20.1 C
Athens
Δευτέρα, 17 Μαρτίου, 2025
ΑρχικήΕυρώπηΗ τεκτονική μετατόπιση της ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής: Η στρατηγική αυτονομία ως αναπόδραστη...

Η τεκτονική μετατόπιση της ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής: Η στρατηγική αυτονομία ως αναπόδραστη επιταγή


Της Βάιας Σταυρίδου,

Η πρόσφατη πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να υιοθετήσει μία πολιτική κοινής προμήθειας οπλικών συστημάτων αποτελεί μία από τις πλέον ρηξικέλευθες εξελίξεις στο πεδίο της ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής. Η κίνηση αυτή δεν είναι απλώς μία τεχνική διαρρύθμιση στο πλαίσιο της συλλογικής ασφάλειας, αλλά μια θεμελιώδης αναδιάρθρωση του τρόπου με τον οποίο η Ένωση αντιλαμβάνεται και δομεί τη στρατηγική της υπόσταση στο διεθνές στερέωμα. Η δυναμική αυτής της πρωτοβουλίας αναπόφευκτα φέρνει στο προσκήνιο ζητήματα που αφορούν τη γεωπολιτική ισορροπία της Ευρώπης, τη σχέση της με το ΝΑΤΟ, την οικονομική επιβάρυνση των κρατών-μελών και τις ενδογενείς προκλήσεις της πολιτικής αυτής.

Η ιστορική διαδρομή της ευρωπαϊκής αμυντικής ολοκλήρωσης συνιστά ένα πεδίο με αλλεπάλληλες αναταράξεις και διακυμάνσεις. Από την αποτυχημένη προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας το 1954 μέχρι τις μεταγενέστερες απόπειρες εμβάθυνσης της συνεργασίας μέσω του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας και της PESCO, η ελλιπής πολιτική συναίνεση και οι διαφορετικές στρατηγικές αντιλήψεις των κρατών-μελών υπήρξαν τροχοπέδη για την ανάδυση μιας συνεκτικής και λειτουργικής ευρωπαϊκής αμυντικής δομής. Η ανάγκη για εξορθολογισμό της αμυντικής πολιτικής της Ε.Ε. επανέρχεται πλέον επιτακτικά, όχι μόνο λόγω της ρωσικής επιθετικότητας στην Ουκρανία αλλά και λόγω της αυξανόμενης αβεβαιότητας ως προς τη μακροπρόθεσμη δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών στην ευρωπαϊκή ασφάλεια.

Η αυξανόμενη εξάρτηση της Ευρώπης από αμερικανικά οπλικά συστήματα υπήρξε ένας από τους βασικότερους λόγους που ώθησαν την Ε.Ε. προς την τρέχουσα αναπροσαρμογή της στρατηγικής της. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του SIPRI (2025), η ευρωπαϊκή αγορά όπλων είναι πλέον πιο εξαρτημένη από ποτέ από τις Ηνωμένες Πολιτείες, γεγονός που αναδεικνύει τις αδυναμίες της Ε.Ε. ως αυτόνομου γεωπολιτικού δρώντος (Al Jazeera, 2025). Η αλλαγή στάσης της Ευρώπης οφείλεται εν μέρει στην επιτακτική ανάγκη διαφοροποίησης των αμυντικών της προμηθειών, αλλά και στη διαπίστωση ότι οι Η.Π.Α. αναπροσαρμόζουν τις προτεραιότητές τους προς την περιοχή του Ινδοειρηνικού, μειώνοντας την έμφαση που δίνουν στην ασφάλεια της Ευρώπης.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: geralt

