Της Αναστασίας Δάβαρη,
Η ιστορία της Κύπρου, μετά την ανεξαρτησία της το 1960, σημαδεύτηκε από διαρκείς εντάσεις, πολιτική αστάθεια και, τελικά, την τουρκική εισβολή του 1974. Όπως, αναλύθηκε στο πρώτο μέρος του άρθρου, οι Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου έθεσαν τα θεμέλια για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κυπριακού κράτους, αλλά ταυτόχρονα ενσωμάτωσαν μηχανισμούς σύγκρουσης που γρήγορα οδήγησαν σε πολιτικές και εθνοτικές κρίσεις. Η διακυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας έγινε δυσλειτουργική, ενώ οι εχθροπραξίες του 1963-64, κατέληξαν στην αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από τις κρατικές δομές.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε το 1974, όταν το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας κατά του Προέδρου Μακαρίου κι η επακόλουθη τουρκική εισβολή οδήγησαν στη de facto διχοτόμηση της Κύπρου. Η Τουρκία κατέλαβε περίπου το 37% του εδάφους του νησιού, δημιουργώντας μια νέα πραγματικότητα, με εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνοκύπριους να εκτοπίζονται από τα κατεχόμενα εδάφη και να εγκαθίστανται στο νότιο τμήμα του νησιού. Παράλληλα, Τουρκοκύπριοι μετακινήθηκαν στα βόρεια, εδραιώνοντας τη διαίρεση της Κύπρου.

Μετά την εισβολή, η διεθνής κοινότητα επιχείρησε να βρει μια διπλωματική λύση στο Κυπριακό. Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών ανέλαβε ρόλο διαμεσολαβητή, ενώ η Ελλάδα κι η Τουρκία, καθώς κι οι ηγεσίες των δύο κοινοτήτων, κλήθηκαν να διαπραγματευτούν ένα νέο πολιτικό πλαίσιο για τη μελλοντική διακυβέρνηση του νησιού. Σε αυτό το πλαίσιο, πραγματοποιήθηκε η συνάντηση της 12ης Φεβρουαρίου 1977 στη Λευκωσία, μεταξύ του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’ και του Τουρκοκύπριου ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς, υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, Κουρτ Βάλτχαϊμ.
Κατά τη συνάντηση αυτή, οι δύο ηγέτες συμφώνησαν σε τέσσερα βασικά σημεία που θα αποτελούσαν το πλαίσιο για μια ειρηνική διευθέτηση του Κυπριακού. Πρώτο σημείο, αποτελεί η Ανεξαρτησία της Κύπρου, όπου θα παρέμενε ένα αδέσμευτο κράτος. Η λύση που θα επιδιωκόταν, θα βασιζόταν στη δημιουργία μιας δικοινοτικής, ομόσπονδης δημοκρατίας, όπου οι δύο κοινότητες θα συμμετείχαν στη διακυβέρνηση μέσω ενός ομοσπονδιακού συστήματος. Δεύτερο σημείο, αποτελεί η εδαφική ρύθμιση. Το εδαφικό ζήτημα θα εξεταζόταν με βάση την οικονομική βιωσιμότητα, την παραγωγικότητα και τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα.
Η επιστροφή εδαφών υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση αποτελούσε βασικό ζητούμενο της διαπραγμάτευσης, αν και δεν καθορίστηκαν συγκεκριμένα ποσοστά ή περιοχές. Τρίτο σημείο, αποτέλεσαν τα θεμελιώδη δικαιώματα που θα καταλογίζονταν στους πολίτες. Οι διαπραγματεύσεις θα περιλάμβαναν ζητήματα, όπως η ελευθερία διακίνησης, εγκατάστασης και το δικαίωμα ιδιοκτησίας. Οι ελευθερίες αυτές θα λαμβάνονταν υπόψη μέσα στο δικοινοτικό πλαίσιο της ομοσπονδιακής δομής. Τέταρτο και τελευταίο σημείο, αποτέλεσαν οι εξουσίες που θα είχε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Η κεντρική κυβέρνηση της ομόσπονδης Κύπρου θα είχε εξουσίες που θα διασφάλιζαν την ενότητα του κράτους. Παράλληλα, θα υπήρχαν δικαιώματα αυτοδιοίκησης για τις δύο κοινότητες, σεβόμενα την ιστορική και πολιτισμική τους ταυτότητα. Η Συμφωνία του 1977 αποτέλεσε το πρώτο επίσημο έγγραφο, στο οποίο κι οι δύο πλευρές συμφώνησαν ότι η λύση του Κυπριακού θα έπρεπε να είναι η ομοσπονδία.
