Της Ευμορφίλης Μεξίδου,
«Εν αμφιβολία υπέρ του κατηγορουμένου», η φράση που διατρέχει την αποδεικτική διαδικασία της ποινικής δίκης κι αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις αρχές της. Βάσει της αρχής αυτής, επιτρέπεται να πραγματοποιηθεί καταδίκη του κατηγορουμένου, εάν και μόνον εάν το Δικαστήριο κρίνει πέραν πάσης εύλογης αμφιβολίας ότι είναι ένοχος. Σε περίπτωση ύπαρξης ακόμη κι ελαχίστων αμφιβολιών σχετικά με την ενοχή του κατηγορουμένου, τότε ο δικαστής κατ’ εφαρμογή της αρχής αυτής οφείλει να απαλλάξει τον εμπλεκόμενο. Γι’ αυτό άλλωστε, βάσιμα υποστηρίζεται ότι η αρχή αυτή συνάγεται από την «αρχή της ενοχής» και την αρχή της ηθικής απόδειξης. Σήμερα προβλέπεται στο α. 178 παρ.3 του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Ορθώς έχει υποστηριχτεί ότι τόσο το τεκμήριο αθωότητας, όσο κι η αρχή “in dubio pro reo” αποκλείουν να αποβαίνει σε βάρος του κατηγορουμένου η τυχόν αμφιβολία ως προς την ενοχή ή την αθωότητά του. Ωστόσο, η διαφορά των δύο έγκειται στο γεγονός ότι το τεκμήριο αθωότητας προηγείται της ανωτέρω αρχής. Το τεκμήριο αθωότητας εστιάζει στην αντίληψη πως ο φερόμενος δράστης θεωρείται αθώος μέχρι να αποφανθεί με ειδική κι εμπεριστατωμένη αιτιολογία το δικαστήριο υπέρ της ενοχής του. Αυτός είναι κι ο γενικός κανόνας, δεδομένου ότι το τεκμήριο αθωότητας μπορεί να καταρριφθεί αν αποδειχθεί ότι ισχύει το αντίθετο. Δυνάμεθα να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως μεταξύ του τεκμηρίου αθωότητας και της αρχής “in dubio pro reo” υπάρχει σχέση γένους είδους και συνεπώς η αρχή απορρέει από το τεκμήριο αθωότητας. Οι έννοιες ωστόσο δεν ταυτίζονται μεταξύ τους καθώς ναι μεν αλληλεπικαλύπτονται αλλά καταλαμβάνουν διαφορετικά χρονικά σημεία της ποινικής δίκης. Εφαρμογή της αρχής “in dubio pro reo” πραγματοποιείται μόνο κατά τον χρόνο που οι δικαστές καταλήγουν σε δικανική κρίση εντός της διαδικασίας. Αντιθέτως, το τεκμήριο αθωότητας έχει ευρύτερο πεδίο προστασίας από την αρχή “in dubio pro reo” κι εφαρμόζεται σε όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, ήδη από την άσκηση δίωξης.

Σχετικά με την αμφιβολία, αυτή αφορά όλα τα στοιχεία του εγκλήματος, αντικειμενικά κι υποκειμενικά. Εφαρμόζεται, δηλαδή, η αναλυθείσα αρχή για λόγους άρσεως του αδίκου, του καταλογισμού, της εξάλειψης του αξιοποίνου, της παραγραφής, της έγκλησης, ακόμη δε και για τις τυχόν αμφιβολίες σχετικά με το παραδεκτό του ασκηθέντος ενδίκου μέσου. Αμφισβητείται εάν ισχύει και για τις προϋποθέσεις της ποινικής δίκης, όπως επισημαίνει ο Κωνσταντινίδης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα από τη νομολογία αποτελεί η ΑΠ333/2022 στην οποία έχει κριθεί αναιρετικά ως αντιφατική κι ενδοιαστική η αιτιολογία του δικαστηρίου της ουσίας για την θεμελίωση της κρίσης περί ενοχής, με την παραδοχή στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι «ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται ελάχιστα πειστικός», χωρίς ιδιαίτερες αναφορές που να εξηγούν γιατί είναι ελάχιστα πειστικός. Από την παραδοχή αυτή συνάγεται ότι προέκυψαν αμφιβολίες, έστω κι ελάχιστες, ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, οι οποίες, σύμφωνα με την αρχή “in dubio pro reo”, θα έπρεπε να ερμηνευθούν υπέρ του. Με βάση, λοιπόν, το δικονομικό αξίωμα εν αμφιβολία υπέρ του κατηγορουμένου, θα πρέπει να γίνονται δεκτοί ως αληθείς οι ισχυρισμοί του που κατατείνουν στη μείωση της ποινής, στην εξάλειψη του αξιοποίνου (παραγραφή, μη εμπρόθεσμη υποβολή έγκλησης, έμπρακτη μετάνοια κλπ.) είτε στον αποκλεισμό της ποινικής ευθύνης (λόγοι άρσης του αδίκου ή του καταλογισμού, όπως η άμυνα κι η συγγνωστή νομική πλάνη), εφόσον δεν μπορούν να ανατραπούν από τον εισαγγελέα με αξιόπιστα αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 380/2016). Εφαρμογή της αρχής “in dubio pro reo” σαφώς θα πρέπει να πραγματοποιείται και σε περίπτωση θετικών δικονομικών προϋποθέσεων, αλλά και δικονομικών κωλυμάτων (πχ. δεδικασμένο, εκκρεμοδικία).
