Συνέντευξη στην Ευθυμία Γκαμπέση
Ο Βασίλης Μπετσάκος σπούδασε Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Έχοντας εκπονήσει διδακτορική έρευνα επάνω στην πρόσληψη της αριστοτελικής θεώρησης από τη βυζαντινή θεολογία και φιλοσοφία, φέρει την ιδιότητα του Διδάκτορα στην Ιστορία της Φιλοσοφίας και, κατά τα τελευταία χρόνια, διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, μεταξύ άλλων, το μάθημα της Πολιτικής Φιλοσοφίας στην Αρχαία Ελλάδα.
Με αφορμή την τρίτη έκδοση του βιβλίου Πίνοντας καφέ με τον Αριστοτέλη, που συνυπογράφει με τον δημοσιογράφο Θανάση Λάλα (Εκδόσεις Αρμός / Οκτώβριος 2024) και έχει αγαπηθεί ιδιαίτερα από το αναγνωστικό κοινό, ο κ. Μπετσάκος μιλάει στο OffLine Post για την εκμάθηση των Αρχαίων Ελληνικών από τους μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και τα στοιχεία που ξεχωρίζει στην αριστοτελική φιλοσοφία. Τέλος, παραθέτει την άποψή του σε σχέση με την υποθετική αντίδραση των αρχαίων φιλοσόφων εάν έβλεπαν τη νεοελληνική πραγματικότητα.
- Μπορείτε να μας πείτε λίγα λόγια για τα παιδικά σας χρόνια; Ποιο είναι εκείνο το γεγονός που συνέβαλε στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς σας;
Χαίρομαι για τη συνέντευξη αυτή. Είναι ωραίο να μιλώ με μια φοιτήτρια που… έχει ταλέντο στη δημοσιογραφία, κάτι που ήδη φαίνεται έντονα. Για τα παιδικά και νεανικά μου χρόνια, ίσως να μην θυμάμαι και πάρα πολλά. Πέρασαν αρκετά χρόνια από τότε. Αυτό, όμως, που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι ήμουν ένα παιδί που διάβαζε πολύ. Όχι τόσο στα μαθήματα του σχολείου, όσο τη λογοτεχνία και από κάποια στιγμή και μετά, θεωρητικά κείμενα, φιλοσοφικά δοκίμια, κοινωνιολογικά και διάφορα τέτοια. Έτσι, από πολύ νωρίς είχα κριτήρια ποιότητας ως προς τα διαβάσματα και μ’ αυτόν τον τρόπο αγάπησα κάποιους συγγραφείς περισσότερο από άλλους. Στη λογοτεχνία, τους μεγάλους Ρώσους μυθιστοριογράφους και στη φιλοσοφία… τον Χρήστο Γιανναρά.
Πέρα από το διάβασμα, έπαιζα έξω στις αλάνες για ατελείωτες ώρες ποδόσφαιρο ή πιστόλι. Και νιώθω σήμερα ότι αυτό το παιχνίδι, το ανέμελο, το άφοβο, το αθώο, με στηρίζει ακόμα ψυχολογικά. Άρα, θα έλεγα ότι υπάρχει μία ισορροπία. Ναι, για την ακρίβεια υπάρχει μία ισορροπία ανάμεσα στο διάβασμα και το παιχνίδι. Παράλληλα, υπάρχει και μια ομοιότητα: εκείνο το διάβασμα και το παιχνίδι ποτέ δεν γίνονται για ένα συγκεκριμένο σκοπό, δεν έχουν ένα «για να». Είναι δύο πράγματα, που αξίζουν από μόνα τους, είτε τα χαίρεται κανείς είτε όχι. Το παιχνίδι ένα παιδί πάντα το χαίρεται. Οπότε, μπορεί να είναι δύο πράγματα, που μοιάζουν λίγο αντίθετα ή να τραβούν προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Στην πραγματικότητα, όμως, συγκλίνουν.

- Έχετε εργαστεί τόσο στη μέση όσο και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Επομένως, η διδασκαλία ως επάγγελμα ήταν κάτι που σκεφτόσασταν ανέκαθεν να ακολουθήσετε ή κάτι που προέκυψε με την πάροδο των ετών;
Όντως, πέρασα απ’ όλα τα στάδια της εκπαίδευσης. Δούλεψα σε φροντιστήρια, σε ιδιαίτερα μαθήματα, σε γυμνάσια, σε λύκεια για πολλά χρόνια και στο πανεπιστήμιο, παράλληλα με τη μέση εκπαίδευση. Φυσικά, η διδασκαλία είναι κάτι που λάτρευα και λατρεύω. Είχα περάσει, να φανταστείτε, στη Νομική Σχολή, μην πιάνοντας τη βάση της Φιλολογίας. Η Φιλολογία είχε υψηλότερη βάση. Δοκίμασα να παρακολουθήσω τη Νομική, αλλά η αγάπη μου για τη διδασκαλία και τα αρχαία ελληνικά, κατά προέκταση, με κέρδισε και δεν το μετάνιωσα ποτέ. Η σχέση του δασκάλου με τους μαθητές του είναι μια σχέση αλήθειας, ζωής. Είναι μια όμορφη σχέση. Κι εμένα πολλές φορές με ανατροφοδοτεί αυτή η αλληλεπίδραση. Μπορεί να μπω στο μάθημα με πυρετό και να βγω καλά.
