Του Θανάση Πεταλά,
Ορισμός και κατοχύρωση του δικαιώματος συνάθροισης
Η ελευθερία του συνέρχεσθαι συνιστά ατομικό συνταγματικό δικαίωμα συλλογικής δράσης με υψίστη πολιτική σημασία. Προστατεύει την ελευθερία των ατόμων να συγκεντρώνονται δημόσια ή ιδιωτικά, προκειμένου να διαμαρτυρηθούν για κάποιο ζήτημα που τους αφόρα και να διατυμπανίσουν τις απόψεις, τα προβλήματα αλλά και τα αιτήματά τους, συνήθως προς τα κρατικά όργανα, ώστε τα τελευταία να τα λάβουν υπόψιν. Οι οργανωμένες αυτές συναθροίσεις αποτελούν λοιπόν τόσο τρόπο εκτόνωσης της λαϊκής οργής για ένα ζήτημα όσο κι αμεσοδημοκρατικής έκφρασης του αυθεντικού λαϊκού αισθήματος κι η συνταγματική πρόβλεψη και προστασία τους συνιστά ποιοτική προϋπόθεση για την εύρυθμη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Προς αυτή την κατεύθυνση, το κράτος υποχρεούται όχι μόνον να απέχει από ενέργειες παρεμποδιστικές της άσκησης του δικαιώματος αυτού από τους πολίτες, υπό την επιφύλαξη πάντα των περιορισμών του νόμου, αλλά επιπλέον οφείλει να διασφαλίζει την ακώλυτη άσκησή του από αυτούς με κάθε αναγκαίο μέτρο.
Σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 1 του Συντάγματος «Οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα». Η λέξη ησυχία εδώ έχει την έννοια της μη πρόκλησης βιαιοτήτων και άλλων αξιόποινων πράξεων σε βάρος άλλων προσώπων ή της ιδιωτικής ή δημοσίας περιουσίας, πράγμα πολύ λογικό, καθώς η συνάθροιση, όπως προείπαμε, συνιστά εξωτερίκευση των λαϊκών αιτημάτων με στόχο τη γνωστοποίησή τους στα κρατικά όργανα και τη διεκδίκηση λύσεων από αυτά. Λειτουργεί λοιπόν ως μοχλός πολιτικής πίεσης προς την εξουσία και μέσο διαμόρφωσης της λαϊκής θέλησης κι όχι βίαιης επιβολής απόψεων συγκεκριμένης (μειοψηφικής συνήθως) συλλογικότητας. Η προϋπόθεση της μη ύπαρξης όπλων στοχεύει, επίσης, στην αποτροπή τέλεσης εγκλημάτων κατά ανθρώπων και πραγμάτων. Ακόμα κι οι κάτοχοι νόμιμης αδείας οπλοφορίας δε δικαιούνται να οπλοφορούν κατά τη διάρκεια της διαδήλωσης. Άλλα στοιχεία της συνάθροισης είναι επίσης, σύμφωνα με τον εκτελεστικό του άρθρου 11 του Συντάγματος νόμο 4703/2020, ο προσωρινός της χαρακτήρας, η ύπαρξη προηγούμενου καλέσματος από τους οργανωτές για συμμετοχή των πολιτών σε αυτή καθώς κι ο κοινός σκοπός των συναθροισμένων, ο οποίος, όπως προείπαμε, δεν υπόκειται σε κανέναν θεματικό περιορισμό.
