Της Αλεξάνδρας Βαλληνδρά,
Εντονότατα έχει απασχολήσει τα τελευταία χρόνια την κοινή γνώμη και ιδίως τους επιστήμονες του διεθνούς δικαίου το ζήτημα της έννοιας της ανθρωπότητας και της θέσης της στο διεθνές δίκαιο. Οι πολεμικές συρράξεις και οι συνακόλουθες διεθνείς κρίσεις, έχουν επαναφέρει στο προσκήνιο, μετά από αρκετό καιρό, το επίμονο ερώτημα αν και κατά πόσον η ανθρωπότητα (την οποία θα επιχειρήσουμε να ορίσουμε ως έννοια παρακάτω) θα μπορούσε, ενδεχομένως, να αποτελέσει υποκείμενο του διεθνούς δικαίου. Ενόψει των έντονων διαφωνιών που επικρατούν στην επιστήμη ως προς το ερώτημα – που σημειωτέον μέχρι και σήμερα παραμένει αναπάντητο – αλλά και της σημασίας που έχει αποκτήσει στο πλαίσιο των αλλεπάλληλων διεθνών κρίσεων, αξίζει νομίζω να προσπαθήσουμε να το εξετάσουμε διεξοδικότερα και να επιχειρήσουμε την εύρεση πειστικών απαντήσεων.
Οι δυσκολίες του εγχειρήματός μας ξεκινούν ήδη από την εύρεση ενός, τουλάχιστον ικανοποιητικού, ορισμού της ανθρωπότητας. Σε γενικότερο πλαίσιο και λαμβάνοντας υπόψιν ότι δεν έχει δοθεί μέχρι στιγμής ένας αμιγώς νομικός ορισμός της έννοιας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται τελικά για μία υπερ-κρατική και υπερεθνική οντότητα που περιλαμβάνει όλες ανεξαιρέτως τις γενιές ανθρώπων (προηγούμενες, τωρινές, μελλοντικές). Και το πιο κρίσιμο εδώ είναι ότι δεν είναι απλώς μία υπερεθνική οντότητα (όπως παραδείγματος χάριν ο ΟΗΕ). Η διαφορά βρίσκεται στο ότι ενώ στον ΟΗΕ μετέχουν, εμμέσως βέβαια, οι πολίτες των κρατών που συνιστούν μέλη του (σήμερα αριθμεί περί τα 194 μέλη), στην ανθρωπότητα εντάσσονται όλοι οι άνθρωποι από τη γέννησή τους ανεξαρτήτως του αν έχουν δεσμούς υπηκοότητας με κάποιο κράτος. Συνέπεια των παραπάνω είναι ότι η συμμετοχή στον ΟΗΕ (που τίθεται ως παράδειγμα ακριβώς λόγω του ότι σχεδόν όλα τα κράτη του κόσμου αποτελούν πλέον μέλη του) γίνεται σε επίπεδο κράτους και εξασφαλίζει την προστασία μόνον όσων ανθρώπων συνδέονται με δεσμούς υπηκοότητας με κάποιο κράτος, ενώ η συμμετοχή στην ανθρωπότητα γίνεται σε επίπεδο ατόμου, με την έννοια ότι εντάσσονται σε αυτή όλοι οι άνθρωποι μόνο και μόνο επειδή είναι άνθρωποι.
Στην ανθρωπότητα τίθεται στο επίκεντρο ο άνθρωπος υπό αυτή και μόνον αυτή την ιδιότητά του και όχι οι πολιτικές και θρησκευτικές του πεποιθήσεις, το φύλο, η εθνικότητα ή άλλα στοιχεία προσδιοριστικά της ταυτότητάς του. Μάλιστα εδώ φαίνεται καθαρότερα η ουσιώδης διαφορά μεταξύ του δεσμού του πολίτη με το κράτος υπηκοότητάς του και του ανθρώπου με την ανθρωπότητα. Η έννοια της ανθρωπότητας είναι σαφώς ευρύτερη της υπηκοότητας και συνεπώς προστασία της ανθρωπότητας εν όλω σημαίνει προστασία χωρίς όρους και προϋποθέσεις όλων των ανθρώπων που έχουν γεννηθεί ή θα γεννηθούν μελλοντικά. Η ιδιότητα επιπλέον του πολίτη ενός κράτους μπορεί υπό προϋποθέσεις να αφαιρεθεί, ενώ η ιδιότητα του ανθρώπου ως μέλους της ανθρωπότητας δεν μπορεί ποτέ και σε καμία περίπτωση να απωλεσθεί. Το σύνολο των κρατών του κόσμου και επομένως υπερεθνικοί οργανισμοί, όπως ο ΟΗΕ, δεν προστατεύουν, δεν αντιπροσωπεύουν και ούτε δικαιούνται να αντιπροσωπεύουν ολόκληρη την ανθρωπότητα.

