Της Κατερίνας Μανάδη,
«Γιατί κλαις;» είναι η φράση που ξεφεύγει αυθόρμητα από τα χείλη μας στη θέα ενός ατόμου που προβαίνει σε αυτήν την ενέργεια με το αρνητικό κατά πολλούς πρόσημο. Το να κλαίει, όμως, κανείς, είναι ανθρώπινο. Αλήθεια, τα δάκρυα είναι ίσως η πιο ανθρώπινη έκφανση του υδάτινου στοιχείου, καθώς μας συνοδεύουν σε μια πληθώρα συναισθημάτων και δραστηριοτήτων, εκφράζοντας μια μοναδική ευαλωτότητα, την οποία συχνά επιλέγουμε να αποκρύψουμε.
Μέσω αυτών επικοινωνούμε κυρίως τις πρώτες μέρες της ύπαρξής μας. Δάκρυα χαράς, λύπης, συγκίνησης, ντροπής, ανακούφισης, συρρέουν στην έκφραση του ευρέος φάσματος των συναισθημάτων. Όταν χασμουριόμαστε, όταν φτερνιζόμαστε, όταν καθαρίζουμε κρεμμύδια, όταν τρώμε ή μαγειρεύουμε πικάντικα φαγητά, τα υδάτινα αυλάκια που χαρακώνουν το πρόσωπό μας κάνουν και πάλι την εντυπωσιακή εμφάνισή τους. Το κλάμα, παρά την όποια αρνητική χροιά που φέρει στην κοινή μας συνείδηση, αποτελεί πράγματι αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης φύσης, ωστόσο, η συντριπτική πλειοψηφία τόσο των «απλών» ανθρώπων όσο και των μελών της ιατρικής κοινότητας, φαίνεται να αγνοούν τον ακριβή μηχανισμό πίσω από αυτό. Ας ρίξουμε, λοιπόν, μια πιο προσεκτική ματιά σε αυτό το μοναδικό στοιχείο της ανθρώπινης εμπειρίας.

Κύριο χαρακτηριστικό του κλάματος είναι η δακρύρροια, κατά την οποία οι δακρυϊκοί αδένες, τοποθετημένοι στην άνω-έξω άκρη του οφθαλμού και κάτω από το σύστοιχο βλέφαρο, παράγουν —για διάφορους λόγους— μεγαλύτερη από τη συνήθη ποσότητα υγρού, το οποίο φυσιολογικά χρησιμοποιείται και για την ενυδάτωση και προστασία του οφθαλμού, με αποτέλεσμα την έκκριση των γνωστών σε όλους μας δακρύων. Πέραν αυτού, ωστόσο, η ενέργεια του κλάματος στο σύνολό της περιλαμβάνει και άλλες αντανακλαστικές ενέργειες του οργανισμού, όπως άναρθρους ήχους, προερχόμενους από την άτακτη σύσπαση των φωνητικών χορδών, ασυντόνιστη σύσπαση των μυών του προσώπου, καθώς και αλλαγές στη στάση του σώματος και την αναπνευστική δραστηριότητα. Η απουσία, επομένως, των δακρύων, πιθανότατα εξαιτίας διάφορων υποκείμενων παθήσεων, δεν συνεπάγεται αυτόματα και ότι ο εν λόγω ασθενής δεν μπορεί να κλάψει.
Η ανθρώπινη εμπειρία προφανώς και μας προσφέρει άφθονα παραδείγματα σχετικά με τα αίτια που προκαλούν αυτήν την αντίδραση, βάσει των οποίων μάλιστα τα δάκρυα —και κατά συνέπεια το κλάμα— κατατάσσονται σε δύο διακριτές κατηγορίες: τα αντανακλαστικά δάκρυα και τα δάκρυα των συναισθημάτων. Ας εξετάσουμε κάθε κατηγορία ξεχωριστά.
Τα λεγόμενα αντανακλαστικά δάκρυα προκύπτουν κυρίως σε περιπτώσεις διατάραξης της επιφάνειας των οφθαλμών. Είναι, επομένως, τα δάκρυα που υγραίνουν το πρόσωπό μας όταν μπαίνει αυτό το περίφημο σκουπιδάκι, αλλά και όταν καθαρίζουμε κρεμμύδια, καθώς τα ευωδιαστά αυτά λαχανικά, με την καταστροφή των κυττάρων τους κατά τη διαδικασία του καθαρισμού, εκπέμπουν προπανοθειοδιοξείδιο, ουσία που αντιδρά με το υγρό των ματιών, προκαλώντας ερεθισμό. Αντίστοιχη διαδικασία έχουμε και με την κατανάλωση πικάντικων φαγητών. Πόνος στο πρόσωπο μπορεί, επίσης, να προκαλέσει αντανακλαστική έκκριση δακρύων.