Το συνταγματικό δικαίωμα της συνάθροισης συνδέεται στενά και συμπληρώνει το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης (Συντ. άρθρο 14) από την άποψη ότι, δίχως την ύπαρξη του τελευταίου, συνάθροιση με σκοπό την ομαδική διαμαρτυρία και την εξωτερίκευση απόψεων και αιτημάτων από συλλογικότητες προς το κράτος δεν μπορεί να συμβεί. Επίσης, η συνδικαλιστική ελευθέρια και το συνταγματικό δικαίωμα στην απεργία (Συντ. άρθρο 23) βρίσκονται σε λειτουργική αλληλεξάρτηση με την ελευθερία του συνέρχεσθαι, καθώς η τελευταία συνιστά ποιοτική προϋπόθεση για την πραγμάτωση των πρώτων. Κατοχύρωσή του συναντάται και σε κείμενα υπερνομοθετικής ισχύος, όπως στο άρθρο 11 της ΕΣΔΑ και στο άρθρο 12 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Περιορισμοί του δικαιώματος συνάθροισης
Ας επισημάνουμε κατ’ αρχήν πως οι συναθροίσεις διακρίνονται σε δημόσιες κι ιδιωτικές ανάλογα με το αν μπορεί να λάβει μέρος ο καθένας ή επιτρέπεται συμμετοχή σε συγκεκριμένα μόνον άτομα. Ακόμα, οι συναθροίσεις μπορούν να λάβουν χώρα σε κλειστό χώρο, όπως για παράδειγμα σε αθλητικό στάδιο, ή να είναι υπαίθριες, σε χώρο προσιτό από περισσότερους ανθρώπους.
Σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 2 του Συντάγματος «μόνο στις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις μπορεί να παρίσταται η αστυνομία», προκειμένου να μην ελλοχεύουν κίνδυνοι για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Περαιτέρω, προβλέπεται συνταγματικά η απαγόρευση των υπαίθριων συναθροίσεων γενικώς, «αν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια». Σύμφωνα με τον νόμο 4703/2020, η γενική απαγόρευση πρέπει να αφορά συγκεκριμένη πάντα συνάθροιση, τοπικά και χρονικά προσδιορισμένη, ειδάλλως μια γενική απαγόρευση επ’ αόριστον θα περιόριζε υπέρμετρα την ελευθερία της συνάθροισης και θα ήταν ως εκ τούτου αντισυνταγματική. Προβλέπεται επίσης τοπική απαγόρευση συνάθροισης, «αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής». Αυτή θα πρέπει να εκτείνεται σε συγκεκριμένη περιοχή, εκεί όπου πρόκειται εκδηλωθεί η συνάθροιση, και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εμποδίζει υπερβολικά τη δυνατότητα πραγματοποίησής της, δυσχεραίνοντας κατά πολύ λόγου χάρη τη μετακίνηση των διαδηλωτών προς τον τόπο της συνάθροισης.
Απαραίτητο τυπικό στοιχείο και για τις δυο απαγορεύσεις αποτελεί η αιτιολόγησή τους από την αρμόδια αστυνομική (σε κάποιες περιπτώσεις και λιμενική) αρχή και μάλιστα με συγκεκριμένη αναφορά στον σοβαρό κίνδυνο που απειλεί τη δημόσια ασφάλεια, δηλαδή εν προκειμένω θεμελιώδη έννομα αγαθά των ατόμων, όπως η ζωή, η σωματική ακεραιότητα, η ιδιοκτησία και η προσωπική ελευθέρια, αλλά και του κοινωνικού συνόλου, όπως η κρατική υπόσταση και οι θεσμοί. Η απειλή σοβαρής διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής συγκεκριμένου τόπου χρήζει επίσης ειδικής αιτιολόγησης από την αστυνομία. Απλή αναπαραγωγή λοιπόν του συνταγματικού κειμένου εν είδει αιτιολόγησης δεν είναι αρκετή.
Σημαντικό είναι εξάλλου και στις δυο περιπτώσεις να λαμβάνεται υπόψιν η αναλογικότητα του ακολουθούμενου από τις αστυνομικές δυνάμεις μέτρου. Η αρχή της αναλογικότητας (Συντ. άρθρο 25 παρ. 1) επιτάσσει o περιορισμός της ελευθερίας της συνάθροισης να είναι πρόσφορος να επιτύχει τον επιδιωκόμενο από τον νομοθέτη σκοπό, τουτέστιν την προστασία της δημόσιας ασφάλειας, αναγκαίος, υπό την έννοια ότι δεν υπάρχει άλλο λιγότερο επαχθές αστυνομικό μέτρο ικανό να επιφέρει το ίδιο αποτέλεσμα, και εν στενή εννοία αναλογικός.

