17.6 C
Athens
Σάββατο, 1 Μαρτίου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ μη καταργηθείσα αποσβεστική προθεσμία του ν. 3126/2003: Ασπίδα ατιμωρησίας των πολιτικών...

Η μη καταργηθείσα αποσβεστική προθεσμία του ν. 3126/2003: Ασπίδα ατιμωρησίας των πολιτικών για τα Τέμπη;


Της Δήμητρας Βασιλείου,

Με τη τραγωδία των Τεμπών να βρίσκεται στο επίκεντρο της ελληνικής επικαιρότητας όλοι αναρωτιούνται πότε και εάν μπορούν να αποδοθούν ποινικές ευθύνες, πόσο προστατεύει τελικά ο νόμος τα πολιτικά πρόσωπα, πώς μπορεί να διαρρηχθεί αυτή τους η προστασία; Υπάρχει κίνδυνος παραγραφής της ευθύνης τους; Πώς το θεσμικό πλαίσιο της αποσβεστικής προθεσμίας επηρεάζει την απόδοση δικαιοσύνης;

Η συνταγματική αναθεώρηση του 2019 άλλαξε το νομικό τοπίο σχετικά με την ποινική ευθύνη των πολιτικών προσώπων. Ναι μεν, λοιπόν, το άρθρο 86 του Συντάγματος αναθεωρήθηκε καταργώντας την αποσβεστική προθεσμία για τα αδικήματα των Υπουργών, παρόλα αυτά ο εκτελεστικός νόμος 3126/2003 εξακολουθεί να ισχύει διατηρώντας τις προθεσμίες παραγραφής. Η αναντιστοιχία αυτή δημιουργεί νομικές αμφισημίες ως προς το αν η συνταγματική τροποποίηση εφαρμόζεται άμεσα ή αν απαιτείται νομοθετική παρέμβαση.

Σε διεθνές επίπεδο, οι περισσότερες χώρες εφαρμόζουν αποσβεστική προθεσμία για ποινικές διώξεις κατά Υπουργών, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για βαριά αδικήματα που αφορούν την ασφάλεια των πολιτών. Ακόμη, στο ηπειρωτικό δίκαιο παραγραφές και αποσβεστικές προθεσμίες, όπου προβλέπονται, θεωρούνται εδώ και 200 χρόνια αντικείμενο ουσιαστικού δικαίου και όχι δικονομίας, όπως στον αγγλοσαξωνικό χώρο. Συνεπώς, εφόσον θεωρούνται αντικείμενο ουσιαστικού δικαίου, εφαρμόζεται η αρχή της μη αναδρομικότητας του αυστηρότερου νόμου. Η διατήρηση της προθεσμίας στον ελληνικό εκτελεστικό νόμο μέχρι και σήμερα έχει δεχθεί έντονη κριτική, καθώς θεωρείται ότι παρέχει αδικαιολόγητη «ασυλία» σε πολιτικά πρόσωπα. Στην περίπτωση των Τεμπών η πιθανότητα μη δίωξης των υπευθύνων λόγω παραγραφής δημιουργεί σοβαρά ερωτήματα για την εύρυθμη λειτουργία του νομοθετικού μηχανισμού και κατά συνέπεια του δικαστικού.

Πηγή εικόνας: efsyn.com / Δικαιώματα χρήσης: Γιώργος Κονταρίνης / Eurokinissi

Προ ημερών μάλιστα ο ΣΥΡΙΖΑ, σε μια προσπάθειά του να αναχαιτίσει πιθανές προσπάθειες της κυβέρνησης να αποκλείσει τυχόν εμπλοκή Υπουργών ή Υφυπουργών της σε δικαστικές «περιπέτειες», κατέθεσε μπαράζ τροπολογιών στη Βουλή, με κυριότερη εκείνη που αφορά τον «Νόμο περί Ευθύνης Υπουργών» και συγκεκριμένα τη μη παραγραφή των αδικημάτων που τελούνται από αυτούς.

