Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,
Η ελληνική μουσική του 20ου αιώνα έχει να επιδείξει σπουδαία ονόματα στο χώρο του τραγουδιού με το καθένα να αφήνει το δικό του στίγμα στην πολιτιστική ιστορία του τόπου.
Ωστόσο, λίγοι είναι αυτοί που έχουν χαράξει με χρυσά γράμματα το όνομά τους στα μουσικά κιτάπια της Ελλάδας, όπως για παράδειγμα ο Στράτος Διονυσίου, η Βίκυ Μοσχολιού και άλλοι. Ανάμεσα σε αυτά τα «ιερά τέρατα» της λαϊκής δισκογραφίας δεν θα μπορούσε να απουσιάζει και ο Στέλιος Καζαντζίδης, η φωνή του λαού ή «ο Παρθενώνας του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού» όπως τον χαρακτήριζε ο επίσης σπουδαίος Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Δίπλα, όμως, σε αυτή την σπάνια λαϊκή φωνή βρέθηκε ο δημοσιογράφος Πάνος Γεραμάνης ήδη από νεαρή ηλικία και αναπτύχθηκε ανάμεσά τους μια σπάνια και αγνή φιλία.
Τη σκιαγράφηση των δύο αυτών μορφών και τη σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ τους έχουν την ευκαιρία να διαβάσουν οι αναγνώστες μέσα από το έργο του Νίκου Δρόσου Στέλιος Καζαντζίδης, Πάνος Γεραμάνης όπως τους γνώρισα που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μετρονόμος. Ο γεννημένος στον Παραπόταμο Σερρών συγγραφέας είναι απόφοιτος Πολιτικών Επιστημών της Παντείου και τακτικό μέλος της ΕΣΗΕΑ. Έχει εργαστεί για πολλά χρόνια ως συντάκτης στον εγχώριο τύπο, όπως στις εφημερίδες Έθνος, Ελεύθερος Τύπος, Espresso κ.α., αλλά και στο ραδιόφωνο (Flash).

Στα του βιβλίου τώρα, όπως γίνεται φανερό και από τον τίτλο, ο συγγραφέας ασχολείται με τις δύο αυτές προσωπικότητες, όπως είχε την τύχη να τους γνωρίσει, δίνοντας τη δική του οπτική, φωτίζοντας γνωστές και άγνωστες πτυχές του βίου του μεγάλου λαϊκού τραγουδιστή. Έτσι, η εξιστόρηση ασχολείται στην αρχή με τα βασικά βιογραφικά στοιχεία του Καζαντζίδη, ξυπνώντας μνήμες από τους μεγαλύτερους και συστήνοντάς τον στη νέα γενιά. Ποντιακής καταγωγής ο ίδιος γεννήθηκε τον Αύγουστο του ’31 στη Νέα Ιωνία με τους γονείς του Χαράλαμπο και Γεσθημανή να έρχονται στην Ελλάδα έπειτα από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Οι δυσκολίες, όμως, ακολούθησαν το ζευγάρι και το νεαρό Στέλιο, οι οποίες τους αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το σπίτι τους, καθώς ο πατέρας του βρέθηκε στο στόχαστρο από το μεταξικό καθεστώς και έτσι, πήγαν στο χωριό Πλατανάκια Σερρών στον ξάδερφο του πατέρα του. Ο τόπος αυτός έμελλε να είναι το πρώτο μέρος, όπου ο μικρός Στέλιος ήρθε σε επαφή με την ποντιακή μουσική με τον κόσμο να γιορτάζει κάθε Κυριακή στην πλατεία του χωριού (Τζαμού) και με αυτόν τον τρόπο ξεκίνησε ένα μεγάλο ταξίδι στη μουσική για τον Καζαντζίδη.
