Της Βασιλικής Χαραλάμπους,
Σύμφωνα με την αρχή “ne bis in idem”, η οποία εφαρμόζεται στην ελληνική έννομη τάξη μέσω του άρθρου 4 παρ. 1 του πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, κανείς δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικαστεί εις διπλούν για το ίδιο αδίκημα, ήτοι για παράβαση για την οποία αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Η εν λόγω αρχή, σύμφωνα με το ΔΕΕ, το ΕΔΔΑ και το ΣτΕ, εφαρμόζεται όχι μόνο επί ποινικών κυρώσεων αλλά και σε περιπτώσεις για τις οποίες προβλέπεται η επιβολή διοικητικών κυρώσεων «ποινικής φύσεως».
Τα κριτήρια σχετικά με την ανωτέρω «ποινική χροιά» των κυρώσεων αυτών έχουν καθορισθεί μη σωρευτικώς από την απόφαση Engel του ΕΔΔΑ κι είναι: α) η ταξινόμηση της παράβασης στο εθνικό ποινικό δίκαιο, β) η φύση της παράβασης, γ) η φύση κι ο βαθμός σοβαρότητας της ποινικής κύρωσης. Ιδιαίτερο ζήτημα τίθεται εν προκειμένω σχετικά με το αν μπορεί να εφαρμοσθεί η αρχή ne bis in idem στις αποφάσεις της Επιτροπής Ανταγωνισμού με τις οποίες οι επιχειρήσεις αποδέχονται δεσμεύσεις προς παύση πιθανολογούμενης παράβασης.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την ελληνική ρύθμιση του αρ. 25 παρ. 6 του ν. Ν 3959/2011: «Αν η Επιτροπή Ανταγωνισμού πιθανολογεί, κατά τη διάρκεια σχετικής έρευνας που διεξάγεται είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήματος του Υπουργού Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, ή καταγγελίας, παράβαση των διατάξεων των άρθρων 1 και 2 ή των άρθρων 101 και 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί με απόφασή της να αποδέχεται, εκ μέρους των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, την ανάληψη δεσμεύσεων προς παύση της πιθανολογούμενης παράβασης και να καθιστά τις δεσμεύσεις αυτές υποχρεωτικές για τις επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων. Η απόφαση της Επιτροπής μπορεί να εκδοθεί για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, εφόσον κρίνεται ότι δεν συντρέχουν λόγοι για περαιτέρω δράση αυτής. Η Επιτροπή μπορεί, ύστερα από αίτηση που υποβάλλει κάθε ενδιαφερόμενος ή αυτεπαγγέλτως, να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία όταν υπήρξε ουσιαστική μεταβολή των γεγονότων στα οποία βασίσθηκε η απόφαση, ή οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις αθετήσουν τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει, ή η απόφαση βασίσθηκε σε ελλιπείς, ανακριβείς ή παραπλανητικές πληροφορίες των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων».

Ήδη, στην υπόθεση Miraglia C-463/03, το ΔΕΕ έκρινε ότι εφαρμόζεται η αρχή θέτοντας ως δεδομένο ότι εφόσον έχει ήδη ασκηθεί ποινική δίωξη σε άλλο κράτος μέλος, δεν εκδίδεται καμία απόφαση, η οποία φυσικά θα προϋποθέτει ουσιαστική αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών του ζητήματος. Ακολούθως, στην υπόθεση Van Straaten C-150/05, το δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορεί να υπεισέλθει στην ουσιαστική κρίση των πραγματικών περιστατικών, αφού είχε εκδοθεί ήδη απόφαση του εθνικού δικαστηρίου που απάλλασσε τον κατηγορούμενο αμετάκλητα λόγω ανεπαρκών αποδείξεων.
Καθίσταται επομένως σαφές ότι βασικό κριτήριο για τη εφαρμογή ή μη της αρχής είναι αν και κατά πόσο υπάρχει ουσιαστική αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης (determination as to the merits of the case). Ερχόμενοι τώρα στο ζήτημα της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η έλλειψη τιμωρητικού χαρακτήρα της αποδοχής δεσμεύσεων θεμελιώνεται έτι περισσότερο στις προτάσεις της Γενικής Εισαγγελέως Kikkot στην υπόθεση Lukasz Marcin Bonda, όπου εκεί υποστήριξε ότι βασικό στοιχείο της ποινής είναι το χαρακτηριστικό της καταστολής ως εκ διαμέτρου αντίθετης με το χαρακτηριστικό της αποκατάστασης του μέτρου. Με βάση το σκεπτικό αυτό, οι αποδοχές των δεσμεύσεων δεν έχουν ποινικό χαρακτήρα, διότι ελλείπει το στοιχείο της απαξίωσης και της καταστολής, έχοντας μόνον αποκαταστατικό χαρακτήρα. Με βάση τα προλεχθέντα επομένως, υπογραμμίζεται ότι οι αποφάσεις για τις αποδοχές δεσμεύσεων δεν προσφέρονται για την εφαρμογή της αρχής “ne bis in idem”, καθώς ούτε διαπιστώνουν παράβαση, ούτε προχωρούν σε περαιτέρω ουσιαστική αξιολόγηση της υπόθεσης, ούτε βέβαια έχουν τιμωρητικό χαρακτήρα.
Από τα ανωτέρω επομένως προκύπτει ότι καμία άλλη αρχή η δικαστήριο, ακόμη κι αν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις της “ne bis in idem”, δεν απαγορεύεται αναφορικά με το ζήτημα της αποδοχής δεσμεύσεων να εξετάσει εκ νέου την υπόθεση και να τιμωρήσει τις εν λόγω συμπεριφορές των επιχειρήσεων για τις οποίες αυτές ανέλαβαν δεσμεύσεις.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ζαμπάρας Θέμελης, Οι αποφάσεις της ne bis in idem στην ΕΑ- η έκταση αυτοδέσμευσης της Επιτροπής από τις αποφάσεις αποδοχής δεσμεύσεων του Κανονισμού 1/2003, ΤΝΠ QUALEX
- Κλάπα Ιωάννα, Η αρχή ne bis in idem στο ποινικό δικονομικό δίκαιο υπό το φως της ΕΣΔΑ, e- Πολιτεία, τεύχος 10