Μία ακόμη πολύ σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο δεσμών που προαναφέρθηκαν – κι εδώ βρίσκεται ο πυρήνας του προβλήματος που εξετάζουμε – είναι ότι η υπηκοότητα είναι μία έννοια σαφώς ορισμένη και αναγνωρισμένη από τη νομική επιστήμη. Η υπηκοότητα είναι ο νομικός δεσμός, ο οποίος συνδέει ένα κράτος με τους πολίτες του, οι οποίοι κατ’ αυτόν τον τρόπο καθίστανται φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έναντι του συγκεκριμένου κράτους αλλά και έναντι των διεθνών οργανισμών στους οποίους αυτό εντάσσεται. Στη διεθνή έννομη τάξη τα κράτη είναι τα υπερ-υποκείμενα του διεθνούς δικαίου και συνακόλουθα οι πολίτες καθίστανται φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του διεθνούς δικαίου έμμεσα (μέσω των κρατών τους). Αντιθέτως η ανθρωπότητα, όπως σημειώθηκε προηγουμένως, δεν έχει ακόμα αναγνωρισθεί επίσημα ως υποκείμενο του διεθνούς δικαίου. Αυτό σημαίνει ότι η ανθρωπότητα, το σύνολο δηλαδή των κρατών, λαών και ατόμων, δεν έχει ακόμα αποκτήσει νομική σημασία για το διεθνές δίκαιο και δεν αποτελεί μέχρι στιγμής φορέα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Εδώ όμως ανακύπτει μία σειρά προβλημάτων και συναφών ερωτημάτων. Το σημαντικότερο από αυτά είναι, δίχως άλλο, τι θα συμβεί στην περίπτωση που κάποιοι άνθρωποι για οποιονδήποτε λόγο, δεν έχουν δεσμούς υπηκοότητας με κάποιο κράτος, ώστε μέσω αυτού να τυγχάνουν προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους. Και ευρύτερα: σε περιπτώσεις επιβολής ανελεύθερων και ολοκληρωτικών καθεστώτων ή έκτακτων καταστάσεων, όπως οι πολεμικές συρράξεις, πώς μπορούν να παρασχεθούν εγγυήσεις ότι τα επιβαλλόμενα καθεστώτα θα αναγνωρίζουν κάθε άνθρωπο ως φορέα θεμελιωδών και απαραβίαστων δικαιωμάτων; Πώς θα εξασφαλισθεί ότι δεν θα θέτουν για παράδειγμα δικά τους κριτήρια και δεν θα κάνουν διακρίσεις ως προς το ποιες ομάδες ανθρώπων θα μπορούν να απολαμβάνουν αυτά τα δικαιώματα, καθιστώντας άλλους ανθρώπους ευάλωτους σε κατάφωρες παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους;
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε στο πλαίσιο αυτό, ότι το ναζιστικό καθεστώς του Χίτλερ (εκλεγμένο από το γερμανικό Reichstag) είχε ψηφίσει τους επονομαζόμενους Νόμους της Νυρεμβέργης (1935) περί γερμανικής υπηκοότητας και προστασίας του γερμανικού αίματος, δημιουργώντας μία έννομη τάξη εντός της οποίας φορείς δικαιωμάτων ήταν μόνον όσοι είχαν τη γερμανική υπηκοότητα και διαμορφώνοντας τις κατάλληλες συνθήκες για μία «νομιμοποιημένη» παραβίαση των δικαιωμάτων όλων των υπολοίπων ανθρώπων και ιδίως των Εβραίων με απάνθρωπες και εγκληματικές ενέργειες. Στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αναδύθηκε λοιπόν για πρώτη φορά η έννοια του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας. Με την περίφημη Δίκη της Νυρεμβέργης το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο καταδίκασε τους πρωτεργάτες του Ναζιστικού κινήματος για τη διάπραξη εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας. Έτσι οι μη Γερμανοί παρά τους νόμους περί γερμανικής υπηκοότητας που ίσχυαν κατά την τέλεση των εγκλημάτων από τους Ναζί, θεωρήθηκαν αναδρομικώς φορείς θεμελιωδών δικαιωμάτων και πρωτίστως αυτού της αξίας του Ανθρώπου. Το παράδειγμα αυτό αποδεικνύει πανηγυρικά ότι σε ανελεύθερα και ολοκληρωτικά καθεστώτα δημιουργούνται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο οι προϋποθέσεις για ευνοϊκή μεταχείριση ομάδων ανθρώπων εις βάρος των υπολοίπων και καταδεικνύει τη σημασία που έχει η έννοια της ανθρωπότητας ως συνεκτικού δεσμού που συνδέει όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως ταυτότητας ή άλλων στοιχείων και τους εξασφαλίζει ορισμένα θεμελιώδη και απαραβίαστα δικαιώματα. Φυσικά οι συναφείς συζητήσεις διατηρούν την επικαιρότητά τους μέχρι και σήμερα ενόψει των πολεμικών συρράξεων που εκτυλίσσονται στον κόσμο.
