19.9 C
Athens
Παρασκευή, 2 Μαΐου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΟ μισαλλόδοξος λόγος σε μια σύγχρονη δημοκρατία

Ο μισαλλόδοξος λόγος σε μια σύγχρονη δημοκρατία


Του Χάρη Καλπάκη,

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Έντονη είναι η συζήτηση τα τελευταία χρόνια αναφορικά με την ελευθερία της έκφρασης, τα όριά της, τη σχέση της με τα σύγχρονα δημοκρατικά κράτη και το κατά πόσο ο μισαλλόδοξος λόγος αποτελεί μία τέτοια μορφή έκφρασης άξια προστασίας. Τα εθνικά Συντάγματα, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής ΕΣΔΑ), το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ) και σωρεία νομοθετικών και διεθνών κειμένων έχουν επιχειρήσει ανά τους καιρούς να δώσουν την απάντηση. Αλλά έχει αποδειχθεί στην πράξη ιδιαιτέρως δυσχερής η οριοθέτηση του μισαλλόδοξου λόγου με την ελευθερία της έκφρασης.

Β. Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ

Κατ‘ άρθρον 14 παρ 1 Συντ. «1. Καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και δια του τύπου τους στοχασμούς του τηρώντας τους νόμους του Κράτους». Αντίστοιχα, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 1 ΕΣΔΑ

«1.Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την ελευθερία γνώμης, καθώς και την ελευθερία λήψης ή μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών, χωρίς παρέμβαση δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων.» Αυτές οι θεμελιωτικές για την ελευθερία της έκφρασης διατάξεις σε εθνικό κι ενωσιακό επίπεδο αποτυπώνουν τη θετική και την αρνητική της όψη. Η πρώτη συνίσταται στην ανεμπόδιστη έκφραση, δηλαδή τη λήψη, διαμόρφωση, κατοχή και διάδοση γνωμών και πληροφοριών με οποιονδήποτε τρόπο, ενώ η δεύτερη προστατεύει το δικαίωμα μη έκφρασης.

Στα σύγχρονα δημοκρατικά κράτη θα μπορούσε να ειπωθεί πως ελευθερία της έκφρασης και δημοκρατία τελούν τρόπον τινά σε μία σχέση αμοιβαιότητας, με την έννοια ότι η πρώτη αποτελεί δείκτη δημοκρατικότητας ενός κράτους στον πυρήνα του φιλελευθερισμού. Συνεπώς, η εν λόγω ελευθερία δεν αξιώνει απλώς την αποχή του κράτους από οποιαδήποτε παρέμβαση, αλλά επιτάσσει τη λήψη θετικών μέτρων για τη διασφάλιση αυτού του συνάμα πολιτικού δικαιώματος προς αποτελεσματική κατοχύρωση της λαϊκής κυριαρχίας (άρ. 1 παρ. 2 Συντ).

Ωστόσο, είναι άραγε απεριόριστη αυτή η ελευθερία της έκφρασης; Το άρ. 10 παρ. 2 ΕΣΔΑ ορίζει πως «Η άσκηση των ελευθεριών αυτών, δεδομένου ότι συνεπάγεται καθήκοντα κι ευθύνες, μπορεί να υπαχθεί σε ορισμένες διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις, που προβλέπονται από τον νόμο κι αποτελούν αναγκαία μέτρα, σε δημοκρατική κοινωνία, για την εθνική ασφάλεια, την εδαφική ακεραιότητα ή τη δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη του εγκλήματος, την προστασία της υγείας ή της ηθικής, την προστασία της υπόληψης ή των δικαιωμάτων τρίτων, την παρεμπόδιση κοινολόγησης εμπιστευτικών πληροφοριών ή τη διασφάλιση του κύρους και της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας», ενώ το Σύνταγμά μας πιο αφηρημένα προβλέπει επιφύλαξη υπέρ του νόμου. Ως νόμοι του Κράτους νοούνται κι οι ουσιαστικοί και κατά βάσει αυτοί που ελέγχουν την άσκηση του δικαιώματος σε σχέση με την καταχρηστικότητα (άρ. 25 Σ και 281 ΑΚ). Το ερώτημα, λοιπόν, που πρέπει να τεθεί είναι πότε η έκφραση λόγου μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική. Κι έτσι εισαγόμαστε στο μεγάλο κεφάλαιο του μισαλλόδοξου λόγου.

