19.4 C
Athens
Σάββατο, 15 Μαρτίου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ έκταση εφαρμογής του κανόνα «άπαξ άσκησης ενδίκου μέσου» σε συνάρτηση με...

Η έκταση εφαρμογής του κανόνα «άπαξ άσκησης ενδίκου μέσου» σε συνάρτηση με τη δικονομική τύχη του πρώτου ενδίκου μέσου


Της Μελίνας Μυλωνογιάννη,

Από άποψη νομοθετικής πολιτικής η απαγόρευση δεύτερης άσκησης ενδίκου μέσου παρά τη μη παρέλευση της προθεσμίας άσκησης αυτού δικαιολογείται απόλυτα, όταν το προηγούμενο ένδικο μέσο απορρίφθηκε ως αβάσιμο μετά τον έλεγχο του βάσιμου των σφαλμάτων που απέδιδε στην πρωτόδικη απόφαση. Αντιθέτως φαίνεται αδικαιολόγητη σε περίπτωση που το προηγούμενο ένδικο μέσο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο πριν διερευνήσει το δικαστήριο το παραδεκτό των λόγων που επικαλείται. Η αυστηρή δηλαδή γραμματική ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 514, 541 και 555 του κώδικα πολιτικής δικονομίας (ΚΠολΔ), ώστε να θεωρείται απαράδεκτο το δεύτερο ένδικο μέσο σε περίπτωση που τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις άσκησής του και το προηγούμενο ένδικο μέσο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο ή ανακλήθηκε, δε συμβαδίζει με την τελεολογία της δίκης όπως αυτή ρυθμίζεται από τον κώδικα.

Χαρακτηριστική είναι η υπ’ αριθμόν 1779/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου. Σύμφωνα με το άρθρο 514 του ΚΠολΔ, δεύτερη έφεση από τον ίδιο διάδικο και κατά της ίδιας απόφασης ως προς το ίδιο ή άλλο κεφάλαιο είναι απαράδεκτη. Η διάταξη όμως αυτή δεν εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις στις οποίες ο εκκαλών παραιτήθηκε από το δικόγραφο της πρώτης έφεσης, προτού συζητηθεί η βασιμότητα της δεύτερης έφεσής του, και επιτρέπεται η άσκηση της δεύτερης έφεσης. Παράλληλα, μέσα από την εφαρμογή τω διατάξεων 294, 295 και 297 του ΚΠολΔ που κατ’ εφαρμογή του 524 παρ.1 εφαρμόζονται και στην κατ’ έφεση δίκη προκύπτει ότι ο εκκαλών μπορεί να παραιτηθεί από την κατ’ έφεση δίκη και χωρίς τη συναίνεση του εφεσίβλητου, πριν αυτός προχωρήσει στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υποθέσεως. Η παραίτηση του ασκούντος την έφεση γίνεται είτε με προφορική δήλωση, η οποία καταχωρίζεται στα πρακτικά, και μπορεί να γίνει και από τον πληρεξούσιο δικηγόρο με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου και επιφέρει (ανάλογα με το περιεχόμενο και την έκτασή της) την κατάργηση της δίκης (ΟλΑΠ 20/1999). Εξάλλου, το άρθρο 559 ΚΠολΔ στην παράγραφο 14 ορίζει ότι επιτρέπεται αναίρεση, αν το δικαστήριο κήρυξε παράνομα ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα Χρήσης: pixabay

