Της Ξένης Φλώρου,
Η κύρια ανάκριση αποτελεί θεμελιώδες στάδιο της ποινικής διαδικασίας αποσκοπώντας στη συγκέντρωση, τη διασφάλιση και την αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων, προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου σε δίκη. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, η ανακριτική διαδικασία απαιτεί τη χρήση ειδικών μεθόδων, οι οποίες αξιοποιούνται μόνο υπό αυστηρές δικονομικές προϋποθέσεις κι αποκλειστικά για συγκεκριμένα εγκλήματα. Με σκοπό τη συμμόρφωση με τη Διεθνή Σύμβαση του ΟΗΕ για το Οργανωμένο Έγκλημα που υπογράφηκε στο Παλέρμο το 2000, η Ελλάδα ενσωμάτωσε στο νομικό της σύστημα ειδικές ανακριτικές τεχνικές για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος. Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις είναι ουσιαστικά μέρος των γενικότερων ανακριτικών πράξεων, με μόνη διαφορά ότι εφαρμόζονται μόνο σε συγκεκριμένα σοβαρά εγκλήματα, τα οποία ορίζει ρητά ο νόμος στα άρθρα 254-255 ΚΠΔ όπως εμπορία ανθρώπων, εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ανηλίκων κ.α.
Διεξάγονται με απόλυτη μυστικότητα κι έχουν διττό σκοπό: τη διερεύνηση εγκλημάτων και την πρόληψή τους. Σε αυτές περιλαμβάνονται: η ανακριτική διείσδυση οι ελεγχόμενες μεταφορές, η παρακολούθηση τηλεφωνικών συνομιλιών κι αλληλογραφίας, η οπτικοακουστική παρακολούθηση κι η διασταύρωση προσωπικών δεδομένων. Βέβαια, με τη διενέργεια ανακριτικών πράξεων τίθενται σοβαρά ζητήματα προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων, καθώς μπορεί να επηρεάσουν όχι μόνο τους υπόπτους αλλά και τρίτους. Η ανάγκη διασφάλισης της ισορροπίας μεταξύ δίωξης του εγκλήματος και σεβασμού των ατομικών αυτών ελευθεριών καθιστά απαραίτητη την εποπτεία του εισαγγελέα και τον αυστηρό δικαστικό έλεγχο της χρήσης των αποδεικτικών στοιχείων. Επιπλέον, προτείνεται η ύπαρξη δικαστικού ελέγχου στη χρήση του αποδεικτικού υλικού που προκύπτει από αυτές τις έρευνες, ώστε να αποτραπεί η κατάχρηση των ειδικών ανακριτικών πράξεων κι η ανεξέλεγκτη γενίκευσή τους.
Η διενέργεια των συγκεκριμένων πράξεων είναι επιτρεπτή μόνο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις που ορίζονται στα άρθρα 254-255 ΚΠΔ. Αρχικά απαιτείται να προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ότι έχει τελεστεί κάποια από τις πράξεις που ρητά και περιοριστικά ορίζει ο νόμος στην παράγραφο 1 του άρθρου 254 ΚΠΔ. Η εξιχνίαση των εγκλημάτων αυτών πρέπει να είναι αδύνατη με άλλον τρόπο ή να παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες. Τέλος απαιτείται ειδικά αιτιολογημένο βούλευμα του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου κατόπιν πρότασης του εισαγγελέα. Πιο συγκεκριμένα για τις ειδικές ανακριτικές πράξεις, η ανακριτική διείσδυση, που θυμίζει τη δράση του agent provocateur (άρ. 46 παρ. 2 ΠΚ), επιτρέπει σε ανακριτικούς υπαλλήλους ή συνεργάτες, ακόμα κι ιδιώτες, να διεισδύσουν σε εγκληματικές οργανώσεις. Στόχος της είναι η συλλογή στοιχείων, η σύλληψη των δραστών κι η χαρτογράφηση των δικτύων τους. Οι ελεγχόμενες μεταφορές συνιστούν μια ειδική περίπτωση παρακολούθησης, που σχετίζεται με τη μεταφορά παράνομων αγαθών από την είσοδό τους στη χώρα μέχρι την έξοδό τους από την επικράτεια, ή μέχρι τον τελικό τόπο παραλαβής τους χωρίς καθόλου ή με περιορισμένη επέμβαση των διωκτικών αρχών, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η σύλληψη όλων των εμπλεκόμενων στην υπόθεση προσώπων.
