10.1 C
Athens
Πέμπτη, 6 Μαρτίου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΜερικές ακόμα σκέψεις για την έμμεση αυτουργία

Μερικές ακόμα σκέψεις για την έμμεση αυτουργία


Του Νίκου Αντωνάκη, 

Σε προηγούμενο άρθρο μου είχα προσδιορίσει και αναλύσει τη λεγόμενη εμβαλωματική λειτουργία της έμμεσης αυτουργίας, όπως αυτή προκύπτει από επί μέρους διατάξεις του ποινικού μας κώδικα. Για παράδειγμα, τον θεσμό της έμμεσης αυτουργίας αναγνωρίζει το άρθρο 49 παρ. 1 περ. β’, εισάγοντας απόκλιση από το εξαρτημένο σύστημα συμμετοχής που καθορίζουν τα άρθρα 46 παρ. 1 και 47 του ΠΚ. Σημειώνεται εδώ ότι, κατά την ορθότερη άποψη, το άρθρο 48 τίποτε καινούριο δεν έχει να μας προσφέρει σχετικά με τους ορισμούς της συμμετοχικής ευθύνης, αφού η ερμηνεία του εξαρτάται εμμέσως πλην σαφώς από τις ρυθμίσεις των δύο προηγούμενων άρθρων. Τι είναι όμως αυτό που ανάγκασε τον νομοθέτη να αναγνωρίσει τον θεσμό της έμμεσης αυτουργίας και κυρίως γιατί αποκλείεται στο ελληνικό δίκαιο η υιοθέτηση της κύριας λειτουργίας της τελευταίας;

Ξεκινώντας από το πρώτο ερώτημα, έχει κανείς να παρατηρήσει τα εξής: Η άκρατη υιοθέτηση του συστήματος της περιορισμένης αντικειμενικής εξάρτησης έχει δημιουργήσει ορισμένα κενά στο ποινικό μας σύστημα, τα οποία δεν θα μπορούσαν να καλυφθούν χωρίς την επιστράτευση του θεσμού της έμμεσης αυτουργίας. Για παράδειγμα, λαμβάνοντας υπόψη ένα γνήσιο ιδιαίτερο έγκλημα, όπως αυτό της κατάχρησης εξουσίας (239 ΠΚ), ο ανακριτής Α που θα έπειθε τον ιδιώτη Β να υποβάλει σε βασανιστήρια τον κρατούμενο Γ προκειμένου να αποσπάσει την ομολογία του θα έπρεπε να μείνει ατιμώρητος, αφού δεν θα υπήρχε καν άδικη πράξη εκ μέρους του Β, προκειμένου να μιλήσει κανείς για συμμετοχική ευθύνη του Α, η οποία έχει, όπως γνωρίζουμε, παρακολουθηματικό χαρακτήρα. Και τούτο, καθώς ο Β δε διαθέτει την ιδιότητα του ανακριτικού υπαλλήλου. Για το λόγο αυτό, με βάση τη ρύθμιση του άρθρου 49 παρ. 1 περ. β’, ο ανακριτής Α θα θεωρηθεί εδώ ως έμμεσος αυτουργός του εγκλήματος της κατάχρησης εξουσίας, ενώ ο ιδιώτης Β ως άμεσος συνεργός αυτού. Φαίνεται λοιπόν εκ της ρυθμίσεως αυτής ότι ο ΠΚ στο σημείο αυτό προέβη σε μια σημαντική απόκλιση από το σύστημα της περιορισμένης εξάρτησης, καθιερώνοντας ένα είδος πλάσματος δικαίου.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Pixabay

Είναι ωστόσο αναγκαίο να δεχτούμε μόνο την εμβαλωματική λειτουργία της έμμεσης αυτουργίας; Δεν μπορεί άραγε στο ελληνικό δίκαιο να υιοθετηθεί η κύρια λειτουργία αυτής; Η κρατούσα γνώμη στην ελληνική ποινική επιστήμη υποστηρίζει ότι στον βαθμό που λειτουργεί το ισχύον σε εμάς σύστημα εξάρτησης, ο θεσμός της έμμεσης αυτουργίας περιττεύει. Κατά την απολύτως αντίθετη και μειοψηφούσα γνώμη καμία ρύθμιση στον ελληνικό ποινικό κώδικα δεν αποκλείει την επέκταση της κατασκευής αυτής. Αυτό ισχύει φυσικά κατά μείζονα λόγο για όσους απαιτούν η πράξη του φυσικού αυτουργού να είναι και δόλια προκειμένου να υπάρξει σε σχέση με αυτήν συμμετοχική ευθύνη. Ξεκινώντας από τη δεύτερη άποψη, ισχύει πως καμία διάταξη στον ελληνικό ΠΚ δεν οριοθετεί την έννοια της αυτουργίας, σε αντίθεση με ό,τι ισχύει στο γερμανικό δίκαιο.

