Του Θανάση Πεταλά,
Είναι γνωστός σε όλους μας ο όρος «προβοκάτσια», η σκόπιμη δηλαδή παρακίνηση ενός προσώπου σε κάποια βίαιη ή ακραία και, συνήθως, παράνομη συμπεριφορά, ώστε αυτό να εκτεθεί και να πυροδοτήσει αρνητικές εντυπώσεις σε τρίτους. Η δράση του προβοκάτορα στον ποινικό χώρο (αλλιώς κολοβή ηθική αυτουργία) συνιστά ιδιόμορφη συμμετοχή στο έγκλημα, «συγγενική» της ηθικής αυτουργίας, και έχει την έννοια της, με πρόθεση, πρόκλησης (από τον προβοκάτορα) απόφασης σε κάποιο πρόσωπο να τελέσει συγκεκριμένο έγκλημα, με στόχο να το πιάσει ο ίδιος επ’ αυτοφώρω τη στιγμή της απόπειρας ή έστω της προπαρασκευής του, να ανακόψει το εγκληματικό αποτέλεσμα και να το εκθέσει (ή καλύτερα μάλλον «παγιδεύσει») ως εγκληματία (ΠΚ 46 παρ. 2).
Ας υποτεθεί, λόγου χάρη, ότι ο Α, θέλοντας να πετύχει την αποκλήρωση του αδελφού του Β από την κληρονομιά του υπέργηρου Χ, την οποία εποφθαλμιά, τον πείθει να χορηγήσει στον Χ ένεση με συγκεκριμένη θανατηφόρα δόση δηλητηρίου, προκειμένου να λάβουν δήθεν συντομότερα την κληρονομιά. Την ώρα, όμως, που ο Β αποπειράται να χορηγήσει την ένεση πιάνεται επ’ αυτοφώρω από τον Α, με αποτέλεσμα να αποκαλυφθεί η εγκληματική του ενέργεια, να εκτεθεί ως εγκληματίας και να αποκληρωθεί από τον Χ.
Στην πράξη, η συμπεριφορά του προβοκάτορα συναντάται περισσότερο στη δράση αστυνομικών οργάνων, χωρίς βέβαια να αποκλείεται η εμφάνισή της και σε σχέσεις ιδιωτών, τα οποία, θέλοντας να ασκηθεί ποινική δίωξη (συχνά σε υποθέσεις ναρκωτικών) κατά συγκεκριμένου προσώπου που έχουν φωτογραφήσει, αλλά δεν επαρκούν οι αποδείξεις, «φυτεύουν» δικά τους ενοχοποιητικά στοιχεία σε βάρος του, ώστε να επιτύχουν τον σκοπό τους. Αν και στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας υπάρχει πρόβλεψη ειδικών ανακριτικών πράξεων, όπως η συγκαλυμμένη έρευνα και η ανακριτική διείσδυση (άρθρα 254 παρ. 1 στοιχ. α και β & 255 ΚΠΔ), που προσιδιάζουν στη συμπεριφορά του προβοκάτορα υπό την έννοια του άρθρου 46 παρ. 2, αυτές είναι επιτρεπτές μόνο κατ’ εξαίρεση, διότι ειδάλλως θα καθίστατο ιδιαίτερα δυσχερής η καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος. Γενικώς, όμως, η εν λόγω πρακτική είναι παράνομη, καθώς σε κράτος δικαίου, όπως υποστήριξε ο καθηγητής Ανδρουλάκης, «δεν μπορεί να καταπολεμά κανείς το έγκλημα με τη δημιουργία εγκληματιών». Συν τοις άλλοις, η «παγίδευση» υπόπτου κατ’ αυτόν τον τρόπο συνιστά παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη (ΕΣΔΑ άρθρο 6) κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Γιατί ποινικοποιείται η δράση του προβοκάτορα;