Η αμφιβολία, επιπροσθέτως, κρίνεται στο πλαίσιο της ηθικής απόδειξης κι ως έλλειψη βεβαιότητας για την ύπαρξη ενοχής του κατηγορουμένου. Το περιεχόμενο της αμφιβολίας είναι ότι λειτουργεί ουσιαστικά σαν ένα εμπόδιο προς τον εφαρμοστή του δικαίου/δικαστή να δεχθεί την ενοχή του κατηγορουμένου. Εάν δεν υπάρξει συγκέντρωση όλων των απαραιτήτων στοιχείων, ώστε να σχηματιστεί η πεποίθηση του δικάζοντος δικαστή για την ενοχή, αυτός οφείλει να απαλλάξει τον κατηγορούμενο. Ο κατηγορούμενος, ως γνωστόν, στην ποινική δίκη δεν φέρει το βάρος οποιασδήποτε απόδειξης, καθώς ισχύει η αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας, σύμφωνα με την οποία ο δικαστής οφείλει να ανεύρει και να προσαγάγει αποδείξεις. Βέβαια οφείλω να τονίσω, ότι στη δικαστηριακή πρακτική το δικαστήριο δεν προβαίνει οίκοθεν σε έρευνα της συνδρομής ή μη του κατηγορουμένου (αυτοτελείς ισχυρισμοί). Δικαιολογημένα, λοιπόν, ο κατηγορούμενος κι η υπεράσπισή του φέρουν το βάρος de facto της επίκλησης και της πρόκλησης αμφιβολιών αναφορικά με την ύπαρξη λόγων άρσης του αδίκου και του καταλογισμού με την υποβολή αυτοτελών ισχυρισμών.

Στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, η αρχή “in dubio pro reo” αλλά και το τεκμήριο αθωότητας σχετίζονται με το δικαίωμα του κατηγορουμένου σε δίκαιη δίκη (άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ). Με αυτή τη λογική, το να υπάρξει καταδίκη, ενώ υπάρχουν αμφιβολίες, μπορεί να θεωρηθεί ως εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς να αποτελέσει παραβίαση των δικαιωμάτων της υπεράσπισης, θεμελιώνοντας τον αναιρετικό λόγο της απόλυτης ακυρότητας (άρθρα 171 παρ. 1 στοιχ. δ΄, 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ ΚΠΔ), και έτσι απειλώντας το κύρος της απόφασης. Και αυτό είναι εύλογο, διότι ο ποινικός δικαστής έχει βέβαια απόλυτη ελευθερία εκτιμήσεως της απόδειξης και σχηματισμού της δικανικής του πεποίθησης σύμφωνα και με την αρχή της ηθικής απόδειξης (α. 177 ΚΠΔ), αλλά συγχρόνως αυτοπεριορίζεται από την υποχρέωση του για αιτιολόγηση της δικανικής του πεποίθησης και απόφασης, όντας υποχρεωμένος να προβαίνει σε πειστική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, ώστε το αποδεικτικό συμπέρασμα να αποτελεί σύνθεση όλων των προσαχθέντων κατά την αποδεικτική διαδικασία αποδεικτικών μέσων, καταγράφοντας έτσι τη συλλογιστική πορεία που οδήγησε στη συγκεκριμένη απόφαση. Έτσι, η υποχρέωση προς αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων μπορεί να χαρακτηριστεί ως η «απολογία» του Δικαστή ενώπιον της κοινωνίας εν γένει.
Καταληκτικά, η αρχή της αμφιβολίας υπέρ του κατηγορουμένου χρειάζεται να εφαρμόζεται όχι μόνο στη φάση της οριστικής κρίσης και απόφασης, αλλά κάθε φορά που τίθεται ζήτημα ενοχής του κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια της ποινικής δίκης, πάντα με φειδώ και την απαιτούμενη υπευθυνότητα. Εύλογα αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της ποινικής δικαιοσύνης, συμβάλλοντας στη διασφάλιση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και στην ορθή απονομή του δικαίου. Η τήρησή της διασφαλίζει όχι μόνο την προστασία των ατομικών ελευθεριών, αλλά και την εμπιστοσύνη των πολιτών στο δικαστικό σύστημα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Άγγελος Ι. Κωνσταντινίδης, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο – Βασικές έννοιες, 5η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2022.
- Αδάμ Χ. Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, 11η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2024.
- Η αρχή in dubio pro reo, Analuseto, διαθέσιμο εδώ.
- Tο τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, LegalNews24, διαθέσιμο εδώ.