Η άποψη ότι το άρθρο 45 ΠΚ υιοθετεί την τυπική-αντικειμενική θεωρία για την αυτουργική πράξη δεν μπορεί να θεωρηθεί απόλυτα ακριβής. Το εν λόγω άρθρο, καθιερώνοντας την ευθύνη των συναυτουργών, δεν έχει τίποτα να μας προσφέρει σε σχέση με την έννοια της ξέχωρης αυτουργικής πράξης. Και τούτο καθώς αυτό προβλέπει και τιμωρεί την από κοινού και με κοινό δόλο τέλεση της πράξης, χωρίς να ορίζει τίποτα περαιτέρω για το ποια πράξη θεωρείται αυτουργική. Εξάλλου, η σημασία του άρθρου 45 ΠΚ έγκειται στο ότι ορίζει ουσιαστικά πως καθένας τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης, ακόμα και αν τέλεσε το ήμισυ της πράξης, εφόσον είχε κοινό δόλο με τον άλλο ή τους άλλους συναυτουργούς. Άλλως, η ρύθμιση θα ήταν περιττή στην περίπτωση που καθένας εκ των συναυτουργών θα πραγμάτωνε ολόκληρη την αντικειμενική υπόσταση συγκεκριμένου εγκλήματος, αφού τότε θα λειτουργούσαν εξάλλου οι αυτουργικές ποινές που προβλέπουν τα επί μέρους εγκλήματα του ειδικού μέρους του ΠΚ. Αυτό που θέλω να πω, δηλαδή, είναι ότι το 45 ΠΚ περισσότερο προσφέρει ένα επιχείρημα για την ένταξη του δόλου στο χώρο του αδίκου (αφού ο κοινός δόλος των συναυτουργών συμπροσδιορίζει και αναπληρώνει το μειωμένο άδικο του καθενός στην περίπτωση που καθένας τους τελεί ένα τμήμα της αντικειμενικής υπόστασης) παρά για την έννοια της αυτουργίας.

Εξάλλου, είναι αλήθεια ότι αν ο νομοθέτης ήθελε να ορίσει ποιος είναι αυτουργός και ποιος όχι, θα το έπραττε με ξεχωριστή ρύθμιση, όπως έκανε και ο γερμανικός ΠΚ. Βέβαια, θα μπορούσε εδώ να αντιτεθεί το επιχείρημα πως, ακριβώς επειδή ο θεσμός της έμμεσης αυτουργίας δεν αναγνωρίζεται γενικώς, χρειάστηκε αυτός να προβλεφθεί με ειδική διάταξη. Προσεκτικότερη όμως κατανόηση και μελέτη της γερμανικής ποινικής επιστήμης και νομολογίας αποκαλύπτει πως η κατασκευή της έμμεσης αυτουργίας αναγνωριζόταν τόσο από τη θεωρία όσο και από τη νομολογία από παλιά, και απλώς αναγνωρίστηκε και στον γερμανικό ΠΚ νομοθετικά. Εξάλλου, εμβαθύνοντας κανείς και στην ελληνική νομολογία, αναγνωρίζει κανείς ότι η έμμεση αυτουργία δεν είναι τόσο ξένη στην ελληνική ποινική πραγματικότητα όσο νομίζουμε. Στην υπόθεση, λόγου χάρη, με τα τηγανόψωμα δεν θα μπορούσε κανείς να αρνηθεί τον αυτουργικό χαρακτήρα των πράξεων της γυναίκας που παρασκεύασε τα τηγανόψωμα ρίπτοντας μέσα σε αυτά δηλητήριο, οδηγώντας έτσι, μέσω τρίτου προσώπου που τα προσέφερε στα υποψήφια θύματα, στον θάνατό τους. Εδώ η πράξη του τρίτου, αν υιοθετήσει κανείς τη θεωρία της εξωτερικής αμέλειας, δεν θα ήταν καν αρχικά άδικη. Χωρίς λοιπόν τον θεσμό της έμμεσης αυτουργίας, εδώ θα αναγνωρίζαμε συμμετοχή σε διάταξη που δεν πραγματώνει καν την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος!

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Rosemary Ketchum

Φυσικά, τα πράγματα είναι έτσι σε περίπτωση που ο φυσικός αυτουργός δρα από αμέλεια. Αν τώρα δρα με δόλο, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για έμμεση αυτουργία, αφού δεν υπάρχει η απαραίτητη για τη συγκρότηση της τελευταίας έννοια της «οργανοποίησης» του φυσικού αυτουργού. Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση που ο φυσικός αυτουργός δρα από αμέλεια, πλην όμως ο συμμέτοχος και δη ηθικός αυτουργός θεωρεί ότι ενεργεί δολίως. Ούτε στην περίπτωση αυτή, κατά τη γνώμη μου, μπορεί να θεωρηθεί ο φυσικός αυτουργός όργανο του έμμεσου αυτουργού. Είναι αλήθεια πάντως ότι διευρυμένη εφαρμογή του θεσμού της έμμεσης αυτουργίας μπορεί να οδηγήσει σε αυθαιρεσίες και ανατροπή του ισχύοντος συστήματος της περιορισμένης εξάρτησης. Τίποτε όμως αρνητικό δεν θα είχε μια –μελλοντικά- περιορισμένη νομοθετική κατοχύρωσή της σε ειδική και ξέχωρη διάταξη του ποινικού μας κώδικα. Εξάλλου, ήδη πολλές από τις περιπτώσεις που αντιμετωπίζουμε ως αμεσοαυτουργικές (πολλές φορές κατ’ εφαρμογή θεωριών αιτιότητας) δεν παύουν στην πραγματικότητα να αποτελούν εμμέσως πλην σαφώς περιπτώσεις έμμεσης αυτουργίας.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Νικόλαου Ε. Μπιτζιλέκη, Η συμμετοχική πράξη, Εκδόσεις Σάκκουλα, 1990
  • Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι / Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Ποινικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, Νομική Βιβλιοθήκη, 2022
  • Χρίστος Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, Π.Ν. Σάκκουλας, 2020

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Νίκος Αντωνάκης
Νίκος Αντωνάκης
Είναι φοιτητής στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ. Του αρέσει ιδιαίτερα η ενασχόληση με τον τομέα του Αστικού Δικονομικού και Εργατικού Δικαίου, ενώ στον ελεύθερό του χρόνο επιδιώκει την ανάγνωση συγγραμμάτων και μελετών με σκοπό την περαιτέρω εξειδίκευσή του στους κλάδους αυτούς.