![](https://www.offlinepost.gr/wp-content/uploads/2025/02/pexels-photo-430208.jpeg)
Η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών στο πλαίσιο των ειδικών ανακριτικών πράξεων επιτρέπεται μόνο υπό αυστηρές προϋποθέσεις και πρέπει να αφορά συγκεκριμένα πρόσωπα, των οποίων η ταυτότητα προσδιορίζεται σαφώς. Η απόφαση για την άρση λαμβάνεται με ειδικά αιτιολογημένο βούλευμα του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου, το οποίο πρέπει να τεκμηριώνει την ανάγκη του μέτρου. Κατ’ εξαίρεση, σε επείγουσες περιπτώσεις, η άρση μπορεί να διαταχθεί προσωρινά από τον εισαγγελέα ή τον ανακριτή, αλλά απαιτείται επικύρωση από το δικαστικό συμβούλιο εντός 24 ημερών. Η διάρκεια της άρσης μπορεί να αγγίζει τους 12 μήνες, εκτός αν αφορά λόγους εθνικής ασφάλειας.
Η ηχητική κι οπτική παρακολούθηση, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 4 ν. 2713/1999, εγείρει σοβαρά ζητήματα σχετικά με την προστασία της ιδιωτικότητας και τα όρια επέμβασης στα δικαιώματα του ατόμου. Η διάταξη που τη νομιμοποιεί θεωρείται ασαφής κι ανεπαρκής. Όσον αφορά τη διασταύρωση προσωπικών δεδομένων, η συλλογή και συσχέτισή τους για τη δημιουργία προφίλ υπόπτου πρέπει να γίνεται με αυστηρούς όρους. Η χρήση ευαίσθητων δεδομένων απαγορεύεται, εκτός αν είναι νομίμως καταχωρισμένα κι αφορούν ποινικά ζητήματα. Η μη τήρηση αυτών των προϋποθέσεων καθιστά τα αποδεικτικά στοιχεία μη αξιοποιήσιμα. Η συγκεκαλυμμένη έρευνα αφορά την εμφάνιση του ανακριτικού υπαλλήλου ως ωφελούμενου ή μεσολαβητή του ωφελούμενου από κάποια από τις πράξεις που ρητά ορίζει ο νόμος κι ο δράστης είχε προαποφασίσει.
Συμπερασματικά, οι ειδικές ανακριτικές πράξεις αποτελούν κρίσιμο εργαλείο για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, αλλά ταυτόχρονα εγείρουν σοβαρά ζητήματα προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων. Η εφαρμογή τους απαιτεί αυστηρό νομικό πλαίσιο, δικαστική εποπτεία και σαφή όρια, ώστε να διασφαλίζεται η νομιμότητα των ερευνών και να αποτρέπονται καταχρήσεις.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Νικόλαος Κ. Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, Π.Ν. Σάκκουλας, 2020.
- ΔΙΜΕΛΛΗ ΜΑΡΙΑ & Συνεργάτες, Ειδικές ανακριτικές πράξεις, dimelli-law.gr. Διαθέσιμο εδώ.
- Δάκου Ιωάννα Αθανασίου, Διπλωματική Εργασία με θέμα: Ειδικές ανακριτικές πράξεις: έννοια και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά – προϋποθέσεις σχετικού νομικού πλαισίου – τροποποιήσεις με τον νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Διαθέσιμη εδώ.