Της Παολίνας Ζογλοπίτη,
Είναι γεγονός πως η σύγχρονη κοινωνία βιώνει την εποχή της αλλαγής και της στροφής από το σκοτάδι στο φως, τοποθετώντας ψηλά στην ατζέντα των προτεραιοτήτων της την χειραφέτηση των ανθρώπων από ό,τι τους καταπιέζει και τους στερεί το φως, κρατώντας τους «αιχμάλωτους» στο σκοτάδι. Ένα γρανάζι που βελτιώνει τη μη αποδοχή της διαφορετικότητας, είναι για πολλούς η πρακτική της πολιτικής ορθότητας.
Η πολιτική ορθότητα συγκαταλέγεται στις τάσεις της εποχής μας και δεν αποτελεί παρά μια πρακτική αποφυγής εκφράσεων και ενεργειών που αναφέρονται ως επί το πλείστον στο φύλο, στα χαρακτηριστικά, στη θρησκεία, στη σεξουαλικότητα, στην καταγωγή και σε λοιπά γνωρίσματα που συνθέτουν μια ταυτότητα και ενδέχεται να προσβάλλουν ή να περιθωριοποιήσουν το άτομο. Στόχος της πολιτικής ορθότητας είναι να πατάξει φαινόμενα όπως τον ρατσισμό και τις διακρίσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, χαρίζοντάς τους μια αίσθηση ελευθερίας.
Χάρη στη συγκεκριμένη πρακτική οι μειονότητες παύουν να βρίσκονται -ή μάλλον να νιώθουν- στο περιθώριο και βρίσκονται πιο κοντά στην ισότητα. Ωστόσο, το σημαντικότερο ωφέλημα δεν είναι η διάκριση που υποτίθεται πως θα παταχθεί αν αποφύγουμε κάποιες λέξεις. Το πραγματικό κέρδος από αυτή την πρακτική είναι ότι ο λόγος των ανθρώπων αρχίζει να αποκτά συνείδηση και σεβασμό προς το διαφορετικό και αναγνωρίζεται πως η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει. Πράγματι, ένας χαρακτηρισμός ίσως πληγώσει και στιγματίσει κάποιους ανθρώπους. Ωστόσο, η πολιτική ορθότητα όχι απλά δεν είναι πανάκεια, αλλά συχνά αντί να χειραφετεί, περιορίζει περισσότερο τον λόγο του ατόμου, λειτουργώντας ως αυτολογοκρισία ή αφορμή να κατακριθεί κανείς για όσα λέει.
Ενώ αρχικά η πολιτική ορθότητα ήταν αποτελεσματική, στην πορεία μάς εισήγαγε στον κόσμο της φιλτραρισμένης επιφανειακής έκφρασης. Η τηλεόραση, και ειδικότερα τα πρόσωπα που την απαρτίζουν, πραγματοποίησαν στροφή 180 μοιρών, και από τον ρατσιστικό οχετό μεταμορφώθηκαν ξαφνικά σε υπερασπιστές κάθε «αδύναμου», με περίσσεια υποκρισία. Το πρόβλημα δεν έγκειται στην υπεράσπιση του «αδύναμου». Απεναντίας, αυτό θα ήταν μια μεγάλη επιτυχία στην κοινωνία μας.
Το πρόβλημα έγκειται στην αποφυγή της ειλικρίνειας. Όχι από σεβασμό, αλλά από φόβο να μην πνιγούν από το κύμα που ονομάζεται “cancel”, δηλαδή την σύσσωμη αποδοκιμασία ενός προσώπου από τους χρήστες των κοινωνικών δικτύων εξαιτίας μιας παράτολμης τοποθέτησης, η οποία θα μειώσει τη δημοτικότητά τους. Επομένως, τα ΜΜΕ και όλες οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης γέμισαν φίλτρα όχι μόνο στα πρόσωπα αλλά και στα λόγια. Λέξεις όπως «χοντρός», «κοντός», ή λέξεις που προσδιορίζουν το φύλο σχεδόν δαιμονοποιήθηκαν και αντικαταστάθηκαν με φιλτραρισμένες.

Αντίστοιχα, υπάρχουν λέξεις που ταυτίζονται αυτομάτως με πεποιθήσεις, βάζοντας τους ανθρώπους σε μια διαδικασία ταμπελοποίησης, μεγαλύτερη από εκείνη που οδήγησε στην πρακτική της πολιτικής ορθότητας. Για παράδειγμα, το να ειπωθεί από κάποιον ότι αγαπά τη θρησκεία του ή την πατρίδα ή την οικογένεια του είναι πλέον ταμπού, γιατί αυτόματα συνδέεται με ακροδεξιές πεποιθήσεις, χωρίς να υπάρχει κανένας πραγματικός συσχετισμός. Στην πραγματικότητα, το να αγαπάς την οικογένεια σου, τον τόπο που γεννήθηκες ή τον Θεό σου (αν πιστεύεις) δεν περιλαμβάνει τίποτε το κατακριτέο, είναι μάλιστα τιμή να διακατέχεσαι από σεβασμό και αγάπη προς αυτά. Οι περιπτώσεις που τοποθετούνται ταμπέλες δεν έχουν τέλος.
