Της Αριστέας-Ελένης Παπαθανασίου,
Η κυριότερη έγνοια του ελληνικού δικαίου ήταν και είναι η ολοένα και αμεσότερη και αποτελεσματικότερη απονομή της δικαιοσύνης με τη μείωση του χρόνου εκδίκασης των υποθέσεων και έκδοσης των δικαστικών αποφάσεων. Στο πλαίσιο αυτό άρχισαν να υιοθετούνται εξωδικαστικοί τρόποι επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, οι οποίοι προσφέρουν άμεσες και γρήγορες λύσεις στις διαφορές μεταξύ των ιδιωτών.
Η διαμεσολάβηση, ως ένας τρόπος επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, έχει τις ρίζες της σε παλαιότερες μορφές εναλλακτικής επίλυσης διαφορών (ADR – Alternative Dispute Resolution). Αν και η έννοια της διαμεσολάβησης υπάρχει από αρχαίους χρόνους σε πολλές κοινωνίες, ο τρόπος που την κατανοούμε και την εφαρμόζουμε σήμερα, με τη συμμετοχή ενός ουδέτερου τρίτου μέρους που βοηθά τα μέρη να βρουν μια κοινά αποδεκτή λύση, αναπτύχθηκε περισσότερο τον 20ό αιώνα.
Η διαμεσολάβηση όπως τη γνωρίζουμε σήμερα πήρε σημαντική ώθηση και αναγνώριση στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 1970, κυρίως στη Νέα Υόρκη. Η Νέα Υόρκη υπήρξε ο πρώτος μεγάλος τόπος εφαρμογής της διαμεσολάβησης ως εναλλακτική λύση αντί για την παραδοσιακή δικαστική διαδικασία. Στην αρχή η διαμεσολάβηση εφαρμόστηκε κυρίως σε οικογενειακές υποθέσεις και διαφορές γειτόνων. Μέσα από αυτή τη διαδικασία η ιδέα αυτής της εθελοντικής και λιγότερο δαπανηρής λύσης για τις διαφορές των ανθρώπων έγινε πολύ δημοφιλής. Η Νέα Υόρκη ήταν επίσης ο τόπος που ιδρύθηκαν οι πρώτοι οργανισμοί διαμεσολάβησης και εκδόθηκαν οι πρώτοι κανονισμοί που καθόρισαν τη διαδικασία καθώς και την εκπαίδευση των διαμεσολαβητών. Η εφαρμογή της διαμεσολάβησης σε ιδιωτικές διαφορές, και μάλιστα σε εμπορικές υποθέσεις, επεκτάθηκε γρήγορα και σε άλλες πολιτείες των ΗΠΑ. Η επιτυχία αυτής της προσέγγισης οδήγησε στην εξάπλωσή της και σε άλλες χώρες, και σήμερα η διαμεσολάβηση είναι μια ευρέως αναγνωρισμένη και σε πολλές περιπτώσεις υποχρεωτική διαδικασία για την επίλυση διαφορών, τόσο σε εμπορικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο.

Η διαμεσολάβηση ήρθε στην Ελλάδα κυρίως κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών του 20ού αιώνα και των αρχών του 21ου, ως μέρος της ευρύτερης τάσης για την ενίσχυση της εναλλακτικής επίλυσης διαφορών (ADR) στην Ευρώπη αλλά και διεθνώς. Η εφαρμογή της διαμεσολάβησης στην Ελλάδα συνδέεται με την ανάγκη εκσυγχρονισμού του νομικού συστήματος και τη μείωση του φόρτου των δικαστηρίων. Αρχικά εφαρμόστηκε κυρίως σε οικογενειακές υποθέσεις (διαζύγια και διατροφές) καθώς και σε υποθέσεις που αφορούσαν τις σχέσεις μεταξύ γειτόνων ή καταναλωτών και επιχειρήσεων. Με την πάροδο του χρόνου η χρήση της επεκτάθηκε και σε εμπορικές και εργασιακές διαφορές.
Η πιο σημαντική νομοθετική εξέλιξη στον τομέα της διαμεσολάβησης στην Ελλάδα έγινε το 2010 με τον νόμο 3898/2010, ο οποίος εισήγαγε τη διαδικασία αυτή σε ιδιωτικές διαφορές σε συμφωνία με τις κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις διεθνείς πρακτικές. Ο νόμος αυτός καθόριζε τις διαδικασίες, τους κανόνες και τις απαιτήσεις για την εφαρμογή της διαμεσολάβησης, προσφέροντας νομική στήριξη και ενθαρρύνοντας τη χρήση της. Η εφαρμογή της διαμεσολάβησης στην Ελλάδα ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο με τον νόμο 4512/2018 (Ρυθμίσεις για την εφαρμογή των Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής και άλλες διατάξεις), ο οποίος έθεσε σε εφαρμογή την υποχρεωτική διαμεσολάβηση για κάποιες κατηγορίες υποθέσεων με συγκεκριμένες ρυθμίσεις σχετικές με το θεσμό της διαμεσολάβησης, όπως οι εμπορικές διαφορές, με στόχο τη μείωση του αριθμού των δικαστικών υποθέσεων και τη διευκόλυνση της ταχύτερης και λιγότερο δαπανηρής επίλυσης διαφορών. Αν και η διαμεσολάβηση στην Ελλάδα παραμένει μια σχετικά νέα διαδικασία, η αποδοχή της αυξάνεται με τη διαρκή προώθησή της, την αύξηση των εκπαιδευμένων διαμεσολαβητών καθώς και των ειδικών οργανισμών που παρέχουν υπηρεσίες διαμεσολάβησης.
