Της Αναστασίας Στανίτσα,
Με την απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, υπ’ αριθμόν 203/2020, η οποία επακολούθησε του ν. 4336/2015, με τον οποίο εφαρμόζεται, εν συνεχεία του έτους 2010, από την Ελληνική Κυβέρνηση πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής σε συνεννόηση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), με σκοπό την ενίσχυση της οικονομίας και τη δημιουργία νέων ευκαιριών απασχόλησης για την αντιμετώπιση της οξείας οικονομικής κρίσης και καταπολέμησης της ανεργίας, προκρίνεται πλέον το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, μέσα στα οποία συγκαταλέγονται και τα φαρμακεία. Με την απόφαση αυτή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με την οποία επέρχεται σημαντική μεταστροφή στα ήδη νομολογιακά παγιωμένα, καθίσταται δυνατή η χορήγηση άδειας ιδρύσεως και δημιουργίας φαρμακείων από ιδιώτες μη φαρμακοποιούς.
Πιο συγκεκριμένα, το επάγγελμα του φαρμακοποιού είναι ιδιαίτερο αφού συνδέεται τόσο με την επιστημονική όσο και με την εμπορική δραστηριότητα και ταυτόχρονα με την προστασία της υγείας. Εξάλλου, ο φαρμακοποιός προβαίνει σε πώληση λιανικής προϊόντων, γι’ αυτό και τα φαρμακεία τελούν υπό ιδιόμορφο ιδιοκτησιακό καθεστώς, καθώς δεν συνιστούν αμιγώς εμπορικές επιχειρήσεις, αλλά ούτε αποκλειστικούς φορείς παροχής υπηρεσιών δημόσιας υγείας. Ειδικότερα, υπό το προϊσχύσαν καθεστώς των ν. 5607/1932 και ν. 1963/1991, η κατοχή πτυχίου Φαρμακευτικής Σχολής κι η άδεια ασκήσεως φαρμακευτικού επαγγέλματος αποτελούσαν τις κύριες και μοναδικές προϋποθέσεις για την άσκηση φαρμακευτικής δραστηριότητας. Συνεπώς, ο κανόνας ήταν ότι μόνο στους έχοντες πτυχίου Φαρμακευτικής Σχολής, δηλαδή στους υπό στενή έννοια φαρμακοποιούς, μπορούσε να χορηγηθεί άδεια ασκήσεως επαγγέλματος και λειτουργίας φαρμακείου.
Ωστόσο, οι νέες απρόοπτες οικονομικές συνθήκες και μεταβολές επέβαλαν την ανάγκη προσαρμογής σ’ αυτές, με τέτοιο τρόπο που κατέστη επιτακτική η διάσπαση του κανόνα, μετά τη μεταστροφή της νομολογίας και την απελευθέρωση του επαγγέλματος των φαρμακοποιών, με την παράλληλη δυνατότητα εισόδου σ’ αυτό νέων ιδιωτών μη εχόντων την ιδιότητα του φαρμακοποιού. Με την απόφαση ΣτΕ 203/2020 καθίσταται πλέον δυνατή η δημιουργία εταιρικού σχηματισμού μόνο ΕΠΕ, με τη συμμετοχή μη φαρμακοποιών εταίρων, υπό την προϋπόθεση φαρμακοποιός είναι υπεύθυνος για τη λειτουργία του φαρμακείου, παρίσταται δε κατά τη διάρκεια αυτής, έχοντας τουλάχιστον εταιρικό ποσοστό ύψους 33%. Η λύση αυτή θα δώσει τη δυνατότητα επένδυσης κεφαλαίου στην ελληνική αγορά, ενώ θα ευνοήσει την ανάπτυξη του ελεύθερου ανταγωνισμού μέσα σ’ αυτήν, καθώς και θα περιορίσει την επιβάρυνση του συστήματος της κοινωνικής ασφάλισης μέσω της μείωσης της διάθεσης των οικονομικών πόρων.

Παρά, ωστόσο, αυτήν τη νομολογιακή μεταστροφή, διατυπώθηκαν σημαντικές αντιρρήσεις από τον Πανελλήνιο Φαρμακευτικό Σύλλογο, ο οποίος θεώρησε ότι με αυτό τον τρόπο οι φαρμακοποιοί από επιστήμονες μετατρέπονται σε αντικείμενα, σε μισθωτούς υπαλλήλους των ιδιωτών μη φαρμακοποιών κι ότι τελικά τίθενται μη ανεκτοί περιορισμοί στο δικαίωμα της επαγγελματικής ελευθερίας (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος). Σε κάθε περίπτωση, απαραίτητη είναι η επισήμανση ότι στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνεται η αρχή της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, υπό την έννοια ότι καθένας έχει το δικαίωμα αυτοδιάθεσης, δηλαδή να παρουσιάζεται στους άλλους όπως ο ίδιος επιθυμεί, έχοντας την ελευθερία ενέργειας και δράσης.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το γράμμα του Συντάγματος, «καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητα του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη». Το δικαίωμα αυτό έχει τόσο αμυντική όσο κι ενεργητική συμμετοχική διάσταση, καθώς προστατεύει την οικονομική ελευθερία του ατόμου. Έκφανση της οικονομικής ελευθερίας είναι τόσο η ελευθερία της επιχειρηματικής δράσης όσο κι η επαγγελματική ελευθερία, δηλαδή η ελευθερία επιλογής κι άσκησης επαγγέλματος, είτε το τελευταίο λαμβάνει τη μορφή της παροχής προσωπικών υπηρεσιών είτε της μισθωτής εργασίας. Το επιχείρημα ότι η δραστηριοποίηση από μη φαρμακοποιούς ιδιώτες στο επάγγελμα του φαρμακοποιού παραβιάζει το δικαίωμα της επαγγελματικής ελευθερίας των ήδη υφιστάμενων φαρμακοποιών είναι αντιφατικό ενόψει του δικαιώματος της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του καθενός. Ειδικότερα σύμφωνα με το Συμβούλιο της Επικρατείας, οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος που συντρέχουν είναι αυτοί που δικαιολογούν την πρόσβαση στο επάγγελμα του φαρμακοποιού ιδιωτών μη φαρμακοποιών. Διαφορετικά, η οποιαδήποτε απαγόρευση πρόσβασης σε επάγγελμα χωρίς αυτή να δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος και δίχως να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας αποβαίνει αντισυνταγματική, διότι θίγεται ο ίδιος ο πυρήνας του δικαιώματος.
Άλλωστε, οι κάτοχοι πτυχίου Φαρμακευτικής Σχολής συνεχίζουν κι ενόψει της εισόδου στο επάγγελμα ιδιωτών να έχουν σημαντικό ποσοστό συμμετοχής ύψους 33%, καθώς αυτό συνιστά το 1/3 του εταιρικού μεριδίου και ταυτόχρονα συμμετέχουν στα έσοδα, τα κέρδη αλλά και στις ζημίες. Δεν πρόκειται για μετόχους εταίρους ιδιώτες, ώστε να παραμερίζεται η θέση των φαρμακοποιών και να μετατρέπονται οι τελευταίοι σε απλά μέσα για την εξυπηρέτηση του κέρδους των ιδιωτών. Είναι εξάλλου πασιφανές πως κάτι τέτοιο θα παραβίαζε τη γενική αρχή της αξίας του ανθρώπου του άρθρου 2 του Συντάγματος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Κώστας Χ. Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017.
- ΟλΣτΕ 203/2020. Διαθέσιμη εδώ.