Της Ράνιας Μουστάκα,
Η ιστορία των φυλακών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την έννοια της τιμωρίας, της κοινωνικής εξισορρόπησης και της απονομής δικαιοσύνης. Ωστόσο, σε μια εποχή που τα πάντα υποτάσσονται στη λογική του κέρδους, η φυλακή, αυτό το αρχέγονο σύμβολο αποκατάστασης της τάξης, μετατρέπεται σε εργαλείο — πηγή παραγωγής πλούτου. Η ίδρυση ιδιωτικών φυλακών, όπως συνέβη πρώτα στις Η.Π.Α, δεν είναι παρά έκφανση της ακραίας καπιταλιστικής αναλγησίας, σύμφωνα με την οποία ακόμη και η ανθρώπινη ζωή εμπορευματοποιείται και γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης.
Οι ιδιωτικές φυλακές αναδύθηκαν στις Η.Π.Α τη δεκαετία του 1980, όταν ο νεοφιλελευθερισμός αποσάθρωνε τη δημόσια σφαίρα. Το κράτος, απεκδυόμενο τον ρόλο του ως εγγυητή της δικαιοσύνης, εκχώρησε το σωφρονιστικό έργο σε ιδιώτες, προβάλλοντας προσχηματικά την «αποτελεσματικότητα». Πίσω από τη ρητορική περί μείωσης δαπανών, ελλοχεύει η ωμή αλήθεια: οι ιδιωτικές φυλακές δεν καταπολεμούν το έγκλημα, αλλά το εκμεταλλεύονται. Ακολουθώντας τη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα των Ρίγκαν και Θάτσερ, ο θεσμός επεκτάθηκε σε Η.Π.Α (1983), Γαλλία (1987), Αυστραλία (1990) και Βρετανία (1991), ως μέρος ενός κύματος ιδιωτικοποιήσεων, με επίκληση στις «αυξημένες σωφρονιστικές ανάγκες» της προηγούμενης δεκαετίας.
Οι φυλακές αυτές εκφυλίστηκαν σε απάνθρωπα κέντρα εκμετάλλευσης: επανδρωμένες με ανεκπαίδευτο προσωπικό, στερούμενες αξιοπρεπών συνθηκών και αποβλέποντας αποκλειστικά στο κέρδος. Στις Η.Π.Α, η πολιτική της «μηδενικής ανοχής» εκτίναξε τον εγκλεισμό, αποδεικνύοντας ότι η ύπαρξη ιδιωτικών φυλακών συνδέεται άρρηκτα με τη διόγκωση του κρατούμενου πληθυσμού. Η αρχή είναι σαφής: όσο αυξάνονται οι φυλακισμένοι τόσο διογκώνονται τα κέρδη, με τη βιομηχανία φυλάκισης να ισχυροποιείται μέσω της θυσίας αμέτρητων ζωών στον βωμό του κέρδους.

Η ζοφερή πραγματικότητα των ιδιωτικών φυλακών είναι αδιαμφισβήτητη. Το 2015, το 8,5% των κρατουμένων στις Η.Π.Α βρισκόταν σε ιδιωτικά σωφρονιστικά καταστήματα, όπου τα επίπεδα βίας και καταπάτησης δικαιωμάτων ξεπερνούσαν σταθερά εκείνα των δημόσιων. Στην Αυστραλία, οι θάνατοι κρατουμένων πολλαπλασιάστηκαν, ενώ στη Βρετανία, οι καταγγελίες για κακομεταχείριση στις ιδιωτικές φυλακές είναι διπλάσιες από τις δημόσιες. Η εξίσωση είναι αδιαπραγμάτευτη: η ιδιωτικοποίηση εντείνει την καταπίεση, διευρύνει τις ανισότητες και μετατρέπει τους κρατουμένους σε αναλώσιμους «πόρους», με τις φυλακές να λειτουργούν ως καπιταλιστικές μηχανές εξάντλησης και εκμετάλλευσης.
Η συζήτηση στην Ελλάδα σχετικά με την ιδιωτικοποίηση των φυλακών αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου νεοφιλελεύθερου σχεδίου, το οποίο επιδιώκει τη συρρίκνωση του κράτους και την παράδοση των δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών σε ιδιώτες. Οι υπέρμαχοι αυτής της πολιτικής διατείνονται ότι η ιδιωτικοποίηση θα φέρει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, μείωση κόστους και βελτίωση των συνθηκών κράτησης. Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση είναι επικίνδυνη, ειδικά σε έναν τόσο ευαίσθητο τομέα όπως ο σωφρονιστικός, πόσο δε μάλλον, σε μία χώρα με ένα ήδη καταπονημένο σωφρονιστικό σύστημα, που δεν έχει την πολυτέλεια να πειραματίζεται. Το επιχείρημα ότι οι ιδιωτικές φυλακές θα «επιλύσουν» τα προβλήματα του υπερπληθυσμού και της ανεπαρκούς χρηματοδότησης είναι ένας μύθος, που συγκαλύπτει την πραγματική φύση της ιδιωτικοποίησης: τη μετατροπή της ανθρώπινης δυστυχίας σε αντικείμενο κερδοφορίας.