Η προτίμηση της διαμεσολάβησης αντί της δικαστικής οδού δεν είναι τυχαία. Αντιθέτως ο εν λόγω εναλλακτικός τρόπος επίλυσης διαφορών προσφέρει αρκετά πλεονεκτήματα σε σχέση με την παραδοσιακή δικαστική διαδικασία. Η διαδικασία της διαμεσολάβησης συνήθως διαρκεί πολύ λιγότερο από τη δικαστική διαδικασία. Τα μέρη μπορούν να βρουν λύση σε λίγες μόνον εβδομάδες ή μήνες, ενώ η εκδίκαση της υπόθεσης σε δικαστήριο μπορεί να πάρει χρόνια. Το γεγονός αυτό καθιστά τη διαμεσολάβηση λιγότερο δαπανηρή σε σχέση με την παραδοσιακή δικαστική διαδικασία. Δεν απαιτεί πολλές νομικές διαδικασίες και τα κόστη συνήθως περιορίζονται στις αμοιβές των διαμεσολαβητών και των τυχόν νομικών συμβούλων. Σε αντίθεση με τις δημόσιες δικαστικές διαδικασίες, η διαμεσολάβηση είναι εμπιστευτική. Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας δεν γίνονται δημόσιες, κάτι που μπορεί να είναι σημαντικό για τα μέρη που επιθυμούν να προστατεύσουν την προσωπική τους ζωή ή τις εμπορικές τους σχέσεις.
Τα μέρη έχουν μεγαλύτερο έλεγχο πάνω στη διαδικασία και το αποτέλεσμα. Αντί να αφήνουν την απόφαση στην κρίση ενός δικαστή, έχουν τη δυνατότητα να συνεργαστούν και να βρουν μια λύση που ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες και τα συμφέροντά τους, ενώ παράλληλα εξυπηρετείται ο στόχος των μερών για την αποκατάσταση ή τη διατήρηση των σχέσεων τους, ειδικά σε περιπτώσεις οικογενειακών ή εμπορικών διαφορών. Αντί να «φθείρει» τις σχέσεις τους, όπως θα έκανε μια δικαστική διαμάχη, η διαμεσολάβηση ενθαρρύνει την επικοινωνία και τη συνεργασία, κάτι που μπορεί να διασφαλίσει μια πιο ειρηνική συμβίωση ή συνεργασία στο μέλλον. Αντί να ενισχύει τη σύγκρουση μεταξύ των μερών, η διαμεσολάβηση προάγει τη συνεργασία και την κατανόηση. Οι διαμεσολαβητές δεν παίρνουν θέση υπέρ κανενός, αλλά βοηθούν τα μέρη να κατανοήσουν τις θέσεις του άλλου και να βρουν αυτά λύση. Τέλος, επειδή η συμφωνία στη διαμεσολάβηση συνήθως επιτυγχάνεται από τα μέρη που τη διαπραγματεύονται, αυτά είναι πιο πιθανό να τηρούν τη συμφωνία και να συμμορφώνονται με τους όρους της σε αντίθεση με τις αποφάσεις ενός δικαστηρίου, οι οποίες μπορεί να μην ανταποκρίνονται στις πραγματικές τους ανάγκες.

Αξίζει να επισημανθεί στο σημείο αυτό ότι εκτός από τη διαμεσολάβηση υπάρχουν και άλλοι τρόποι εναλλακτικής επίλυσης διαφορών (ADR), οι οποίοι προσφέρουν διαφορετικές μεθόδους για την επίλυση των διαφορών, χωρίς προσφυγή στα δικαστήρια. Μεταξύ αυτών οι σημαντικότερες είναι η διαιτησία και ο συμβιβασμός. Στη διαιτησία ένα ή περισσότερα ανεξάρτητα άτομα (διαιτητές) αποφασίζουν για τη διαφορά, όπως θα έκανε το δικαστήριο. Η απόφαση της διαιτησίας είναι δεσμευτική για τα μέρη και μπορεί να εφαρμοστεί όπως και μια δικαστική απόφαση. Η διαιτησία είναι συχνά πιο επίσημη από τη διαμεσολάβηση και χρησιμοποιείται συνήθως σε εμπορικές ή εργασιακές διαφορές. Η συμβιβαστική διαδικασία (συμβιβασμός) είναι παρόμοια με τη διαμεσολάβηση, αλλά ο διαμεσολαβητής ή ο σύμβουλος που εμπλέκεται μπορεί να έχει πιο ενεργό ρόλο στην πρόταση λύσεων. Ο ρόλος του συμβιβαστή είναι να διευκολύνει τη διαδικασία, να αναλύσει τις θέσεις των μερών και να προτείνει λύσεις για να βρουν κοινό έδαφος. Η συμβιβαστική διαδικασία είναι λιγότερο τυποποιημένη και πιο ευέλικτη από τη διαμεσολάβηση.
Κλείνοντας, τονίζουμε ότι κύριος στόχος όλων αυτών των μεθόδων είναι να προσφέρουν πιο γρήγορες, λιγότερο δαπανηρές και πιο ευέλικτες λύσεις από την παραδοσιακή δικαστική διαδικασία, ενώ παράλληλα ενισχύουν την επικοινωνία και τη συνεργασία μεταξύ των εμπλεκομένων. Κάθε μέθοδος έχει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά της ανάλογα με τη φύση της διαφοράς και τις ανάγκες των μερών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ρυθμίσεις για την εφαρμογή των Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων του προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής και άλλες διατάξεις, forin.gr, διαθέσιμο εδώ
- ν. 3898/2010: διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, διαθέσιμος εδώ