Του Παναγιώτη Πάλλη,
«Οι άνθρωποι πρέπει να διδάσκονται το πως να πεθαίνουν για να μάθουν να ζουν»
Μichel de Montaigne.
Ένα πρίσμα κατανόησης και ευρύτερης αντίληψης της πρώιμης νεότερης κοινωνίας στην δυτική Ευρώπη για προφανείς λόγους είναι η κοινωνική συνοχή των πόλεων και το «αστικό» τους «σχήμα». Πέραν της απλής καθημερινότητας των προ-καπιταλιστικών δυτικοευρωπαϊκών πόλεων, η οποία έγκειται σε οικονομικό-κοινωνικό πλαίσιο (άνδρες «κυρίαρχοι», γυναίκες σε αγορές ή στο σπίτι, παιδιά στους δρόμους ή και σε συντεχνίες για εργασία), συναντάμε και έναν «κόσμο συναισθημάτων» ο οποίος κυριαρχεί και επισκιάζει την αστική (και όχι μόνο) κοινωνία. Οι τελετουργίες «μετάβασης» όπως ονομάζονται, απευθύνονται σε έναν κόσμο στον οποίο δεν κυριαρχεί η σκέψη και η λογική, αλλά τα συναισθήματα. Συναισθήματα έντονα και ικανά να «καθοδηγήσουν» τους «από κάτω» να φωνάξουν, να αντισταθούν αλλά κυρίως να έρθουν ο ένας πιο κοντά στον άλλον. Η Τελετουργία δεν είναι απαραίτητα ένα συλλαλητήριο ή κάποια οργανωμένη αντίσταση, αλλά ακόμη και μια απλή χειραψία μετά τον εκκλησιασμό (ένδειξη καλής συμπεριφοράς).
Τα δύο δόγματα της εποχής (Καθολικισμός και Προτεσταντισμός) ερμήνευαν διαφορετικώς τις τελετουργίες. Οι μεν Καθολικοί παραδείγματος χάριν θεωρούσαν πως το σώμα του Ιησού ήταν καθαυτό παρόν κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας (παρουσία και υλοποίηση), οι δε Προτεστάντες θεωρούσαν πως το συγκεκριμένο μυστήριο απλώς θύμιζε στους πιστούς την θυσία του Ιησού Χριστού για την σωτηρία των ανθρώπων (αναπαράσταση). Η «αντιπαράθεση» αυτή μας βοηθάει να κατανοήσουμε την σημασία των τελετουργιών στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Όλα όσα αυτοί οι άνθρωποι υφίσταντο (επιδημίες, κακές σοδειές, θρησκευτική αντιπαλότητα, πόλεμοι, μεταναστεύσεις) τους οδηγούσαν στην ανάγκη ζήτησης ενός τρόπου ο οποίος, με καταπραϋντικά μέσα, θα τους απάλλασσε από τους πόνους της καθημερινότητας. Οι τελετές μετάβασης κωδικοποιούσαν κρίσιμα στάδια της ζωής του ανθρώπου, όπως η γέννηση, η βάπτιση, η ενηλικίωση, ο θάνατος και αποτελούνταν από τρεις διακριτές φάσεις. Αρχικά, η φάση αποχωρισμού, η «απομάκρυνση» ενός ατόμου από την προηγούμενή του κατάσταση, δεύτερον η φάση μετάβασης, η «μετέωρη» θέση του ατόμου μεταξύ παλαιάς και νέας πραγματικότητας/κατάστασης και τέλος η φάση ένταξης, η «ένταξη» στη νέα πραγματικότητα.