- Στο συγγραφικό σας έργο συγκαταλέγονται και σχολικά βιβλία για μαθητές λυκείου, όπως για παράδειγμα κριτήρια αξιολόγησης αξιόπιστης διδακτικής εφαρμογής. Πόσο σημαντικό είναι για εσάς να γνωρίζουν οι νεότεροι άνθρωποι και στην προκειμένη περίπτωση, οι μαθητές λυκείου, την ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας;
Ποτέ δεν έπαψε να με ενδιαφέρει η διδασκαλία στη μέση εκπαίδευση των παιδιών μας και πάντα αφιερώνω μεγάλο μέρος της ακαδημαϊκής μου δραστηριότητας, έχοντας ως στόχο τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Η γνώση μας για την Αρχαία Ελλάδα είναι πολύ σημαντική, αρκεί πάντα να συνδέεται με το παρόν και το μέλλον. Μια στείρα αρχαιολατρία, μια αρχαιογνωσία, που εστιάζει μόνο στο παρελθόν, είναι ενδιαφέρουσα και όμορφη, αλλά μοιάζει να μην επηρεάζει τη ζωή μας, να μην αλλάζει τον κόσμο μας. Αν η Αρχαία Ελλάδα έχει κάτι να μας πει στο σήμερα, πρέπει να εστιάσουμε σ’ αυτό. Πολλές φορές, η Αρχαία Ελλάδα έθετε τον πήχη ψηλά σε θέματα παιδείας, δημοκρατίας, πολιτικής ενότητας και ομόνοιας μέσα στην πόλη. Επίσης, σε θέματα ευρύτερων αξιών —όπως η δικαιοσύνη— και η ισότητα διαμορφώνει υπέρμετρες προσδοκίες, ωστόσο δεν μπορεί να αποτελεί ένα πρότυπο προς μίμηση. Ζούμε σ’ άλλους κόσμους. Δίνει κριτήρια, «λειτουργεί ως ένα σπέρμα», όπως έλεγε ο Κορνήλιος Καστοριάδης, που γεννάει καινούργια φαινόμενα, καινούργιες ιδέες, καινούργιους τρόπους να αντιμετωπίσουμε έναν οπωσδήποτε πολύ διαφορετικό κόσμο.
- Φυσικά, αυτή η σύνδεση είναι κάτι που επισημαίνετε πάντα στις διαλέξεις σας άλλωστε. Γνωρίζοντας την κλίση σας προς τον Αριστοτέλη, ποια είναι τα στοιχεία που ξεχωρίζετε στην πολιτική και φιλοσοφική του σκέψη, τα οποία σας κέντρισαν το ενδιαφέρον, ώστε να εστιάσετε τη μελέτη σας στο έργο του;
Είναι αλήθεια ότι ασχολούμαι δεκαετίες με τον Αριστοτέλη και τρέφω μία αγάπη για τη σκέψη του και τα κείμενά του. Με κέρδισε, καταρχάς, ο ρεαλισμός του, η απλότητα της πρώτης τουλάχιστον ματιάς του στον κόσμο. Η προσπάθειά του να περιγράψει με ακρίβεια και να αποτυπώσει τη φύση, τον κόσμο, την κοινωνία, τις ανθρώπινες σχέσεις και τα δημιουργήματα του ανθρώπου. Ωστόσο, ο Αριστοτέλης δεν είναι απλά ρεαλιστής ούτε κάποιος που αρκείται στην απλότητα. Με αφετηρία την απλότητα κάνει διεισδυτικές παρατηρήσεις πάνω στον κόσμο, αναλύει φαινόμενα που δεν μπορούμε να δούμε με την πρώτη ματιά, μας κάνει πιο έξυπνους. Διακρίνει φαινόμενα διαχρονικά, πανανθρώπινα. Η θεωρία του για τη μεσότητα, φερειπείν, τη μέση στάση στο πώς θα διαχειριστούμε τα πάθη μας και τα συναισθήματά μας, παραμένει επίκαιρη σ’ έναν κόσμο γεμάτο εντάσεις και ακρότητες. Η μεσότητα δεν είναι κάτι χλιαρό, άχρωμο ή βαρετό. Η μεσότητα ως στάση ζωής είναι ακρότητα, θεωρώ, στο τέλος. Είναι δύσκολο να την πετύχεις σε τόσα πολλά πεδία ανθρώπινων σχέσεων, συναλλαγών, συναισθημάτων. Παρόλα αυτά, είναι αμφίβολα ένα χρήσιμο εργαλείο.
