriendi, ακολουθούσαν η νεκρώσιμη ακολουθία και η αγρυπνία του νεκρού, όπως και προσευχές που αποσκοπούσαν στην ικανοποίηση των τελευταίων αιτημάτων του νεκρού απέναντι στον κόσμο των ζωντανών και στη βοήθεια της ψυχής του να φύγει από το καθαρτήριο, σε περίπτωση που βρισκόταν εκεί. Η στενή σχέση ανάμεσα στους δυο κόσμους υπογραμμίζεται, επίσης, από τον «χορό του θανάτου» που συνέβαινε κάθε χρόνο την ημέρα των ψυχών στις 2 Νοεμβρίου, πίνακες παρουσιάζουν σε αυτό το έθιμο τον νεκρό να οδηγεί έναν κύκλο ζωντανών χορευτών στον άλλο κόσμο. Οι νεκροί, έχοντας βιώσει τον θάνατο, τον μόνο απόλυτα κοινό παρονομαστή της ανθρωπότητας, εμφανίζονται χωρίς φύλο ή χαρακτηριστικά που προδίδουν την παλαιά τους κοινωνική υπόσταση, ενώ οι χορευτές φοράνε διαφορετικά ρούχα ανάλογα με την κοινωνική τους τάξη.
Κατά τον 16ο, η αντιμετώπιση του θανάτου άρχισε να μεταβάλλεται. Ο Έρασμος, μαζί με τον Λούθηρο και το μεταρρυθμιστικό κίνημα, ανέδειξαν την αξιοποίηση του θανάτου από την καθολική εκκλησία για οικονομικό όφελος, καθώς καμία από τις παραπάνω τελετές δεν προσφερόταν δωρεάν. Το έργο τους έφερε σύντομα την απομυστηριοποίηση του θανάτου. Ωστόσο, ως μέγιστη απόδειξη της βαθιάς εδραίωσης των εκκλησιαστικών πρακτικών στο συμβολικό σύμπαν των ανθρώπων της εποχής, ο Μαρτίνος Λούθηρος υποβλήθηκε εξαναγκαστικά από τους μαθητές του στην τελετουργία του «καλού θανάτου», παρά την επίθεση που εξαπέλυσε ο ίδιος εναντίον της.
To συμβολικό σύμπαν των κοινωνιών της πρώιμης νεοτερικότητας δε μπορεί να συγκριθεί με τη σύγχρονη ορθολογική αντίληψη, χωρίς τον κίνδυνο του αναχρονισμού. Άλλωστε, η σημερινή σχέση του ανθρώπου με την περατότητα του, δεν εκφράζει μια απόλυτη ιστορική πραγματικότητα και ενέχει άλλους προβληματισμούς, όπως η ιατρικοποίηση του θανάτου. Στην πρώιμη νεότερη Ευρώπη (1500-1700 μ.Χ.) η σχέση μεταξύ ανθρώπου και θανάτου προσδιορίζεται εντελώς διαφορετικά, καθώς οι πρακτικές των εκάστοτε κοινωνιών και ο τρόπος ανταπόκρισής τους τόσο σε σημαντικά γεγονότα όσο και στην καθημερινότητα, επηρεάζονται από το γενικότερο συμβολικό τους σύμπαν, προϊόν της παράδοσης και του συνεχώς αναπτυσσόμενου και εναλλασόμενου κυρίαρχου λόγου (discourse) και νοοτροπιών. Η «κανονικότητα» μιας κοινωνίας ή εποχής, εύκολα κατηγοριοποιείται ως ιδιαίτερη πολιτισμική πρακτική μερικούς αιώνες αργότερα, αφού το περιεχόμενο του όρου κανονικότητα έχει μεταβληθεί σημαντικά στο μέσο διάστημα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ariés Philippe (1977), L’homme devant la mort, εκδ. Editions du Seuil,
- Βολτέας Σπυρίδων (2018), Βιο-ηθικά διλήμματα του τέλους της ζωής, εκδ. Παπαζήσης
- Ρήγου Μυρτώ (1993), Ο θάνατος στη νεοτερικότητα, εκδ. Πλέθρον
- Μυρτώ Ρήγου (1989), Βιο-ηθικά διλήμματα στην επιστήμη, ejournals.gr, διαθέσιμο εδώ