Γέννηση και βάπτιση
Κατά την γέννησή του, το παιδί θεωρείται φορέας «σατανικής φύσης», λόγω της δημιουργίας του μέσω μιας σαρκικής απόλαυσης, η συνουσία ενός ζευγαριού έδινε αυτομάτως στο παιδί το βάρος του να φέρει μαζί του το προπατορικό αμάρτημα των πρωτόπλαστων. Η βάπτιση, λοιπόν, είναι το βασικό μυστήριο, η βασική τελετή μετάβασης, η οποία θα απαλλάξει το παιδί από τις «αμαρτίες γονέων», οι οποίες «παιδεύουσι τέκνα». Προτού το μωρό εισέλθει στην εκκλησία, στο κατώφλι της, θα πρέπει να δεχθεί εξορκισμό ούτως ώστε να «αποτάξει» τον σατανά τον οποίο φέρει από τους γονείς του. Με τον εξορκισμό συνεπώς έχουμε το πρώτο στάδιο, δηλαδή τη φάση του αποχωρισμού, κατά την οποία το παιδί εγκαταλείπει την σατανική του φύση και περνάει στην διαδικασία της μεταβάσεως, βρίσκεται στο μεταίχμιο των δύο «κόσμων», όπου με την τρίτη φάση, την ένταξη, θα θεωρείται πλέον απαλλαγμένο από το «κακό». Με την βάπτιση το παιδί πλέον εντασσόταν στην «του Χριστού οικογένεια», η βάπτιση και η απαλλαγή του μωρού από την διαβολική του φύση, πήρε τεράστιες διαστάσεις στην Ευρώπη της πρώιμης νεοτερικότητας, λόγω της υψηλής παιδικής θνησιμότητας, δεν ήταν επιτρεπτό (θρησκευτικά) ένα μωρό να πεθάνει κουβαλώντας το «κακό». Συνεπώς, για να μην αποτελέσει ομοίωμα του διαβόλου, νεκρό ως ήταν, βαπτιζόταν με «αεροβάπτιση». Η μαμή κουνούσε το νεκρό μωρό στον αέρα τρεις φορές, λέγοντας το όνομά του, ενώ ουκ ολίγες φορές το ράντιζαν ή το βουτούσαν σε αγιασμένο νερό.
Κοινωνική μετάβαση
Η κοινωνική μετάβαση διαφέρει ακραιφνώς από τις βιολογικές μεταβάσεις (γέννηση & θάνατος) φυσικά (για την εποχή στην οποία εντάσσεται) παραλλάζει αναλόγως το φύλο. Για παράδειγμα, για τις γυναίκες κοινωνική μετάβαση είναι ότι τους αλλάζει την κοινωνική υπόσταση, όπως η χηρεία, φάση της ζωής τους η οποία επηρεάζει την πορεία τους σε πολλούς τομείς (εργασία, επόμενος γάμος, κληρονομιά). Η παντρειά από την άλλη δεν ήταν το ανώτατο στάδιο κοινωνικής «ανέλιξης», καθώς το μόνο που άλλαζε για τις γυναίκες ήταν απλώς ο κηδεμόνας τους (πλέον, αντί για τον πατέρα τους, κηδεμόνας γινόταν ο σύζυγός τους). Φυσικά, υπήρχαν και οι γυναίκες οι οποίες επέλεξαν να μην «ασχοληθούν» με τον έγγαμο βίο και είτε να μονάσουν, είτε να εκπορνευθούν. Και οι δύο περιπτώσεις επέβαλαν στις γυναίκες μια πορεία αντίστοιχων τελετών (διαπόμπευσης για τις πόρνες, ένταξης στην μοναστική ζωή για τις καλόγριες).
Στον αντίποδα των γυναικών, έχουμε τους άνδρες, για τους οποίους η γκάμα μεταβάσεων είναι σχετικά ευρύτερη. Τα αγόρια, όταν φθάνουν στην «κατάλληλη» ηλικία (δηλαδή της εφηβείας) προτρέπονται από τους γονείς τους (αλλά ακόμα και από τις αρχές των πόλεων) να ενταχθούν σε «Νεανικά Βασίλεια» / «Αβαεία Νέων»· ταραχοποιές συλλογικές ομάδες οι οποίες προσέφεραν την τελετή μετάβασης από την εφηβεία στην ενηλικίωση. Ένας βίαιος τρόπος κατά τον οποίο τα παιδιά μεταβάλλονταν κοινωνικά, ήταν ο ομαδικός βιασμός. Τα αγόρια των ομάδων έβρισκαν (τα βράδια) αβοήθητα κορίτσια, γυναίκες κληρικών, υπηρέτριες και τις βίαζαν ομαδικώς ούτως ώστε να επιβεβαιωθεί πανηγυρικά ο «ανδρισμός» τους και η μετάβασή τους στην νέα τους ενήλικη ζωή, όντας «ολοκληρωμένοι άρρενες».
