Της Αντωνίας Χόνδρου,
Η θεωρία της πρόστησης κι οι βασικές προϋποθέσεις
Η έννοια της πρόστησης σύμφωνα με το άρθρο 922 του Αστικού Κώδικα εισάγει την ευθύνη ενός προσώπου (του προστήσαντα) για πράξεις που διαπράττει ένα τρίτο άτομο (ο προστηθείς). Αυτή η ευθύνη αντανακλά την αρχή ότι το άτομο που αποκομίζει όφελος από την ενέργεια τρίτου (π.χ. ο ιδιοκτήτης μιας κλινικής από τις ιατρικές υπηρεσίες που παρέχει ο ιατρός) πρέπει να φέρει και την ευθύνη για τις συνέπειες της ενέργειας του τρίτου.
Για να υπάρξει ευθύνη του προστήσαντα, πρέπει να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Πρώτον, ο προστηθείς (όπως για παράδειγμα ο ιατρός) πρέπει να έχει διαπράξει αδικοπραξία, δηλαδή να συντρέχουν στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης. Δεύτερον, πρέπει να υφίσταται μια σαφής σχέση πρόστησης, στην οποία ο προστήσας (όπως ο ιδιοκτήτης της κλινικής) έχει αναθέσει στον προστηθέντα την εκτέλεση μιας υπηρεσίας, η οποία εξυπηρετεί τα συμφέροντα του πρώτου. Τρίτον, απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η συνάφεια. Ειδικότερα, η ευθύνη του προστήσαντα περιορίζεται σε πράξεις ή παραλείψεις του προστηθέντος που σχετίζονται άμεσα με την υπηρεσία που του έχει ανατεθεί. Τέλος, η σχέση εξάρτησης μεταξύ του προστήσαντα και του προστηθέντος αποτελεί ακόμα μία σημαντική προϋπόθεση. Ο προστήσας δηλαδή πρέπει να έχει την εξουσία να παρέχει γενικές οδηγίες στον προστηθέντα σχετικά με τη διαδικασία, τον τόπο και τον χρόνο εκτέλεσης της υπηρεσίας, ακόμη κι αν δεν του δίνονται οδηγίες για την ακριβή επιστημονική εκτέλεση του έργου.

Στο πεδίο του ιατρικού δικαίου ειδικότερα ανακύπτει ζήτημα ως προς την ύπαρξη σχέσης πρόστησης λόγω του κριτηρίου της εξάρτησης. Ειδικότερα το ζήτημα της αδικοπρακτικής ευθύνης του φυσικού ή συνηθέστερα του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, στο οποίο ανήκει η κλινική, για τα ιατρικά σφάλματα των ιατρών που απασχολεί, ανακύπτει συχνά στην πράξη στην ελληνική νομολογία. Κρατούσα είναι η άποψη ότι υπάρχει σχέση πρόστησης (ΑΚ 922), όχι μόνον όταν ο γιατρός είναι εργαζόμενος στο θεραπευτήριο αλλά κι όταν είναι απλώς «εξωτερικός συνεργάτης» σε αυτό. Η ύπαρξη της σχέσης πρόστησης, σύμφωνα με τη νομολογία, στηρίζεται στη δυνατότητα του θεραπευτηρίου να παρέχει στον συνεργαζόμενο γιατρό «γενικές κατευθυντήριες γραμμές» σχετικά με τον τόπο και τον χρόνο εκτέλεσης των ιατρικών πράξεων εντός της κλινικής. Αυτό ισχύει ανεξάρτητα από το γεγονός ότι εξαιτίας της επιστημονικής του ανεξαρτησίας κι ελευθερίας ο γιατρός δεν υποχρεούται να ακολουθεί οδηγίες ή εντολές όσον αφορά την άσκηση των καθαρά ιατρικών καθηκόντων του, καθώς, όπως προκύπτει από το άρθρο 24 του αναγκαστικού νόμου 1565/1939 «περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος», ο ιατρός είναι υποχρεωμένος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του να ενεργήσει όχι σύμφωνα με τις τυχόν ειδικές αυτές οδηγίες αλλά σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης, ήτοι τα διδάγματα της εν λόγω επιστήμης και την αποκτηθείσα εμπειρία του.