Η πολιτική ορθότητα, είναι γνωστή εκτός από τον επιφανειακό της χαρακτήρα και για τη συγγένεια της με την τοξική θετικότητα (“toxic positivity”). Η τοξική θετικότητα είναι η υπερβολική έκφραση θετικών τοποθετήσεων, οι οποίες λειτουργούν εις βάρος της πραγματικότητας. Οι άνθρωποι καλύπτουν τις πολιτικά μη ορθές απόψεις τους με ένα θετικό σχόλιο, το οποίο δεν αποτελεί ευγένεια αλλά κολακεία, με απώτερο σκοπό να νιώσει το άτομο μέλος του κύματος της πολιτικής ορθότητας και να επαναπαυτεί με ένα βολικό ψέμα ο αποδέκτης του σχολίου. Πρόκειται δηλαδή για την προτίμηση ενός βολικού ψέματος από μια άβολη αλήθεια. Ένα παράδειγμα αποτελούν τα σχόλια σε πλατφόρμες όπως το Tik Tok. Ένα παχύσαρκο άτομο δημοσιεύει ένα βίντεο. Τα σχόλια της τοξικής θετικότητας είναι αυτά που σχολιάζουν «τι υπέροχο κορμί», εξαντλώντας την υποκρισία τους, καθώς αν είχαν την επιλογή να διαλέξουν δεν θα διάλεγαν ένα παχύσαρκο σώμα. Όχι απλά για λόγους αισθητικής, αλλά πρωταρχικά για λόγους υγείας.
Το να σχολιάσεις «τι υπέροχο κορμί» δε σε κάνει υπερασπιστή ενός ανθρώπου εκτεθειμένου σε αρνητικά σχόλια που δυστυχώς συχνά υπάρχουν. Αντιθέτως, σε καθιστά ψεύτη. Ένας άνθρωπος που δεν έχει ανασφάλειες και δεν κρίνει τους ανθρώπους σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά τους δεν είναι αυτός που θα σχολιάσει «τι υπέροχο κορμί», λέγοντας κάτι που δεν πιστεύει, είναι αυτός που θα προσπεράσει την δημοσίευση όπως και όλες τις υπόλοιπες γιατί το ανθρώπινο σώμα του καθενός δεν είναι έκθεμα προς σχολιασμό.
Η τοξική θετικότητα όχι μόνο είναι υποκρισία, αλλά προάγει και τη στασιμότητα. Αν και μόνο αν ερωτηθείς, το να προτείνεις σε έναν άνθρωπο που υποφέρει από παχυσαρκία να αλλάξει για να βελτιώσει την υγεία του και τα όσα προβλήματα έχει με την εικόνα του, μπορεί να είναι μια άβολή αλήθεια, αλλά έχει ως αποτέλεσμα την εξέλιξη. Το να προτείνεις σε έναν άνθρωπο να παλέψει να αγαπήσει ένα σώμα που δεν του αρέσει γιατί «το σώμα του είναι τέλειο» είναι εμφανής στασιμότητα και περισσότερο τεμπελιά, παρά καλοσύνη. Η ειλικρίνεια συνήθως πονάει, και επειδή στους ανθρώπους δεν αρέσει να πονάνε, δανείζονται την πολιτική ορθότητα και την τοξική θετικότητα για να μειώσουν τον πόνο. Βέβαια, αυτό δεν είναι μια αφαιρετική άποψη, δε σημαίνει πως κάθε τι πολιτικά ορθό είναι και λάθος. Είναι λάθος μονάχα όταν είναι ανειλικρινές ή περιοριστικό ως προς την έκφραση.
Συνεπώς, το να μη βιώνουμε ή να μη γιγαντώνουμε τον ρατσισμό δεν έχει ως εναλλακτική λύση τον φόβο να χρησιμοποιούμε τις λέξεις. Το ιδανικό θα ήταν να συγκρατήσουμε το μεγαλύτερο ωφέλημα της πολιτικής ορθότητας, δηλαδή το να μιλάμε σεβόμενοι τον συνάνθρωπο, χωρίς να τον προσβάλλουμε. Αν συνεχίσουμε να αξιοποιούμε την πρακτική της πολιτικής ορθότητας τόσο έντονα, η κοινωνία θα μοιάζει με ένα πεντακάθαρο και τακτοποιημένο σπίτι, που όταν ανοίγεις τα ντουλάπια θα ξεπροβάλλουν αναρίθμητα πεταμένα πράγματα και σκουπίδια. Δηλαδή μια εικόνα μιας δήθεν καθαριότητας, που στην πραγματικότητα είναι μια καλοστημένη ακαθαρσία.