Εύλογα αναφύεται το ερώτημα αναφορικά με τη ratio ποινικοποίηση της δράσης του προβοκάτορα. Σε ένα φιλελεύθερο ποινικό σύστημα, ποινή επιβάλλεται στον κατηγορούμενο για τελικά άδικη, καταλογιστή και αξιόποινη πράξη ή παράλειψή του, που κατευθύνεται στην προσβολή προστατευόμενων από το δίκαιο έννομων αγαθών. Με δεδομένο, όμως, ότι ο agent provocateur παρεμβαίνει την τελευταία στιγμή, πριν από την πρόκληση βλάβης στο έννομο αγαθό, και διακόπτει την επέλευση της και συνάμα την ολοκλήρωση του εγκλήματος (ειδάλλως δεν γίνεται λόγος για κολοβή ηθική αυτουργία), τελικά κανένα έννομο αγαθό δεν βλάπτεται. Ο Α, στο ανωτέρω παράδειγμα, έχει μεν πείσει τον Β να δηλητηριάσει τον Χ και ο Β έχει ξεκινήσει να εκτελεί το έγκλημα της ανθρωποκτονίας, αλλά την τελευταία στιγμή ο Α εμφανίζεται και λυτρώνει τον Χ από τον κίνδυνο ζωής.
Ο ποινικός νομοθέτης μερίμνησε για τη συμπεριφορά του προβοκάτορα επιφυλάσσοντάς της ξεχωριστή ρύθμιση, διότι, αν και πράγματι η ενέργεια του τελικά δεν προσβάλλει κανένα έννομο αγαθό, αναμφίβολα το θέτει σε κίνδυνο. Σε αυτήν τη διακινδύνευση, ακριβώς, κρύβεται το ουσιαστικό άδικο της συμπεριφοράς, διότι ο προβοκάτορας, αν και έχει σκοπό να διακόψει την ολοκλήρωση του εγκλήματος, δεν παύει να στρέφει μια ανθρώπινη ενέργεια κατά εννόμου αγαθού άλλου, το οποίο έστω και για ελάχιστο χρόνο διέρχεται από κίνδυνο βλάβης. Είναι, επομένως, πολύ λογικό να συγκεντρώνει η συμπεριφορά αυτή ποινικό ενδιαφέρον και να επισύρει ποινή, έστω και μειωμένη, συγκεκριμένα στο μισό σε σχέση με την ποινή του αυτουργού (ΠΚ 46 παρ. 2).

Διαφορές από την ηθική αυτουργία
Διαφορές μεταξύ των δυο αυτών «συγγενικών» μορφών συμμετοχής εντοπίζονται τόσο στον δόλο των «καθοδηγητών» του εγκλήματος, ήτοι του ηθικού αυτουργού και του προβοκάτορα, όσο και στον δόλο των «καθοδηγούμενων» φυσικών αυτουργών στη μια ή την άλλη συμμετοχή.
Κατά πρώτον, ο ηθικός αυτουργός προκαλεί δόλια την απόφαση τέλεσης μιας άδικης πράξης στον φυσικό, αποβλέποντας, επίσης, δόλια στην προσβολή έννομων αγαθών άλλου (διπλός δόλος). Ο προβοκάτορας, αντιθέτως, δεν επιθυμεί την ολοκλήρωση του εγκλήματος και συνάμα την προσβολή εννόμων αγαθών άλλου, απλώς θέλει να εκθέσει τον φυσικό αυτουργό ως εγκληματία και να τον «παγιδεύσει». Εξαιτίας αυτού, διακόπτει ηθελημένα την ολοκλήρωση του εγκλήματος, αφότου εκδηλωθεί αρχή εκτέλεσής του, και γι’ αυτόν τον λόγο δεν προσβάλλει, τελικά, κανένα έννομο αγαθό, αλλά απλώς το διακινδυνεύει. Έτσι, ακριβώς, αποκαλείται η μορφή αυτή ηθικής αυτουργίας κολοβή (αλλιώς ελλιπής), διότι ο agent provocateur έχει πρόθεση μόνο διακινδύνευσης και όχι βλάβης του εννόμου αγαθού.