Ένα άλλο ερώτημα που ανακύπτει σχετικά με την ανθρωπότητα ως φορέα του διεθνούς δικαίου αφορά στην εκμετάλλευση των λεγόμενων Πάνδημων Χώρων (ή αλλιώς των Global Commons). Οι Πάνδημοι Χώροι είναι ζώνες που βρίσκονται πέραν της κρατικής κυριαρχίας. Αυτό σημαίνει ότι κανένα κράτος δεν έχει το δικαίωμα (προσθέτω: και δεν πρέπει να έχει το δικαίωμα) να ασκεί απόλυτη εξουσία σε αυτές τις ζώνες, οι οποίες τίθενται προς όφελος ολόκληρης της ανθρωπότητας. Συναφής προς την έννοια των Πάνδημων Χώρων είναι και η έννοια της κοινής κληρονομιάς της ανθρωπότητας (ή αλλιώς common heritage of humankind), αν και δεν έχουν ακριβώς την ίδια σημασία. Το κρίσιμο (και παράδοξο) εδώ είναι ότι μολονότι η ανθρωπότητα δεν αναγνωρίζεται από το διεθνές δίκαιο επισήμως ως φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, υπάρχει μεγάλος αριθμός διεθνών συνθηκών που κάνουν ρητή αναφορά σε αυτή. Συγκεκριμένα, στο προοίμιο της Συνθήκης του 1959 για την Ανταρκτική (The Antarctic Treaty) αναφέρεται ρητώς η φράση «προς το συμφέρον ολόκληρης της ανθρωπότητας». Επίσης, η Συνθήκη του ΟΗΕ για το Εξωτερικό Διάστημα (Outer Space Treaty) παραθέτει την έννοια «κοινό συμφέρον ολόκληρης της ανθρωπότητας» και σύμφωνα με το Άρθρο 4 αυτής, οι αστροναύτες είναι «απεσταλμένοι της ανθρωπότητας». Τέλος, σύμφωνα με τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (Montego Bay 1982), ο διεθνής βυθός (δηλαδή εκεί που τελειώνουν οι υφαλοκρηπίδες των κρατών) αποτελεί κοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας. Δημιουργούνται λοιπόν δύο προβλήματα: Αφενός το ποιός θα ασκήσει στις περιοχές αυτές όχι απόλυτη κυριαρχία, αλλά κυριαρχικά δικαιώματα και αφετέρου το πώς μπορεί να εξασφαλισθεί ότι τα κράτη εκείνα που θα ασκήσουν κυριαρχικά δικαιώματα, θα τα ασκήσουν πράγματι προς όφελος ολόκληρης της ανθρωπότητας.

Αναμφίβολα, η εύρεση πειστικών απαντήσεων σε όλα τα ερωτήματα που τέθηκαν αποτελεί ένα ιδιαίτερα δύσκολο εγχείρημα. Ενόψει όμως όλων των παραπάνω δεδομένων, καθίσταται νομίζω φανερή η ανάγκη να μην αρκεστούμε σε μία θεωρητική μόνο προσέγγιση της έννοιας της ανθρωπότητας και να την αναγνωρίσουμε επισήμως ως υποκείμενο του διεθνούς δικαίου. Μία τέτοια αναγνώριση θα εξασφάλιζε ένα υψηλότατο επίπεδο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου χωρίς όρους και προϋποθέσεις, ενώ παράλληλα θα παρείχε εγγυήσεις ότι η εκμετάλλευση των περιοχών που αποτελούν κοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας θα γίνεται πράγματι προς το συμφέρον όλων των ανθρώπων, ακόμα περισσότερο δε των μελλοντικών γενεών. Συνεπής με το αίτημα για ένα ανοικτό και διαρκώς εξελισσόμενο διεθνές δίκαιο (βλ. Πρώτη Γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης για την αναγνώριση του ΟΗΕ ως υποκειμένου του διεθνούς δικαίου), η επίσημη θεώρηση της ανθρωπότητας ως φορέα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και η δημιουργία ενός jus commune humanitatis είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την προσαρμογή στις διεθνείς εξελίξεις και την καλλιέργεια μίας ευρύτερης κουλτούρας κοσμοπολιτισμού και διεθνούς συνεργασίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Οι Νόμοι της Νυρεμβέργης, Εγκυκλοπαίδεια Ολοκαυτώματος, διαθέσιμοι εδώ
- Συνθήκη της Ανταρκτικής, διαθέσιμη εδώ
- Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, διαθέσιμη εδώ
- Aleksandar Milanov, Το Νομικό Καθεστώς της Ανθρωπότητας στο Διεθνές Δίκαιο, διαθέσιμο εδώ
- Συνθήκη για το Διάστημα, Britannica, διαθέσιμη εδώ