Της Ευμορφίλης Μεξίδου,
Τα αποτελέσματα από την άσκηση των ενδίκων μέσων είναι το μεταβιβαστικό, όπως θα αναλυθεί παρακάτω, το ανασταλτικό, το επεκτατικό και η απαγόρευση χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου. Ειδικότερα, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων υποδηλώνει τη μεταβίβαση του ελέγχου μια υπόθεσης σε ένα άλλο ανώτερο δικαστικό όργανο, είτε συμβούλιο είτε δικαστήριο. Πρόκειται για δευτερογενή (έφεση) ή ακυρωτική (αναίρεση) κρίση, η οποία αποβλέπει στον επανέλεγχο της ορθότητας της απονεμημένης δικαιοσύνης και στην επανάκριση της υπόθεσης.
Στον κώδικα ποινικής δικονομίας μας το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα αποτυπώνεται στο άρθρο 468 το οποίο ορίζει: «Το ένδικο μέσο κρίνεται από το συμβούλιο ή το δικαστήριο που ο νόμος ορίζει. Σε κάθε περίπτωση το συμβούλιο ή το δικαστήριο που κρίνει το ένδικο μέσο, έχει εξουσία να κρίνει μόνο για εκείνα τα μέρη του βουλεύματος ή της απόφασης στα οποία αναφέρονται οι προβαλλόμενοι λόγοι». Με βάση το παραπάνω άρθρο εύλογα καταλήγουμε στη διάκριση πως το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα έχει δύο πτυχές. Η μία αφορά τα κατ’ ιδίαν ανώτερα δικαστικά όργανα που θα επιληφθούν της υποθέσεως, δηλαδή το δικαστήριο στο οποίο μεταβιβάζεται, ενώ η άλλη συνδέεται με το μέρος ή το τμήμα της υποθέσεως που θα επανακριθεί («πόσο μεταβιβάζεται»).

Σχετικά με το επιληφθέν δικαστήριο είναι απόλυτα αποσαφηνισμένο από τις διατάξεις του ΚΠΔ σε ποιο δικαιοδοτικό όργανο περιέρχεται η εκάστοτε απόφαση ή βούλευμα. Η έφεση κατά βουλευμάτων του συμβουλίου πλημμελειοδικών περιέρχεται για εκδίκαση στο συμβούλιο εφετών (άρθρο 317 ΚΠΔ), ενώ η αναίρεση του συμβουλίου πλημμελειοδικών και του συμβουλίου εφετών περιέρχεται στον Άρειο Πάγο, που συνεδριάζει με τριμελή σύνθεση ως συμβούλιο, μετά από έγγραφη πρόταση του οικείου εισαγγελέα (άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ). Ως προς τις αποφάσεις, η έφεση κατά αποφάσεων του μονομελούς πλημμελειοδικείου εκδικάζεται από το τριμελές (άρθρο 112 παρ. 2 ΚΠΔ), η έφεση του μονομελούς εφετείου και του τριμελούς πλημμελειοδικείου από το τριμελές εφετείο (άρθρο. 111 παρ. 7 ΚΠΔ), του τριμελούς εφετείου από το πενταμελές εφετείο (άρθρο 111 παρ. 8) και τέλος, του μικτού ορκωτού δικαστηρίου από το μικτό ορκωτό εφετείο (άρθρο 109 παρ. 2). Η αναίρεση κατά των ανέκκλητων αποφάσεων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων και όλων των δευτεροβάθμιων εκδικάζεται από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου (άρθρο 510 παρ. 2 ΚΠΔ). Αξιοσημείωτο κρίνεται σε αυτό το σημείο να τονίσω πως, σε περίπτωση που το μικτό ορκωτό δικαστήριο καταδικάσει τον κατηγορούμενο μόνο για πλημμέλημα, η έφεση του κατηγορουμένου κατά αυτής της απόφασης δικάζεται από το εκ των τακτικών δικαστών δικαστήριο του μικτού ορκωτού εφετείου, χωρίς να απαιτείται να συγκροτηθεί το τελευταίο (άρθρο 408 παρ. 2 ΚΠΔ).
Αναφορικά με τη δεύτερη πτυχή του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, αυτή συνοψίζεται στη διατύπωση «τόσο μεταβιβάζεται, όσο προσβάλλεται». Αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι στο δικαστήριο του ενδίκου μέσου περιέρχεται τόση ύλη όση περιγράφεται στους λόγους για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο (άρθρο 468 παρ. 2 σε συνδυασμό με το άρθρο 502 παρ. 2 ΚΠΔ). Εάν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναφέρονται στο σύνολο των κεφαλαίων του διατακτικού του βουλεύματος ή της απόφασης, η μεταβίβαση είναι καθολική. Από την άλλη πλευρά, όταν οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο περιορίζονται σε ορισμένα κεφάλαια του διατακτικού της απόφασης ή του βουλεύματος, η μεταβίβαση είναι μερική. Σε περίπτωση αμφιβολίας η μεταβίβαση θα πρέπει να θεωρείται καθολική. Σε αυτό το σημείο κρίνεται αναγκαίο να παρατηρηθεί ότι η μεταβίβαση της υπόθεσης στο δευτεροβάθμιο συμβούλιο είναι εν γένει απεριόριστη, καθώς το συμβούλιο εφετών δεν κωλύεται ακόμη και να χειροτερεύσει τη θέση του εφεσιβάλλοντος (άρθρο 318 ΚΠΔ).
Τί γίνεται, όμως, στις περιπτώσεις που παραβιαστεί το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα; Αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εκδικάσει αναρμοδίως την έφεση, συντρέχει κατ’ άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ζ’ περίπτωση αναρμοδιότητας, ενώ αν το δικαστήριο κηρύξει λανθασμένα το ίδιο αναρμόδιο, θα ισχύει η περίπτωση Θ’ του άρθρου 510 παρ. 1 ΚΠΔ, η αρνητική υπέρβαση εξουσίας. Θετική χαρακτηρίζεται η υπέρβαση, όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αποφάσισε και για μέρη της πρωτόδικης απόφασης που δεν αναφέρονται στους λόγους έφεσης. Τέλος, αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παραλείψει να αποφανθεί για εκκληθέντα μέρη της πρωτόδικης απόφασης, υποπίπτει σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας για αυτό και πάλι η απόφαση είναι αναιρετέα.

Συνοψίζοντας, στο πλαίσιο της ποινικής πρακτικής η άσκηση ενδίκων μέσων είναι καθοριστική για την εξέλιξη της δίκης και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Τα ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης μπορούν να επιφέρουν ένα σημαντικό μεταβιβαστικό αποτέλεσμα στην ποινική διαδικασία. Αυτή η διαδικασία μπορεί να αλλάξει τις αποφάσεις των κατώτερων δικαστηρίων και να επηρεάσει την τύχη της υπόθεσης, επιφέροντας διορθώσεις, αναθεωρήσεις ή ακόμα και πλήρη ανατροπή των αποφάσεων. Έτσι, εμπεδώνεται περισσότερο η εμπιστοσύνη των πολιτών στην απονομή της δικαιοσύνης, δεδομένου ότι το ανώτερο δικαστήριο ελέγχει κατά τεκμήριο τα τυχόν σφάλματα του κατώτερου δικαστηρίου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Άγγελος Ι. Κωνσταντινίδης, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο – Βασικές έννοιες, 5η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2022
- Αδάμ Χ. Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, 11η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2024