Στην υπό εξέταση περίπτωση o πρώτος αναιρεσίβλητος είχε ασκήσει από κοινού μαζί με την ομόδικό του αναιρεσίβλητη ασφαλιστική εταιρία την από 19/10/2004 έφεση κατά της 3341/2004 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία στρεφόταν κατά του Α, της αναιρεσείουσας Χ, αλλά και ατομικά την από 15/12/2004 κατά της οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία στρεφόταν κατά του Α, της αναιρεσείουσας Χ και της… ασφαλιστικής εταιρίας. Ο αναιρεσίβλητος, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στο αναιρετήριο, με δήλωση της πληρεξούσιας του δικηγόρου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά του δικαστηρίου, παραιτήθηκε από το δικόγραφο της πρώτης από 19/10/2004 έφεσής του, δήλωση που αποδέχτηκε το Εφετείο και κήρυξε καταργημένη τη δίκη ως προς την πρώτη αυτή έφεση, ενώ έκρινε παραδεκτή τη δεύτερη από 15/12/2004 έφεση του ίδιου αναιρεσιβλήτου, παρά το γεγονός ότι η αναιρεσείουσα είχε προτείνει με τις από 1/2/2005 προτάσεις της το απαράδεκτο της δεύτερης αυτής έφεσης.

Ο πρώτος λόγος της αναίρεσης, σύμφωνα με την αναιρεσείουσα, στηρίζεται στην πλημμέλεια της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία (όπως ορίζεται και στη 14η παράγραφο του άρθρου 559 ΚΠολΔ) δεν κήρυξε, ως όφειλε, απαράδεκτη την από 15/12/2004 δεύτερη έφεση του πρώτου αναιρεσιβλήτου, καθόσον κατά τους ισχυρισμούς της η παραίτηση από την πρώτη έφεση δεν αίρει το απαράδεκτο της δεύτερης. Ο λόγος αυτός κρίθηκε από το δικαστήριο απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού μετά την παραδεκτή και νόμιμη παραίτηση αυτού από το δικόγραφο της πρώτης έφεσης συγχωρείται η άσκηση της δεύτερης, επιβεβαιώνοντας τα όσα εκτέθηκαν παραπάνω περί του αποδεκτού της δεύτερης έφεσης σε περίπτωση απόρριψης της πρώτης ως απαράδεκτης.

Την άποψη αυτή της νομοθετικής πολιτικής εκφράζει και η υπ’ αριθμόν 83/2008 απόφαση του Αρείου Πάγο. Όσον αφορά στην υπόθεση, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή, προκύπτει μέσω της επισκόπησης των προσκομιζόμενων από την αναιρεσείουσα δύο δικογράφων της ασκηθείσας από την αναιρεσίβλητη εφέσεως κατά της 3043/2004 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την όποια απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν η από 12-12-2001 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, ότι το ένα από τα δύο δικόγραφα περιέχει το αιτητικό του μόνο τη φράση «Ζητάμε να γίνει δεκτή η έφεσή μας», χωρίς να φέρει υπογραφή ή σφραγίδα πληρεξουσίου Δικηγόρου, ενώ στο τέλος του δικογράφου αυτού έχει καταχωρηθεί η συνταχθείσα από την αρμόδια γραμματέα έκθεση κατάθεσης, η οποία περιέχει αριθμό, χρονολογία και ώρα κατάθεσης και είχε μόνο την υπογραφή της γραμματέως που συνέταξε την έκθεση, όχι όμως και του καταθέσαντος αυτήν πληρεξουσίου δικηγόρου. Αντιθέτως, το άλλο δικόγραφο της εφέσεως, που έχει το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο με το προηγούμενο, με πλήρες όμως αιτητικό, έχει υπογραφή και σφραγίδα της γραμματείας που τη συνέταξε, αλλά και του πληρεξουσίου δικηγόρου που κατέθεσε το δικόγραφο. Από τον συνδυασμό μάλιστα των διατάξεων των άρθρων 94 παρ. 1, 118 παρ. 5, 520 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της έφεσης, πρέπει να περιέχει, όπου είναι υποχρεωτική η παράσταση με πληρεξούσιο δικηγόρο και ως στοιχείο εγκυρότητάς του και την υπογραφή του δικηγόρου, η όποια επιβάλλεται για την εξασφάλιση της γνησιότητας του εγγράφου, ενώ ορίζεται ότι το δικόγραφο της έφεσης το οποίο δε φέρει την εν λόγω υπογραφή είναι άκυρο (επιβεβαιώνεται και στην ΑΠ 428/1992).