Πώς, όμως, επιλύονται διχογνωμίες, όταν ο ίδιος ο νόμος φαίνεται να φάσκει και να αντιφάσκει; Το άρθρο 3 παράγραφος 2 του ν. 3126/2003 ορίζει για την αποσβεστική προθεσμία: «Το αξιόποινο των πράξεων των Υπουργών, που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 1, εξαλείφεται με το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης, εάν ως τότε η Βουλή δεν έχει αποφασίσει να ασκήσει ποινική δίωξη κατά του Υπουργού, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο νόμο αυτόν». Το άρθρο 86 μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001 όριζε για την αποσβεστική προθεσμία: « Η Βουλή μπορεί να ασκήσει την κατά την παράγραφο 1 αρμοδιότητά της μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος». Δεν φαίνεται να υπάρχει διαφοροποίηση στη σημασία των δύο διατάξεων, καθώς ο ν. 3126/2003 επαναλαμβάνει τη συνταγματική ρύθμιση χωρίς να την εξειδικεύει. Προφανώς η μη κατάργηση της σχετικής διάταξης στον ως άνω εκτελεστικό νόμο συνιστά πράξη αμέλειας του νομοθέτη. Η νομική λογική που φαίνεται να ακολουθείται, ώστε να αποφευχθούν οι λογικά προκληθείσες αντιφάσεις, είναι η εξής: η συνταγματική αναθεώρηση του 2019 κατήργησε τις ρυθμίσεις του ν. 3126/2003 όχι ως ανώτερη αλλά ως νεότερη κατά το αξίωμα: “lex posterior derogat legi priori”. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Κουτσούκο, μια καταργηθείσα διάταξη δεν παύει να υπάρχει, μιας και πάντα υπάρχουν οι διατάξεις καταργημένων νόμων ως υλικά αντικείμενα και ως φορείς νοημάτων. Αυτό που καταργείται είναι η νομική ισχύς του νοήματος, δηλαδή η σημασία του.

Εφόσον λοιπόν ο Έλληνας νομοθέτης κατήργησε τη σχετική συνταγματική διάταξη, κατήργησε σιωπηρά, ως νοηματικό επακόλουθό της, και τη σχετική ρύθμιση του εκτελεστικού νόμου, χωρίς να είναι αναγκαίο αυτό να γίνει με πανηγυρική δήλωση αλλά μπορεί να προκύπτει εξ αντιθέτου από νεότερη διάταξη με διαφορετικό περιεχόμενο. Έμφαση επομένως δίνεται στο ζήτημα της χρονικής προτεραιότητας και της βούλησης του αναθεωρητικού νομοθέτη (η οποία διαφαίνεται ξεκάθαρα μέσα από τη κατάργηση αυτού του είδους της προνομιακής μεταχείρισης των Υπουργών) και όχι στο ζήτημα της νομικής ανωτερότητας κάποιου νόμου έναντι ενός άλλου.

Ωστόσο, υπάρχει και αντίλογος στην ως άνω άποψη περί μη εφαρμογής της διάταξης του εκτελεστικού νόμου. Σύμφωνα με αυτόν, η μη εφαρμογή νόμου που μειώνει ή εξαλείφει το αξιόποινο αντίκειται στο άρθρο 7 του Συντάγματος και στην ΕΣΔΑ. Συνεπώς, σε αυτή τη περίπτωση επιλαμβάνεται της επίλυσης της ερμηνευτικής διαφωνίας το Ειδικό Δικαστήριο.