- Πώς μπορεί ο φιλοσοφικός και πολιτικός κόσμος της Αρχαίας Ελλάδας και η ανάλυση αυτού να μας βοηθήσουν να ερμηνεύσουμε τη σύγχρονη εποχή;
Ζούμε σίγουρα σε μια πολύ διαφορετική εποχή, πιο πολύπλοκη. Η παγκοσμιοποίηση είναι ένα φαινόμενο που επηρεάζει πάρα πολύ τη ζωή μας και σίγουρα, όλα αυτά βρίσκονται στον αντίποδα από τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε η Αρχαία Ελλάδα. Η Αρχαία Ελλάδα ήταν ανοιχτή σε επιρροές από τον έξω κόσμο. Ωστόσο, η εποχή δεν επέτρεπε πολύπλοκες σχέσεις. Η Αρχαία Ελλάδα μπορεί να μας δώσει ένα μήνυμα πυκνού κοινωνικού ιστού, ισχυρών σχέσεων μεταξύ των πολιτών, συμμετοχής στα κοινά, σεβασμού σε κάποιες διαχρονικές αξίες, ένα ειλικρινές αίσθημα δικαιοσύνης, που διατρέχει όλα τα αρχαία κείμενα. Αλλά, επίσης, και μια αίσθηση της τραγικότητας του κόσμου. Πολλές φορές οι ενέργειές μας κινούνται με καλές προθέσεις, αλλά οδηγούν στην καταστροφή, γιατί έτσι είναι η ανθρώπινη φύση. Η Αρχαία Ελλάδα μας θυμίζει την κοινή μας θνητότητα. Πολλές φορές αυτό το ξεχνάμε σήμερα.
- Ποια πιστεύετε ότι θα ήταν η αντίδραση των αρχαίων φιλοσόφων αντικρίζοντας τη σημερινή Ελλάδα;
Σίγουρα, οι αρχαίοι φιλόσοφοι δεν είναι όλοι το ίδιο και υπάρχουν άνθρωποι πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους που θα αντιδρούσαν προφανώς διαφορετικά. Σίγουρα, το θαύμα της τεχνολογίας είναι κάτι που δεν θα μπορούσαν να φανταστούν. Οι τεχνολογικές εξελίξεις επιταχύνθηκαν απίστευτα συγκριτικά με εκείνα τα χρόνια. Ωστόσο, αυτό που θα εξέπληττε ίσως κάποιον αρχαίο φιλόσοφο είναι η σύγχρονη μοναξιά, η οποία πηγάζει από τη δόμηση του ανθρώπου ως ατόμου. Στην εποχή μας υπάρχουμε ως άτομα και όχι ως πολίτες. Δεν αντλούμε την ύπαρξή μας από το ότι ανήκουμε σ’ ένα σύνολο, στην πόλη. Αυτό δύσκολα θα το εμπέδωναν οι αρχαίοι φιλόσοφοι και, σίγουρα, θα αντιδρούσαν.

- Στο νέο σας βιβλίο σε συνεργασία με τον Θ. Λάλα, Πίνοντας καφέ με τον Αριστοτέλη (Εκδόσεις Αρμός, 2024), ποιο πιστεύετε ότι είναι το στοιχείο εκείνο που θα ξεχωρίσει ο αναγνώστης, όταν το διαβάσει;
Χωρίς αμφιβολία, όταν καταπιανόμαστε με έναν αρχαίο φιλόσοφο, όπως ο Αριστοτέλης, υπάρχει πάντα μια αίσθηση σοβαρότητας και δυσκολίας. Πολλοί τον βλέπουν σαν κάτι δυσπρόσιτο, με έννοιες που απαιτούν πολλή προσπάθεια για να κατανοηθούν. Αυτό που συχνά ξεχνάμε, όμως, είναι ότι οι φιλόσοφοι αυτοί υπήρξαν πάνω απ’ όλα δάσκαλοι. Ένας καλός δάσκαλος ξέρει να προσαρμόζεται στις ανάγκες του μαθητή, να ελαφρύνει το κλίμα όταν χρειάζεται, να βάζει χιούμορ στη διδασκαλία του και, κυρίως, να περνά τα μηνύματά του με τρόπο ευχάριστο και κατανοητό.
Το συγκεκριμένο βιβλίο έχει αυτή την πρόθεση. Να λειτουργήσει ως ένας σύγχρονος οδηγός σκέψης, που με απλό και προσιτό τρόπο φέρνει τον αναγνώστη πιο κοντά στον Αριστοτέλη. Ο αναγνώστης μπορεί να ανακαλύψει στοιχεία της καθημερινότητας, των ανθρώπινων σχέσεων και της φιλοσοφίας, χωρίς να νιώθει ότι «διδάσκεται». Η εμπειρία, έτσι, γίνεται πιο προσωπική και διαδραστική.
Ελπίζω το βιβλίο να φέρει αυτή τη διδακτική, αλλά, ταυτόχρονα, και μία ανάλαφρη προσέγγιση, που επιτρέπει στον αναγνώστη να νιώσει ότι δεν είναι απλώς θεατής, αλλά μέρος ενός διαλόγου με το μεγάλο φιλόσοφο.
Θα θέλαμε να σας ευχαριστήσουμε για ακόμη μία φορά εκ μέρους εμού, ως Διευθύντριας Έκδοσης και ευρύτερα, της ομάδας μας για όλα όσα μοιραστήκατε σε μας και τους αναγνώστες.