Πηγή εικόνας και δικαιώματα χρήσης: freepik.com

Γ. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΜΙΣΑΛΛΟΔΟΞΟΥ ΛΟΓΟΥ

Μισαλλόδοξος είναι αυτός ο λόγος που δηλώνει εχθρότητα κι έλλειψη ανοχής για κάθε αντίθετη άποψη, θεωρία κι ιδίως ιδεολογία. Σημαντικότερες μορφές του είναι ο ρατσιστικός, ο ναζιστικός κι ο αναθεωρητικός λόγος:

  • Ο ρατσιστικός λόγος βασίζεται στις φυλετικές θεωρίες που επιχειρούν να εξηγήσουν με βιολογικούς όρους τις ανθρώπινες διαφορές, έτσι ώστε τα φυσικά χαρακτηριστικά κοινωνικών ομάδων να προκαθορίζουν τις ικανότητές τους και το πολιτιστικό τους επίπεδο. Πρόκειται, δηλαδή, για μια κοινωνική πρακτική που οδηγεί στον στιγματισμό
  • Ο ναζιστικός λόγος αποτελεί υποκατηγορία του ρατσιστικού λόγου και φέρνει αυτόν τον στιγματισμό εντός της ίδιας της φυλετικής ομάδας εκφράζοντας την ιδέα ότι πρέπει να εξοντώνονται οι πιο αδύναμοι (μιάσματα) για τη διατήρηση της ακμαιότητας της ομάδας. Είναι ιδεολογία που ωθεί στην πράξη.
  • Ο αναθεωρητικός λόγος, πάλι, στοχεύει στην άρνηση και την ανατροπή της ιστορικής αλήθειας γύρω από συνταρακτικά γεγονότα της ανθρωπότητας, όπως λ.χ. το Ολοκαύτωμα των Εβραίων.

Αποτελεί καταρχήν κοινό τόπο πως αυτός ο μισαλλόδοξος λόγος δεν εκτοπίζεται εξ ορισμού από το προστατευτικό βεληνεκές της ελευθερίας της έκφρασης. Το ερώτημα, βέβαια, σε ποιο βαθμό κι έκταση δεν μπορεί να απαντηθεί απόλυτα, αλλά σε συνάρτηση με τις ιστορικές καταβολές κάθε κράτους, το πολίτευμά του κι ιδίως το μοντέλο προστασίας της ελευθερίας της έκφρασης που υιοθετεί!

Δ. ΤΑ ΜΟΝΤΕΛΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ

Υπάρχουν, κατά βάση, δύο μοντέλα προστασίας της έκφρασης: το αμερικανικό και το ευρωπαϊκό. Και τα δύο συστήματα αναγνωρίζουν την σημασία της ελευθερίας της έκφρασης για τη ζωτικότητα των δημοκρατικών θεσμών και την πρόοδο κι αυτοπραγμάτωση κάθε ατόμου, οπότε προστατεύουν σε πρώτο στάδιο και τον λόγο που προσβάλλει χωρίς να εξοβελίζουν εκ των προτέρων κάθε ιδέα που είναι προσβλητική. Οι διαφορές του εντοπίζονται στα εξής σημεία:

  1. Το αμερικανικό μοντέλο επιδεικνύει ανοχή στον μισαλλόδοξο λόγο, εξαιρώντας τις προσωπικές ύβρεις και τις άμεσες συγκεκριμένες απειλές κι επιθέσεις από την προστασία του. Εν αντιθέσει, το ευρωπαϊκό μοντέλο χαρακτηρίζεται από την απαγόρευση του μισαλλόδοξου λόγου με την ποινικοποίησή του για προστασία των μειονοτήτων.
  2. Από την άλλη πλευρά όταν και τα δύο μοντέλα αίρουν την απαγόρευση του μισαλλόδοξου λόγου το κάνουν με εντελώς διαφορετική ένταση ελέγχου. Το αμερικανικό απαιτεί άμεση γεγονοτική εκτροπή του λόγου σε επικίνδυνες κι επιβλαβείς πράξεις (Supreme Court Terminiello v. Chocago 1949), ενώ το ευρωπαϊκό σταθμίζει πραγματολογικές παραμέτρους στη βάση της έννοιας της «πιεστικής κοινωνικής ανάγκης» για απαγόρευση του μισαλλόδοξου λόγου, οπότε έχει μεγαλύτερα περιθώρια ποινικοποίησής του (βλ. Υπόθεση ΕΔΔΑ “M’Bala M’Bala v. Γαλλίας).
Πηγή εικόνας: unsplash.com / Δικαιώματα χρήσης: Marcus Winkler

Ε. Η ΠΟΙΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΜΙΣΑΛΛΟΔΟΞΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΝ Ν. 927/1979

Η Ελλάδα ακολουθεί το ευρωπαϊκό μοντέλο κι έκφρασή του αποτελεί ο ν. 927/1979, όπως ισχύει σήμερα μετά από πρόσφατες νομοθετικές τροποποιήσεις. Κατά τα άρθρα 1 και 2 του νόμου τυποποιείται ως αδίκημα αφενός η δημόσια υποκίνηση βίας και μίσους κι αφετέρου η δημόσια επιδοκιμασία ή άρνηση εγκλημάτων. Ακόμα, όμως, μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η νομολογιακή εφαρμογή αυτής της ποινικοποίησης του μισαλλόδοξου λόγου:

  • Στην ΑΠ 3/2010 κρίθηκε πως με την αναφορά του στους Εβραιοσιωνιστές, ο κατηγορούμενος συγγραφέας δεν βάλλεται κατά των Εβραίων λόγω της φυλής του, αλλά στηλιτεύει πράξεις συγκεκριμένων Εβραίων ερμηνεύοντας κι αξιολογώντας ιστορικά γεγονότα και παρά την αντιδημοκρατικότητα των απόψεών του μία δημοκρατική κοινωνία οφείλει να προστατεύει κι αυτές τις μη αρεστές στην πλειοψηφία γνώμες, αλλιώς καθίσταται απολυταρχική.
  • Στην ΔιατΕισΠρ Αιγίου 26/2011 επιχειρήθηκε η πρακτική εναρμόνιση της ελευθερίας της έκφρασης με το δικαίωμα στην προσωπικότητα μέσω της αρχής της αναλογικότητας και συνεκτιμώντας όλες τις συνθήκες κρίθηκε ότι οι απόψεις του Μητροπολίτη κατά των άθεων αποτελούν προστατευόμενη έκφραση γνώμης, λόγω του κοινού στο οποίο εκφράσθηκαν, του μέσου, του ύφους και των σκοπών τους.
  • Η απόφαση Ναυτ. Πειραιά 588/2011 από την άλλη έκρινε πως τα προσβλητικά εθνικιστικά συνθήματα καταδρομέων μελών σωμάτων ασφαλείας, αν και δημόσιά τους έκφραση ήταν μη προστατευόμενη ιδίως λόγω της θέσης τους και του χώρου όπου αυτή έλαβε χώρα, καθώς μπορούσε να θεωρηθεί υποκίνηση σε βία.
  • Με την ΠλημΡεθυμν. 2383/2015 κρίθηκε η αντισυνταγματικότητα του άρθρου 2 του νόμου στον βαθμό που αναγνωρίζει στη Βουλή αρμοδιότητα απόφανσης επί ιστορικών γεγονότων, καθώς αντίκειται στην αρχή της διάκρισης των λειτουργιών.
  • Τέλος, η απόφαση ΔιατΕισΠειρ 18/2018 έκρινε πως οι ακραίες απόψεις Μητροπολίτη περί ομοφυλοφιλίας συνιστούν προστατευόμενη έκφραση γνώμης λόγω της ιδιότητας του κατηγορουμένου και με βάση την αρχή της αναλογικότητας δεν ήταν ικανές να υποκινήσουν βία, ενώ παράλληλα εξυπηρετούσαν θεμιτό σκοπό.
Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Sora Shimazaki

ΣΤ. ΕΠΙΛΟΓΙΚΑ

Λαμβάνοντας όλα αυτά υπόψιν, η νομική αξιολόγηση του μισαλλόδοξου λόγου είναι δυσχερής και στο μεταίχμιο μεταξύ ελεύθερης έκφρασης και διασφάλισης της ειρηνικής συμβίωσης. Κατά βάση, όπως κάνει και το ελληνικό σύστημα, αυτή η μορφή λόγου πρέπει να προστατεύεται με ακραίο όριο, όμως, τις περιπτώσεις που συνιστά το μέσο προς σκοπό όχι διενεργηθέντος εγκλήματος, αλλά άμεσα κι εμπειρικά διαγνώσιμης εγκληματικής πράξης. Σε κάθε περίπτωση, όμως, μία in abstracto θεώρηση του ζητήματος είναι αλυσιτελής κι ανεπίτρεπτη.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Κ. Χ. Χρυσόγονος, Σ. Π. Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017.
  • Γιάννης Τασόπουλος, Σύνταγμα: ερμηνεία κατ’ άρθρον/Άρθρο 14: Ελευθερία της έκφρασης και ελευθερία του τύπου, syntagmawatch.gr. Διαθέσιμο εδώ.
  • Αναστάσιος Παυλόπουλος (2016), Ρατσιστικός λόγος και ελευθερία της έκφρασης, studocu.com. Διαθέσιμο εδώ.
  • Αναστάσιος Παυλόπουλος (2019), Όσο ισχυρότερη η ελευθερία της έκφρασης, τόσο ισχυρότερη και η δημοκρατία;, ΤοΣ 2/2019 σελ. 433 επ.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Χάρης Καλπάκης
Χάρης Καλπάκης
Είναι τελειόφοιτος φοιτητής στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ. Το ενδιαφέρον και την προσοχή του έχει συλλάβει ο τομέας του Ποινικού και του Διεθνούς Δικαίου, καθώς και το Δίκαιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Πάθη του, ωστόσο, αποτελούν και η γλωσσομάθεια, η ενασχόληση με τις τέχνες σαν τη μουσική και τον χορό, όπως επίσης και ο αθλητισμός. Απώτατος στόχος του είναι να φτάσει να προασπίζεται και να εφαρμόζει τη Δικαιοσύνη όπως την ξέρει και τη μελετά, ως εισαγγελέας στο Δικαστήριο της ΕΕ.