Παρά ταύτα, δεν θα ήταν άτοπο το να πει κανείς ότι τα δάκρυα και το κλάμα έχουν συνδεθεί —και ως εκ τούτου «δαιμονοποιηθεί», χάρη στη σύνδεση αυτή— με το ανθρώπινο συναίσθημα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η σύνδεση αυτή είναι μοναδική στο ανθρώπινο είδος, με τους δακρυϊκούς μας πόρους να μην αποτελούν μονάχα εκφορητική οδό των δακρύων, αλλά και των συναισθημάτων μας. Ο ακριβής μηχανισμός, εντούτοις, πίσω από αυτήν την ξεχωριστή συσχέτιση, παραμένει κρυμμένο στην ομίχλη της άγνοιας της ιατρικής κοινότητας. Η ανατομία μπορεί ως ένα σημείο να μας διαφωτίσει, καθώς η έντονη νεύρωση των δακρυϊκών αδένων από το παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα, το οποίο και συνδέεται κυρίως με τη χαλάρωση του οργανισμού και την εξοικονόμηση της ενέργειας αυτού, καθιστά εμφανή την αίσθηση ασφάλειας, η οποία αποτελεί ικανή και αναγκαία συνθήκη για τη συναισθηματική μας αυτή έκφραση.
Μια θεωρία υποστηρίζει ότι τα δάκρυά αυτά προέκυψαν μάλλον ως μια ασυνείδητη μορφή συναισθηματικής «χειραγώγησης», σε συνέχεια της επικοινωνίας που διατηρούμε στην αρχή της ζωή μας, η οποία και αποσκοπεί στην άμεση κάλυψη των αναγκών μας, καθώς τα υγραμένα μάτια υπογραμμίζουν την ανάγκη μας για συναισθηματική υποστήριξη, ωθώντας τους εξωτερικούς παράγοντες να προβούν σε άμεση βοήθεια. Μια διαφορετική, πάλι, υπόθεση αναγνωρίζει τη μοναδική συνεισφορά των δακρύων στη συναισθηματική εκτόνωση του ατόμου, οπότε και ο προκείμενος μηχανισμός στοχεύει και πάλι στην κάλυψη των συναισθηματικών μας αναγκών, μετατοπίζοντας, βέβαια, αυτήν τη φορά την εστίαση στον εφησυχασμό του ίδιου του ατόμου και όχι σε έκκληση βοήθειας από αυτούς που το περιβάλλουν.
Επιτρέπουμε, εν τέλει, στον εαυτό μας να ποτίσει τα δάκρυά μας με συναίσθημα; Παρά την εγγενή της παρουσία στον οργανισμό, η αντανακλαστική αυτή άμυνα επηρεάζεται μοναδικά από παράγοντες που συνδέονται με συνειδητές διεργασίες, διαμορφώνοντας μια μοναδική γέφυρα ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο, όπως και έναν φαινομενικό έλεγχο πάνω στον μηχανισμό. Οι ηθοποιοί εκπαιδεύονται, έτσι ώστε να μπορούν να κλάψουν την κατάλληλη στιγμή στην πορεία της ερμηνείας τους. Οι πολιτισμικές μας πεποιθήσεις καθορίζουν συχνά τις συνθήκες στις οποίες επιτρέπεται να φανερώσουμε την κοινή μας ευαλωτότητα, με στοιχεία της ταυτότητάς μας, όπως το φύλο και η ηλικία, να προστάζουν συνήθως τον βαθμό της εκδηλωτικότητάς μας. Ποιος άλλωστε δεν έχει ακούσει τη φράση «οι άντρες δεν κλαίνε»; Ο «έλεγχος» αυτός πάλι, φαίνεται να αδυνατεί σε συνθήκες, όπως η αϋπνία και η κούραση, ενώ συχνά εξαφανίζεται σε περιπτώσεις διαταραχής της ψυχικής υγείας, για παράδειγμα η συναισθηματική δυσρυθμία. Ο σωματικός πόνος μπορεί, επίσης, να μας ωθήσει να υπερβούμε τα όποια εμπόδια έχουμε θέσει στη συναισθηματική μας έκφραση, σε μια προσπάθεια καταπραϋντικής ανακούφισής μας.

Πότε, ωστόσο, η φαινομενική αυτή συναισθηματική ανακούφιση αποτελεί μια κραυγή του οργανισμού μας για βοήθεια; Η περίπτωση των αντανακλαστικών δακρύων σηματοδοτεί, φυσικά, την παρουσία ξένου αντικειμένου στον οφθαλμό (το σκουπιδάκι που λέγαμε παραπάνω), και σε πιο σοβαρές περιπτώσεις την πρόκληση σοβαρού τραυματισμού σε αυτόν. Εντονότερη ανησυχία προκαλεί η περίπτωση στην οποία τα δάκρυα αποτελούν προοίμιο εγκεφαλικού επεισοδίου, ιδιαίτερα σε περίπτωση που συνοδεύεται από απώλεια της όρασης. Αντίστροφα, απουσία δακρύων προκύπτει από δομική ή/και λειτουργική βλάβη των δακρυϊκών αδένων, ενώ συνδέεται συνήθως και με το αυτοάνοσο σύνδρομο Sjorgen. Η ελάττωση των δακρύων, από την άλλη, αναμένεται φυσιολογικά με τη γήρανση.
Έχοντας αποκτήσει πια μια βαθύτερη κατανόηση του μηχανισμού αυτού, μπορεί κανείς να εκτιμήσει περισσότερο την αξία του. Το κλάμα αποτελεί μία ακόμη απόδειξη της προσπάθειας, αλλά και της τεράστιας ικανότητας του οργανισμού μας να μας εξασφαλίσει όχι μόνο την επιβίωση, αλλά κυρίως την ευεξία. Γι’ αυτό, λοιπόν, τα δάκρυά μας ας χαίρουν από δω και στο εξής τον ίδιο σεβασμό και εκτίμηση όπως και όλοι οι υπόλοιποι προστατευτικοί μηχανισμοί του οργανισμού μας. Δεν χρειάζεται να ντρεπόμαστε για την ευαλωτότητά μας. Αντίθετα, ας διαβούμε άφοβα αυτήν τη μοναδική γέφυρα ανάμεσα στο ασυνείδητο και το συνειδητό. Ας διαβούμε αυτό το ποτάμι γεμάτο δάκρυα…
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Crying, Cleveland Clinic, διαθέσιμο εδώ
- The neurobiology of human crying, National Library of Medicine, διαθέσιμο εδώ