Παρότι, η Συμφωνία του 1977 έθεσε τις βάσεις για μια ενδεχόμενη λύση, δεν εφαρμόστηκε ποτέ λόγω σημαντικών αποκλίσεων στις θέσεις των δύο πλευρών. Οι διαπραγματεύσεις δεν προχώρησαν ουσιαστικά, καθώς η Τουρκία κι η τουρκοκυπριακή ηγεσία πίεζαν για μια συνομοσπονδία, δηλαδή για ένα σύστημα στο οποίο οι δύο πλευρές θα διατηρούσαν σχεδόν πλήρη αυτονομία. Αντίθετα, η ελληνοκυπριακή πλευρά επεδίωκε μια πιο ενοποιημένη ομοσπονδία, με ισχυρή κεντρική κυβέρνηση που θα διατηρούσε τον έλεγχο των βασικών κρατικών λειτουργιών. Επιπλέον, η Τουρκία συνέχιζε να διατηρεί ισχυρή στρατιωτική παρουσία στο βόρειο τμήμα της Κύπρου, γεγονός που καθιστούσε δύσκολη οποιαδήποτε συζήτηση για αποχώρηση στρατευμάτων.

Το 1979, η Συμφωνία Κυπριανού-Ντενκτάς επιβεβαίωσε τα βασικά σημεία της Συμφωνίας του 1977, χωρίς όμως να οδηγήσει σε ουσιαστική πρόοδο. Παρά τις συνεχείς διπλωματικές προσπάθειες, η Κύπρος παρέμεινε διχοτομημένη.
Η Συμφωνία Μακαρίου-Ντενκτάς αποτέλεσε μια από τις πιο σοβαρές προσπάθειες γεφύρωσης του χάσματος μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων μετά την εισβολή του 1974. Για πρώτη φορά, οι δύο πλευρές συμφώνησαν επίσημα στη μορφή μιας ομοσπονδιακής λύσης, αναγνωρίζοντας ότι η επιστροφή στο προηγούμενο καθεστώς ήταν ανέφικτη. Ωστόσο, οι αποκλίσεις στις πολιτικές επιδιώξεις, η συνεχιζόμενη παρουσία τουρκικών στρατευμάτων κι η έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο κοινοτήτων καθιστούσαν αδύνατη την υλοποίηση αυτής της συμφωνίας.
Σήμερα, 51 χρόνια μετά την τουρκική εισβολή, η Κύπρος παραμένει διαιρεμένη, με μια αβέβαιη προοπτική επίλυσης. Η διεθνής κοινότητα εξακολουθεί να αναζητά μια βιώσιμη λύση, όμως η έλλειψη προόδου στις συνομιλίες κι οι πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, την Τουρκία και την Ευρωπαϊκή Ένωση καθιστούν το μέλλον του Κυπριακού αβέβαιο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κώστας Χατζηαντωνίου (2007), Κύπρος 1954-1974, εκδ. Ιωλκός
- Νίκος Ψυρούκης (2005), Κύπρος – Από την αυτοδιάθεση στην κατοχή, Λευκωσία: εκδ. Αιγαίον
- Η συμφωνία κορυφής Μακαρίου – Ντενκτάς, kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ
- Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου της 12ης Φεβρουαρίου 1977, pio.gov.cy, διαθέσιμο εδώ