Κατά δεύτερον, στην ηθική αυτουργία ο «καθοδηγούμενος» φυσικός αυτουργός δεν είναι απαραίτητο να έχει δόλο για την άδικη πράξη του. Ενώ, δηλαδή, ο ηθικός αυτουργός πρέπει οπωσδήποτε να έχει δόλο και μάλιστα διπλό, τόσο για την πρόκληση της απόφασης στον φυσικό όσο και για την τέλεση της άδικης πράξης από τον τελευταίο, ο φυσικός αυτουργός αντιθέτως μπορεί και να μην έχει. Στην κολοβή ηθική αυτουργία στον αντίποδα, ο φυσικός αυτουργός πρέπει να καλύπτει υποχρεωτικά με τον δόλο του την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος που πηγαίνει να τελέσει, αφού έτσι κι αλλιώς, απόπειρα ή προπαρασκευή εγκλήματος από αμέλεια δε νοείται. Άλλωστε, ο σκοπός του προβοκάτορα είναι ακριβώς να πιάσει επ’ αυτοφώρω τον φυσικό αυτουργό, ενώ αποπειράται ή προπαρασκευάζει το έγκλημα, ώστε να τον εκθέσει, κάτι που είναι αδύνατο, εάν ο τελευταίος δεν έχει δόλο για την τέλεσή του.

Τέλος, αξιοπρόσεκτη είναι η διαφοροποιημένη γλωσσική διατύπωση των δυο μορφών συμμετοχής στον κώδικα, καθώς στη μεν ηθική αυτουργία απαιτείται πρόκληση απόφασης για τέλεση απλώς άδικης πράξης, ενώ στην κολοβή ηθική αυτουργία η απόφαση αφορά ολοκληρωμένο έγκλημα. Το γεγονός αυτό εξηγεί ο καθηγητής Μανωλεδάκης με το παρακάτω σκεπτικό: η παρότρυνση του ηθικού αυτουργού προς τον φυσικό αφορά την τέλεση άδικης πράξης (ενέργειας ή παράλειψης) γενικά, χωρίς να είναι απαραίτητο να εξειδικεύεται η τελευταία από πριν σε συγκεκριμένο έγκλημα, διότι μέλημα του ηθικού αυτουργού είναι, κατ’ αρχήν, η προσβολή έννομων αγαθών άλλου, κατά των οποίων στρέφει τον φυσικό αυτουργό. Το αξιόποινο του ηθικού αυτουργού προσδιορίζεται έτσι κι αλλιώς εκ των υστέρων, αναλόγως της διαπραχθείσας άδικης πράξης του φυσικού αυτουργού. Σε πρώτη φάση, λοιπόν, η παρότρυνση μπορεί και να μην περιέχει ολοκληρωμένη εγκληματική πράξη.
Στην κολοβή ηθική αυτουργία αντιθέτως, υπάρχει πάντοτε εκ των προτέρων προσδιορισμός της εγκληματικής πράξης στην παρότρυνση του προβοκάτορα, διότι στόχος του τελευταίου δεν είναι, όπως στην ηθική αυτουργία, η προσβολή έννομων αγαθών άλλου, αλλά απλώς η «παγίδευση» του φυσικού αυτουργού, ενώ αποπειράται ή προπαρασκευάζει συγκεκριμένο έγκλημα, κάτι που δε νοείται, εάν δεν είχε προηγουμένως αποφασίσει να το τελέσει. Γι’ αυτό, ο νομοθέτης απαιτεί απόφαση για τέλεση εγκλήματος και όχι απλώς άδικης πράξης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
-
Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι/ Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, Ποινικό δίκαιο – Γενικό Μέρος, Νομική Βιβλιοθήκη, 2022
-
Ιωάννης Ε. Μανωλεδάκης, Ποινικό Δίκαιο – Γενική Θεωρία, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2004