Το νέο πλαίσιο κοινής προμήθειας οπλισμού έχει ως βασικό του στόχο τη μείωση της κατακερματισμένης και σπάταλης προσέγγισης που ακολουθείται μέχρι σήμερα, σύμφωνα με την οποία κάθε κράτος-μέλος προχωρά σε εθνικές αγορές όπλων, δημιουργώντας ένα ανομοιογενές και επιχειρησιακά δυσλειτουργικό αμυντικό περιβάλλον. Με την ενοποίηση των διαδικασιών προμήθειας, η Ε.Ε. επιδιώκει την ενίσχυση της διαλειτουργικότητας των στρατιωτικών της δυνάμεων, την ενδυνάμωση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας και την απόκτηση ενός στρατηγικού πλεονεκτήματος σε διεθνές επίπεδο. Ωστόσο, η επίτευξη αυτών των στόχων δεν είναι αυτονόητη, καθώς η πολυπλοκότητα του εγχειρήματος εγείρει ζητήματα εθνικής κυριαρχίας, θεσμικής επάρκειας και οικονομικής βιωσιμότητας.

Η στρατηγική αυτονομία, που αποτελεί τη θεμελιώδη επιδίωξη αυτής της πρωτοβουλίας, δεν θα πρέπει να νοηθεί ως μία απλή διαφοροποίηση της ευρωπαϊκής πολιτικής από το ΝΑΤΟ ή τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά ως μια προσπάθεια αναπροσαρμογής της ευρωπαϊκής στρατηγικής σκέψης, έτσι ώστε να μπορεί η ήπειρος να διαμορφώνει τις δικές της αμυντικές επιλογές χωρίς εξωτερικές επιταγές. Η επιτυχία αυτού του εγχειρήματος προϋποθέτει μία ευρεία θεσμική εμβάθυνση, καθώς η συγκρότηση μιας κοινής ευρωπαϊκής άμυνας απαιτεί όχι μόνο υλικούς πόρους, αλλά και πολιτική και στρατηγική ενοποίηση.

Η επίτευξη της στρατηγικής αυτονομίας της Ε.Ε. δεν συνιστά μόνο μία μακροπρόθεσμη στρατηγική επιδίωξη αλλά μία αναπόδραστη ανάγκη, δεδομένων των ραγδαίων τεκτονικών αλλαγών στο παγκόσμιο γεωπολιτικό περιβάλλον. Η Ε.Ε. δεν μπορεί να συνεχίσει να εξαρτάται μονομερώς από τις Ηνωμένες Πολιτείες για την ασφάλειά της, ιδίως τη στιγμή που η Ουάσινγκτον αναπροσανατολίζει τις προτεραιότητές της προς την Ασία. Η οικοδόμηση ενός ευρωπαϊκού μηχανισμού συλλογικής άμυνας ενισχύει τη διαπραγματευτική δύναμη της Ένωσης και της επιτρέπει να αναπτύξει μία ανεξάρτητη και αξιόπιστη αποτρεπτική στρατηγική.

Η σχέση μεταξύ Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών διέρχεται μία φάση ανακατάταξης, καθώς η Ουάσινγκτον αναπροσαρμόζει τις στρατηγικές της προτεραιότητες, δίνοντας έμφαση στον Ινδοειρηνικό και τη γεωπολιτική αντιπαράθεση με την Κίνα. Αυτή η στρατηγική μετατόπιση έχει καταστήσει σαφές ότι η Ε.Ε. δεν μπορεί πλέον να θεωρεί δεδομένη την αμερικανική προστασία, ιδιαίτερα υπό το πρίσμα της διογκούμενης απομονωτικής ρητορικής που κερδίζει έδαφος στις Η.Π.Α.. Η ανισορροπία που δημιουργείται από την αυξανόμενη εξάρτηση της Ευρώπης από αμερικανικά οπλικά συστήματα και τη μείωση της άμεσης αμερικανικής εμπλοκής στα ευρωπαϊκά αμυντικά ζητήματα δημιουργεί ένα κενό εξουσίας, το οποίο η Ένωση πρέπει να διαχειριστεί με συστηματικό και αποφασιστικό τρόπο. Ουσιαστικά, η διεθνής γεωπολιτική ανισορροπία ωθεί την Ευρώπη προς μια κατεύθυνση στην οποία η στρατηγική αυτονομία δεν είναι πολυτέλεια αλλά αναγκαιότητα για την επιβίωσή της ως σοβαρού γεωπολιτικού παίκτη.