Η καθιέρωση ιδιωτικών φυλακών στην Ελλάδα θα σηματοδοτήσει μια δραματική ανατροπή στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τη δικαιοσύνη και τη διαχείριση του κοινωνικού ιστού, υπονομεύοντας την έννοια της ισότητας και του δημοσίου συμφέροντος. Πρόκειται για την εισαγωγή μιας επικίνδυνης πρακτικής που θα νομιμοποιήσει τη σύγχρονη εκμετάλλευση της ανθρώπινης ζωής και θα μετατρέψει την κοινωνική αδικία σε έναν ανηλεή κύκλο εγκλεισμού και κέρδους. Οι ιδιωτικές φυλακές λειτουργούν αποκλειστικά με γνώμονα το κέρδος, και αυτό το κέρδος τροφοδοτείται από την ύπαρξη κρατουμένων. Δεν έχει καμία σημασία αν αυτοί οι άνθρωποι είναι θύματα της φτώχειας ή της κοινωνικής ανισότητας· το μόνο που μετρά είναι να κρατούνται γεμάτα τα κελιά.
Ειδικά στην Ελλάδα, όπου ήδη παρατηρείται μια συστηματική στοχοποίηση κοινωνικά ευάλωτων ομάδων, όπως οι Ρομά, οι μετανάστες, οι τοξικοεξαρτημένοι και οι ψυχικά ασθενείς, η εισαγωγή των ιδιωτικών φυλακών θα επιδεινώσει αυτήν την κατάσταση. Οι άνθρωποι αυτοί θα βρεθούν φυλακισμένοι, όχι επειδή αποτελούν σοβαρή απειλή για την κοινωνία, αλλά επειδή έκαναν το «μοιραίο λάθος» να ανήκουν στις ευάλωτες κατηγορίες που η κοινωνία απεχθάνεται και στιγματίζει. Το σύστημα θα ενοχοποιήσει τη φτώχεια και την περιθωριοποίηση, καταδικάζοντας αυτούς τους ανθρώπους όχι για πραγματικά εγκλήματα, αλλά για την αδυναμία τους να ξεφύγουν από τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Το φαινόμενο θα αναπαράγεται μέσω παραπλανητικών αφηγημάτων και διαστρεβλωμένων ερευνών, που θα στοχοποιούν τις ευάλωτες ομάδες ως υπαίτιες της εγκληματικότητας, ενώ αυτή θα παραμένει απότοκο της κοινωνικής αδικίας. Έτσι, το σύστημα θα δημιουργεί αποδιοπομπαίους τράγους, συγκαλύπτοντας την εκμετάλλευση ως πρωταρχική αιτία. Καθώς οι φυλακές γεμίζουν, η κερδοφορία θα διαιωνίζεται, με νέα θύματα να τροφοδοτούν αδιάκοπα τον μηχανισμό της καταστολής προς όφελος του κεφαλαίου.

Η ίδρυση ιδιωτικών φυλακών, παράλληλα, σηματοδοτεί ρήξη στη δικαιοσύνη και την κοινωνική μέριμνα, καταργώντας κάθε έννοια δημοκρατικής λογοδοσίας. Δεν πρόκειται απλώς για επιχειρηματική δραστηριότητα, αλλά για θεσμοποίηση της κοινωνικής ανισότητας, που η παραβατικότητα μετατρέπεται σε μέσο συσσώρευσης πλούτου. Οι ιδιωτικές φυλακές απαιτούν συνεχή ροή εγκλείστων για τη διατήρηση των κερδών, καθιστώντας την ίδια την ύπαρξή τους εξαρτημένη από την αναπαραγωγή του εγκλεισμού. Συστήματα που υιοθέτησαν το μοντέλο αυτό παρουσιάζουν εκρηκτική αύξηση φυλακισμένων, καθώς μηχανισμοί κατασκευής εγκληματικότητας διασφαλίζουν την επάρκεια «ανθρώπινου κεφαλαίου» για εκμετάλλευση.
Ακόμη πιο επικίνδυνη είναι η υπονόμευση της επανένταξης. Σε ένα σύστημα κερδοφορίας, η εκπαίδευση και η κοινωνική αποκατάσταση καθίστανται ασύμφορες, ενώ η υποτροπή μετατρέπεται σε πηγή εσόδων. Όσο επιμηκύνονται οι ποινές και αυξάνονται οι επανειλημμένες φυλακίσεις τόσο σταθεροποιείται η κερδοφορία. Έτσι, το κοινωνικό κράτος περιθωριοποιείται, ενώ οι ιδιωτικές φυλακές διαιωνίζουν την εγκληματικότητα που υποτίθεται πως καταπολεμούν.
Τέλος, η εισαγωγή της λογικής της αγοράς στη δικαιοσύνη συνιστά θεμελιακή απειλή. Η ισονομία θα διαβρωθεί, υποτασσόμενη στη δυναμική της προσφοράς και της ζήτησης. Οι κρατούμενοι θα καταστούν «σύγχρονοι σκλάβοι», εργαλειοποιημένοι ως φθηνή εργατική δύναμη, ενώ η δικαιοσύνη θα μετατραπεί σε εμπορεύσιμο αγαθό. Αυτή η μετάλλαξη της ποινικής διαχείρισης σε μηχανισμό κέρδους συνιστά την απόλυτη αποδόμηση του κοινωνικού ιστού.
Αν επιτραπεί δημιουργία ιδιωτικών φυλακών στην Ελλάδα, θα γίνουμε μάρτυρες μιας συστηματικής απόπειρας αναπαραγωγής της κοινωνικής ανισότητας, βλέποντας τους πιο ευάλωτους συμπολίτες μας να βρίσκονται στο έλεος ενός συστήματος που τους βλέπει απλώς ως αριθμούς και όχι ως ανθρώπους. Που μας βλέπει ως καύσιμη ύλη σε μία αχόρταγη μηχανή…