Πηγή εικόνας: naftemporiki.com / Δικαιώματα χρήσης: Λιάκος Γιάννης / Intime New

Όλα αυτά που αναλύουμε βέβαια θα καθιστούσαν τον διάλογο ακόμη πιο εποικοδομητικό, εάν επιχειρήσουμε να τα συνδέσουμε με τον «Νόμο περί Ευθύνης Υπουργών». Για να ενεργοποιηθεί όμως ο νόμος αυτός, θα πρέπει να υπάρξει ψήφιση εφαρμοστικού – εκτελεστικού νόμου («… Νόμος ορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις εφαρμογής της παρούσας παραγράφου» αναφέρει το Σύνταγμα). Και κάπου εδώ εμφανίζεται το παράδοξο. Βρισκόμαστε σχεδόν έξι χρόνια μετά την αναθεώρηση και ο νόμος αυτός δεν έχει ακόμη ψηφιστεί. Πώς λοιπόν να μην προκαλείται σύγχυση στον Έλληνα πολίτη, όταν από τη μία ο αναθεωρητικός νομοθέτης παραβλέπει να καταργήσει μια διάταξη παλαιότερου εκτελεστικού νόμου, η οποία νομικά δεν μας προσφέρει τίποτα, μιας και δεν μπορεί κατά την κρατούσα θέση να τύχει εφαρμογής, και από την άλλη η νομοθετική εξουσία δεν προβαίνει στην ψήφιση εκτελεστικού νόμου, ο οποίος κρίνεται αναγκαίος, αφού ουσιαστικά η απουσία του «μπλοκάρει» τη δεδομένη χρονική στιγμή την ενεργοποίηση της σχετικής διάταξης περί ευθύνης πολιτικών προσώπων στην υπόθεση των Τεμπών.

Αυτού του είδους οι κωλυσιεργίες, σε συνάρτηση με την «αμέλεια» να καταργηθεί η επίμαχη νομοθετική ρύθμιση του ν. 3126/2003 είναι λογικό να επισύρουν μομφή για συγκάλυψη ευθυνών, μιας και δημιουργούν ένα «παραθυράκι διαφυγής» των μελών της κυβέρνησης προκαλώντας έντονη ανασφάλεια στον ελληνικό λαό. Η ανασφάλεια αυτή όμως υφίσταται στην πραγματικότητα εδώ και μισό αιώνα, ήδη από την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975, όταν και είχε πρωτοδιατυπωθεί η πρόταση από το ΠΑΣΟΚ και την Ένωση Κέντρου-Νέων Δυνάμεων να αναθεωρηθεί το άρθρο 86 του Συντάγματος και να περιοριστούν τα προνόμια των Υπουργών σχετικά με την ποινική δίωξη και την παραγραφή των αδικημάτων τους. Η πρόταση επανήλθε ενόψει της αναθεώρησης του 2001 από τα κόμματα της Αριστεράς, χωρίς η προσπάθεια να ευοδωθεί. Ενόψει της τρίτης αναθεώρησης του 2008 το ΠΑΣΟΚ, ως αξιωματική αντιπολίτευση, κατέθεσε πρόταση, όμως απορρίφθηκε. Ο ΣΥΡΙΖΑ επανήλθε στην τελευταία αναθεώρηση και μετά τις εκλογές του 2019, ως αξιωματική αντιπολίτευση, ακολούθησε την ίδια πρόταση.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Η άμεση εφαρμογή του Συντάγματος στο ζήτημα της αποσβεστικής προθεσμίας, Syntagma Watch.gr. Διαθέσιμο εδώ.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δήμητρα Βασιλείου
Δήμητρα Βασιλείου
Γεννήθηκε το 2003 στο Αγρίνιο. Είναι φοιτήτρια στο τμήμα Νομικής του ΕΚΠΑ. Αγαπά τη λογοτεχνία και τη φωτογραφία, ενώ παράλληλα ανακάλυψε ένα κρυφό πάθος για τις διαπραγματεύσεις. Της αρέσει να κάνει σόλο-ταξίδια και να συμμετέχει σε οργανωτικές επιτροπές νέων, ενώ πιστεύει πως πρέπει πάντα να λέμε αυτό που σκεφτόμαστε ακόμη και αν η φωνή μας τρέμει, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε η ακτιβίστρια Maggie Kuhn.