Η επίτευξη της στρατηγικής αυτονομίας, αν και απαραίτητη, δεν μπορεί να σταθεί μόνη της ως πανάκεια για την εξασφάλιση της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Τα κράτη-μέλη αντιμετωπίζουν την ιδέα αυτή με διαφορετικά πρίσματα: οι μεγαλύτερες οικονομίες, όπως η Γαλλία και η Γερμανία, τη βλέπουν ως μέσο ενίσχυσης της γεωπολιτικής επιρροής της Ε.Ε., ενώ χώρες της Ανατολικής Ευρώπης εξακολουθούν να θεωρούν το ΝΑΤΟ ως την κύρια εγγύηση ασφάλειας. Αυτή η διχοτόμηση καταδεικνύει ότι η στρατηγική αυτονομία δεν αρκεί να αποτελεί έναν αμυντικό στόχο, αλλά πρέπει να πλαισιώνεται από ένα ευρύτερο πλέγμα πολιτικών: από την εμβάθυνση της αμυντικής βιομηχανικής συνεργασίας έως την ανάπτυξη ενός συνεκτικού στρατηγικού δόγματος. Η απεξάρτηση από ξένες δυνάμεις δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με εξοπλισμούς, αλλά απαιτεί έναν συνολικό ανασχεδιασμό της ευρωπαϊκής στρατηγικής σκέψης, έτσι ώστε η Ένωση να μην είναι απλώς ένας καταναλωτής ασφάλειας, αλλά ένας αυτόνομος παραγωγός της.

Η Ε.Ε., που ξεκίνησε ως μία οικονομική ένωση και εξελίχθηκε σε έναν οικονομικό γίγαντα, κινδυνεύει να παραμείνει ένας πληκτικός νάνος στην αρένα της διεθνούς πολιτικής. Η αργοπορημένη της αφύπνιση στο πεδίο της άμυνας αποδεικνύει τη μακροχρόνια εμμονή της σε οικονομικές προτεραιότητες εις βάρος της γεωπολιτικής της θέσης. Εάν όμως δεν διαμορφώσει μια στρατηγική με αυτοτέλεια και επιχειρησιακή συνοχή, θα παραμείνει δέσμια των εξελίξεων που διαμορφώνονται αλλού, αντί να τις επηρεάζει η ίδια.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Küsters, A., Poli, E., Réau, C., & Warhem, V. (2023). The Threat of Digital Populism to European Democracy. Centre for European Policy Studies
  • Novelli, C., & Sandri, G. (2024). Digital Democracy in the Age of Artificial Intelligence. University of Bologna & Université libre de Bruxelles
  • Duberry, J. (2022). Artificial Intelligence and Democracy: Risks and Promises of AI-Mediated Citizen-Government Relations. Edward Elgar Publishing
  • Europe’s reliance on US weapons has risen, says SIPRI, Al Jazeera, Διαθέσιμο εδώ
  • European defence stocks surge as arms manufacturers eye orders boom. The Guardian, Διαθέσιμο εδώ
  • Can Europe’s arms industry challenge US market dominance?, Deutsche Welle, Διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Βαΐα Σταυρίδου
Βαΐα Σταυρίδου
Γεννήθηκε στις 19 Δεκεμβρίου του 2000. Αποφοίτησε από το τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ το 2022 και ολοκλήρωσε το μονοετές μεταπτυχιακό πρόγραμμα "Democracy, Citizenship, and Change" στο Dalarna University. Επιδιώκει ένα δεύτερο μεταπτυχιακό στη Διακυβέρνηση και Περιφερειακή Ανάπτυξη στο ΑΠΘ. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα περιλαμβάνουν τη δημόσια διοίκηση και τις δημόσιες πολιτικές. Στον ελεύθερο χρόνο της, αγαπά να διαβάζει ποίηση και να μαθαίνει νέες γλώσσες.