Στα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’40, η οικογένεια επιστρέφει στο σπίτι τους στη Νέα Ιωνία και λίγο καιρό μετά, ο πατέρας του 15χρονου Στέλιου φεύγει από τη ζωή και το βάρος του βιοπορισμού της οικογένειας πέφτει στους ώμους του, αλλά δεν τη φοβόταν τη δουλειά. Από την πώληση ζαρζαβατικών, κάστανων, τσιγάρων και σάμαλι μέχρι την οικοδομή και τα εργοστάσια δίνει «τον αγώνα του μεροκάματου», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Δρόσος. Στο εργοστάσιο «Έσπερος», όμως, η ζωή του θα πάρει νέα τροπή, καθώς σ’ ένα από τα διαλείμματά του τον άκουσε ο εργοδότης του και του έκανε δώρο μία κιθάρα, βάζοντάς του το μικρόβιο της μουσικής. Αργότερα, ξεκίνησε να τραγουδάει σε διάφορες ταβέρνες και έτσι, γνωρίστηκε με το συνθέτη και μαέστρο Στέλιο Χρυσίνη, ανοίγοντάς του τους δρόμους της δισκογραφίας, καθώς τον σύστησε στο μουσικοσυνθέτη Γιάννη Παπαϊωάννου. Έκτοτε, η ζωή του άλλαξε και η μοναδική φωνή του αναγνωρίστηκε. Οι πόρτες άνοιγαν η μια μετά την άλλη και έφτασε να γίνει ο Στέλιος Καζαντζίδης.
Από την άλλη, είναι ο Πάνος Γεραμάνης, μια από τις σπάνιες μορφές της δημοσιογραφίας. Ο γεννημένος το 1945 στο Βασιλικό Χαλκίδας Γεραμάνης διακρίθηκε στο χώρο μέσα από δύο τομείς, το αθλητικό ρεπορτάζ και το μουσικό, γράφοντας τη δίκη του μεγάλη πορεία. Μέσα από αυτήν την ιδιότητα ήρθε σε επαφή με το μεγάλο λαϊκό τραγουδιστή με την αρχή να γίνεται μόλις στα 18 του χρόνια, όταν τον Ιούλιο του 1963 πήρε την πρώτη του συνέντευξη και έτσι, άρχισε μια βαθιά φιλία, η οποία θα διαρκέσει για 38 χρόνια, με τον Γεραμάνη να παίρνει συνολικά στην πορεία του 56 συνεντεύξεις από τον Καζαντζίδη. Ένα σημείο σταθμός για τον Γεραμάνη υπήρξε η εκπομπή του στο ραδιόφωνο «Λαϊκοί Βάρδοι», η οποία μεταδόθηκε από την ΕΡΑ2 και αριθμεί γύρω στις 1.500 μεταδόσεις, από τις οποίες πέρασαν πάνω από 220 λαϊκοί καλλιτέχνες, με τον Καζαντζίδη φυσικά να μην λείπει από αυτή, αφιερώνοντάς του 10 εκπομπές.
Κι εδώ έρχεται η επαφή του Δρόσου. Αρχικά, ο Δρόσος γνωρίστηκε με τον Γεραμάνη μέσα από τη δουλειά τους στην εφημερίδα Έθνος και έτσι, συνδέθηκαν με μια ουσιώδη φιλία, βγαίνοντας τακτικά για τα κρασάκια τους. Ο Δρόσος ήξερε τη σχέση που είχε ο φίλος και συνάδελφός του με τον Καζαντζίδη και του ζήτησε να γνωριστούν, αλλά όπως ανέφερε ο Γεραμάνης «Μη βιάζεσαι, εδώ θέλουνε να τον δουν πρωθυπουργοί, υπουργοί […] και δεν τα καταφέρνουν κι εσύ έτσι γρήγορα-γρήγορα;». Τελικά, η μεγάλη μέρα ήρθε για το συγγραφέα και η γνωριμία τους έγινε ένα πρωί, όταν ο Γεραμάνης τον πήρε σε μια συνάντηση που είχαν στην Καλογρέζα.
Μέσα, λοιπόν, από όλα αυτά ξεκίνησε η σχέση ανάμεσα στους τρεις τους, με τον Δρόσο να συγκεντρώνει τις αναμνήσεις του για τις δύο αυτές μορφές στις σελίδες του βιβλίο του, προσθέτοντας και ορισμένα βιογραφικά χαρακτηριστικά τους, δείχνοντας την ανθρώπινη πλευρά τους.