Αυτονόητο είναι πάντως ότι η απαγόρευση συνάθροισης στην πράξη θα ήταν ανέφικτη ή έστω αναποτελεσματική, εάν δε διέθεταν οι αρμόδιες αστυνομικές δυνάμεις το δικαίωμα να τη διαλύουν, όποτε συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις. Τα αστυνομικά όργανα, ως κατεξοχήν διοικητικά όργανα, έχουν το δικαίωμα στα πλαίσια του διοικητικού καταναγκασμού να προβαίνουν σε υλικές ενέργειες ή και στη χρήση νόμιμης βίας (εν στενή εννοία διοικητικός καταναγκασμός), προκειμένου να επιβάλλουν τη συμμόρφωση των πολιτών προς κάποια διοικητική απόφαση.
Αυτή τη δυνατότητα άσκησης νόμιμης βίας, ως αυθεντική έκφραση δημόσιας εξουσίας και κυριαρχίας, νομιμοποιούνται να την ασκούν μόνο κρατικά όργανα. Σύμφωνα με το άρθρο 9 του νόμου 4703/2020, η διάλυση δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης μπορεί να διαταχθεί, όταν έχει ήδη εκδοθεί από την αστυνομία αιτιολογημένη απόφαση απαγόρευσης της συνάθροισης κατά το άρθρο 7 του ως άνω νόμου ή δε γίνονται σεβαστοί περιορισμοί που έχουν επιβληθεί στη διεξαγωγή της συνάθροισης ή όταν δεν έχει γνωστοποιηθεί η πραγματοποίησή της από τον οργανωτή κατά το άρθρο 3 (περ. α, β, και δ του άρθρου 9 παρ. 1). Σύνηθες όμως είναι και το φαινόμενο διάπραξης σοβαρών αξιόποινων πράξεων κατά προσώπων και της δημόσιας ή ιδιωτικής περιουσίας κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων. Στις περιπτώσεις κοινώς που η συνάθροιση γίνεται βίαιη και ως εκ τούτου αποκλίνει από τον βασικό της στόχο, που είναι η γνήσια έκφραση της λαϊκής βούλησης και η άσκηση πίεσης προς τα κρατικά όργανα αναφορικά με κάποιο ζήτημα, τα αρμοδία αστυνομικά (ή λιμενικά) όργανα νομιμοποιούνται να τη διαλύσουν (περ. γ του άρθρου 9 παρ. 1). Οι βίαιες διαδηλώσεις δεν καλύπτονται από το άρθρο 11 παρ. 1.
Το οξύμωρο, βέβαια, είναι ότι τα ίδια τα αστυνομικά όργανα είναι αυτά που αποφασίζουν, εφόσον δεν παρίσταται αρμόδιος εισαγγελέας, πότε δικαιούνται να παρέμβουν και να διαλύσουν τη διαδήλωση, εκτιμώντας την ύπαρξη κινδύνου διασάλευσης της δημόσιας τάξης, τον κατεπείγοντα και σοβαρό χαρακτήρα της περίστασης καθώς και τη διάπραξη γενικευμένων επεισοδίων και εγκλημάτων κατά της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας των συναθροισμένων (άρθρο 10 παρ. 3). Ενίοτε λοιπόν γεννάται εν προκειμένω ζήτημα κατάχρησης εξουσίας από τα αρμόδια κρατικά όργανα και υπέρμετρου περιορισμού της ελευθερίας του συνέρχεσθαι, όταν την κρίση περί διάλυσης μιας συνάθροισης καθορίζουν όχι καθαρά νομικά αλλά (και) πολιτικά κριτήρια.
Τέλος, επιβάλλεται να τονιστεί στο σημείο αυτό ότι τα μέτρα διοικητικού καταναγκασμού που λαμβάνονται πρέπει να δείχνουν σεβασμό προς την ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια και να εναρμονίζονται επίσης με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 9 παρ. 2), δηλαδή να είναι αναγκαία, υπό την έννοια που εκτέθηκε παραπάνω, πρόσφορα και εν στενή εννοία αναλογικά.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Κώστας Χ. Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 5η Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2023
- Απόστολος Γέροντας, Προκόπης Παυλόπουλος, Γλυκερία Σιούτη, Σπυρίδων Φλογαΐτης, Διοικητικό Δίκαιο, 5η Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2022
- Δρ. Βαγγέλης Μάλλιος, Υπάρχουν όρια στο να διαδηλώνουμε ελεύθερα;, SyntagmaWatch.gr, διαθέσιμο εδώ