Τα θύματα των βιασμών διαπομπεύονταν, ενοχοποιούνταν και υφίσταντο την περιθωριοποίηση της κοινωνίας (όπως την υποχρεωτική εργασία σε πορνεία). Τα «Αβαεία» αυτά λειτουργούσαν συχνά και ως ομάδες αστυνόμευσης ηθών επιβάλλοντας έναν «κώδικα ηθικής» στην κοινότητα, που αφορούσε την σεξουαλική συμπεριφορά και την συνύπαρξη των δύο φύλων. Το επονομαζόμενο “Charivari” (πονοκέφαλος, εκ των «καρά» και «βαρύ» = καρηβαρία > caribarium) ήταν μια τελετουργία λαϊκής απονομής δικαιοσύνης σε περιπτώσεις παραβίασης των ηθικών κωδίκων της κοινότητας. Αν τα αγόρια ταραχοποιοί συναντούσαν κάποιον ο οποίος έχει παντρευτεί δύο και πλέον φορές, κάποιον που απατάει την γυναίκα του, κάποια παράνομα (άγαμα) ζευγάρια ή κάποιον απατημένο σύζυγο, είχαν το «δικαίωμα» στην διαπόμπευση. Χαρακτηριστικό του τελευταίου παραδείγματος ήταν πως εμφανίζονταν μεταμφιεσμένοι ως τάρανδοι έξω από το σπίτι του και τον «γιούχαραν». Πολλές φορές η (μετέπειτα) διαπόμπευση, μπορούσε να καταλήξει σε αψιμαχία ή ακόμη και σε θάνατο.

Θάνατος
Για αιώνες, οι Χριστιανοί διαχώριζαν τα «είδη» των θανάτων και τα ερμήνευαν σχετικά με την κοινωνικό-θρησκευτική αντίληψη της εποχής. Ο αιφνίδιος θάνατος αποτελούσε μέσο του σατανά να πλήξει την κοινωνία και να την τραβήξει μακριά από τον Θεό. Ο προετοιμασμένος και εξημερωμένος θάνατος από την άλλη, αποτελούσε σωτηρία για την ψυχή του ανθρώπου, καθώς ο ήρεμα θανών, είχε πλέον ενταχθεί στο Θεϊκό Βασίλειο. Οι άνθρωποι βέβαια ήταν εξοικειωμένοι με την ιδέα του θανάτου και έτσι «δημιουργούσαν» «σχέσεις» με τους νεκρούς τους. Για τον ήρεμο θάνατο υπήρχαν τελετουργίες οι οποίες «βοηθούσαν» στην «μεταφορά» του σώματος στον άλλον κόσμο, πρώτον η τελετουργία της τελευταίας μετάληψης, διευκόλυνε τον ετοιμοθάνατο στην τελευταία του μετάβαση, έπειτα η νεκρώσιμη τελετουργία και τέλος οι προσευχές και οι λειτουργίες για τους νεκρούς.
Η διαδικασία όλων αυτών των επιθανάτιων τελετουργιών συνιστούσε στην ανασυγκρότηση της κοινωνίας συγγενών και φίλων του θανόντος, ενώ επιβεβαίωνε ταυτοχρόνως την τελική του ένταξη στον κόσμο των νεκρών. Οι τελετουργίες οι οποίες συγκροτούσαν τον αστικό χώρο στην πρώιμη νεότερη κοινωνία, δεν έγκειντο μόνο στο προσωπικό επίπεδο κάθε ανθρώπου όπως είδαμε (γέννηση-βάπτιση-εφηβεία-ενηλικίωση-θάνατος), αλλά και στο συλλογικό, το οποίο κατάφερνε να ενώσει (έστω και λίγες μέρες τον χρόνο) τα κατώτερα στρώματα σε μια «ιδεατή», θα έλεγε κανείς, επανάσταση, η οποία ωστόσο μπορούσε να δημιουργήσει «πνεύμα» αντίστασης. Μπορούσε; Θα το δούμε σε επόμενο άρθρο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Arnold van Gennep (1960), The Rites of Passage, εκδ. The University of Chicago Press
- Jacques Rossiaud (1988), Medieval Prostitution, εκδ. Blackwell
- Merry E. Wiesner-Hanks (2008), Πρώιμη Νεότερη Ευρώπη 1450-1789, (μτφ: Ελένη Καλογιάννη), εκδ. Ξιφαράς
- Philippe Ariès (1997), Ο άνθρωπος ενώπιον του θανάτου, (Ά τόμος) εκδ. Εστία.