Επίσης, η ευθύνη σύμφωνα με την ΑΚ 922 θεμελιώνεται στη σκέψη ότι, αφού ο επιχειρηματίας του θεραπευτηρίου ωφελείται από τη δραστηριότητα του γιατρού, διευρύνοντας την πελατεία και τα κέρδη του, σωστό είναι να επιβαρύνεται και με τα επιζήμια αποτελέσματα της ίδιας δραστηριότητας. Μάλιστα γίνεται δεκτό ότι δεν είναι κρίσιμος για την ύπαρξη της σχέσης πρόστησης ο νομικός χαρακτηρισμός της σύμβασης που συνδέει το θεραπευτήριο με τον γιατρό (σύμβαση εργασίας, έργου ή παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών). Περαιτέρω στον προστήσαντα δεν παρέχεται η δυνατότητα απαλλαγής του από την ευθύνη, αν αποδείξει ότι δεν βαρύνεται με πταίσμα (αμέλεια) ως προς την εκ μέρους του επιλογή του προστηθέντος ή ως προς τις οδηγίες που του παρείχε ούτε κι αν αποδείξει ότι ο προστηθείς ανέπτυξε πρωτοβουλία εντός του πεδίου δράσεως εκείνου (προστήσαντος).
Αναφορικά με το μετεγχειρητικό στάδιο, παλαιότερα επικρατούσε η νομολογιακή θέση ότι «η ευθύνη της κλινικής από τη σχέση πρόστησης με τον ιατρό δημιουργείται κι από την αμελή συμπεριφορά του τελευταίου τόσο κατά την παροχή του ιατρικού του έργου εντός της κλινικής όσο κι εκτός αυτής, εφόσον εν προκειμένω πρόκειται και για ιατρικές οδηγίες συναφείς κι αμέσως συνεχόμενες με την προηγηθείσα στον χώρο της κλινικής επέμβαση, καλύπτουσες το απόλυτα αναγκαίο μετεγχειρητικό στάδιο της χειρουργικής επέμβασης». Την ευρύτητα της διατύπωσης αυτής ήρθε να περιστείλει η προαναφερόμενη ΑΠ 259/2021, κρίνοντας (σε υπόθεση εσφαλμένης μετεγχειρητικής παρακολούθησης ασθενούς μετά την έξοδό του από την κλινική) ότι «οι ανωτέρω παραλείψεις του θεράποντος ιατρού έλαβαν χώρα, κατά τις παραδοχές της πληττόμενης απόφασης, μετά την έξοδο του ασθενούς από την κλινική της αναιρεσείουσας, δεν συνδέονται με την προηγηθείσα επέμβαση και νοσηλεία του ασθενούς ούτε κι είναι συναφείς κι αμέσως συνεχόμενες με την επέμβαση που προηγήθηκε στο χώρο της κλινικής, αφού η επέμβαση αυτή εκτελέστηκε άρτια και σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης. Συνεπώς, αφού οι παραλείψεις αυτές έγιναν κατά την παραδοχή πρόσθετων ιατρικών υπηρεσιών, στο πλαίσιο επιπλοκής που εμφάνισε ο ασθενής λόγω της αμελούς συμπεριφοράς του ιατρού μετά την έξοδο από την κλινική, δεν υπάρχει εσωτερική συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της κλινικής, με αποτέλεσμα να μην ευθύνεται η τελευταία για τις ανωτέρω παραλείψεις του θεράποντος ιατρού».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Κατερίνα Φουντεδάκη, Παραδόσεις Αστικής Ιατρικής Ευθύνης, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018
- Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2015