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: sora shimazaki

Το άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ ορίζει ότι το ένδικο μέσο της έφεσης ασκείται με δικόγραφο που κατατίθεται σε πρωτότυπο στη γραμματεία του δικαστηρίου, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Στο δικόγραφο αυτό ορίζεται ο αριθμός της έκθεσης και η χρονολογία της όσο και βεβαιώνεται, αφού υπογράψει εκείνος που συντάσσει την έκθεση. Το άρθρο 500 ΚΠολΔ ορίζει παράλληλα ότι τα αποτελέσματα του ενδίκου μέσου αρχίζουν με τη σύνταξη της έκθεσης κατάθεσής του. Από αυτές τις διατάξεις προκύπτει ότι η έφεση ασκείται με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την πρωτόδικη απόφαση, χωρίς να επιβάλλεται για την ολοκλήρωση της διαδικασίας και η κοινοποίησή του προς τον εφεσίβλητο (ΑΠ 297/1989). Επομένως, η κατάθεση δικογράφου και η έκθεση του δικογράφου που φέρει την υπογραφή του καταθέσαντος αποτελεί αναγκαίο όρο για την ολοκλήρωση της έφεσης. Από το γεγονός αυτό συνάγεται ότι ανυπόγραφο δικόγραφο έφεσης που δεν έχει την υπογραφή του καταθέσαντος στην έκθεση κατάθεσης είναι ανυπόστατο δικονομικά.

Παράλληλα, όπως ορίζει και το άρθρο 514 ΚΠολΔ, δε συνιστά περίπτωση διπλής άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης, όταν το ένα από τα δύο δικόγραφα της έφεσης είναι δικονομικά ανυπόστατο λόγω έλλειψης υπογραφής του δικογράφου και της έκθεσης κατάθεσης από τον πληρεξούσιο δικηγόρο. Ως εκ τούτου το Εφετείο ορθά έκρινε ότι πρόκειται περί μιας έφεσης κατά της 3043/2004 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εφόσον με βάση όσα εκτέθηκαν παραπάνω δεν πρόκειται για δύο διαφορετικές εφέσεις κατά της ίδιας απόφασης, αλλά για μια έφεση αφού το δικόγραφο της μιας που δε φέρει υπογραφή πληρεξούσιου δικηγόρου ούτε κάτω από το αιτητικό του ούτε στη έκθεση κατάσχεσης είναι ανυπόστατο.

Συμπερασματικά, η απαγόρευση δεύτερης άσκησης ενδίκου μέσου δικαιολογείται, όταν το πρώτο απορρίφθηκε ως αβάσιμο, αλλά όχι όταν απορρίφθηκε ως απαράδεκτο χωρίς εξέταση της ουσίας. Οι αποφάσεις του Αρείου Πάγου επιβεβαιώνουν ότι η παραίτηση από το πρώτο ένδικο μέσο μπορεί να επιτρέψει την άσκηση δεύτερου. Παράλληλα, ανυπόστατο δικόγραφο λόγω έλλειψης υπογραφής δεν συνιστά διπλή άσκηση έφεσης, διασφαλίζοντας την ορθή εφαρμογή του κανόνα “ne bis in idem”.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Νικόλαος Κ. Κλαμαρής, Ο κανών της άπαξ μόνον ασκήσεως των ενδίκων μέσων, Εκδόσεις Σάκκουλα, 1981
  • Γεώργιος Γ. Μητσόπουλος, Πολιτική Δικονομία, Εκδόσεις Σάκκουλα, 1972

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μελίνα Μυλωνογιάννη
Μελίνα Μυλωνογιάννη
Είναι στο πέμπτο έτος φοίτησής της στη Νομική Αθηνών και παράλληλα έχει κάνει ένα minor χρηματοοικονομικών στο Deree, ενώ έχει κάνει κάποιες πρακτικές σε ένα δικηγορικό γραφείο ποινικού δικαίου και στο ESG Committee. Παράλληλα, καθόλη τη διάρκεια των σπουδών της εργάζεται part-time σε μια δικηγορική εταιρεία.