14.7 C
Athens
Σάββατο, 15 Μαρτίου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ αναίρεση κατά ποινικών αποφάσεων

Η αναίρεση κατά ποινικών αποφάσεων


Της Ευμορφίλης Μεξίδου,

Η αναίρεση είναι ένα ένδικο μέσο που έλκει την καταγωγή του από το γαλλικό δίκαιο, με το οποίο μπορεί να ελεγχθεί μόνο η νομική ορθότητα μίας απόφασης κι όχι η κρίση επί των πραγματικών περιστατικών. Αυτό σημαίνει ότι κατά την εξέταση της αναίρεσης μπορούν να ελεγχθούν τυχόν παραβιάσεις ουσιαστικών ή δικονομικών κανόνων δικαίου, σε καμία περίπτωση όμως η τυχόν κακή εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων. Συνεπώς, με την αναίρεση δεν εισάγεται τρίτος βαθμός δικαιοδοσίας, σε αντίθεση με την έφεση που εισάγεται δεύτερος βαθμός δικαιοδοσίας. Γι’ αυτό το λόγο κι ο Άρειος Πάγος χαρακτηρίζεται ως το Ανώτατο Ακυρωτικό κι όχι ως ένα δικαστήριο ουσίας, όπως αυτά που δικάζουν το ένδικο μέσο της έφεσης.

Σκοπός της αναίρεσης στην ποινική δίκη είναι τόσο η ορθή απονομή της δικαιοσύνης στη συγκεκριμένη δικαζόμενη περίπτωση όσο κι η ενότητα του δικαίου με στόχο την ενοποίηση της νομολογίας, όπως εκφράζεται ξεκάθαρα στο θεσμό της αναιρέσεως υπέρ του νόμου. Άλλωστε, τα ένδικα μέσα, γενικώς, καθιερώθηκαν στο δικονομικό μας σύστημα με στόχο την επανεξέταση της ουσιαστικής και τυπικής ορθότητας των δικαστικών αποφάσεων, καθώς δεν μπορεί να αποκλεισθεί η ύπαρξη ανθρωπίνων λαθών σε αυτές, είτε με τη μορφή δικαστικής πλάνης είτε με τη μορφή νομικών σφαλμάτων. Μία δικαστική απόφαση είναι πιθανόν να σφάλλει σε βάρος του κατηγορουμένου, αλλά είναι πιθανόν να σφάλλει κι υπέρ αυτού. Ακριβώς γι’ αυτό, απαραίτητη είναι η δυνατότητα άσκησης ενδίκων μέσων τόσο από τον κατηγορούμενο, όσο κι από τον εισαγγελέα.

Ειδικότερα προς την άσκηση της αναίρεσης, σύμφωνα με το άρθρο 504 παρ. 1 ΚΠΔ εκτός από τις περιπτώσεις που ο νόμος ορίζει κάτι ειδικά, υπόκεινται σε αναίρεση μόνο οι αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων όταν αυτό αποφαίνεται τελειωτικά για την κατηγορία, δηλαδή καταδικάζει τον κατηγορούμενο ή αθωώνει τον κατηγορούμενο για οποιονδήποτε λόγο ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη ή κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη. Αυτό σημαίνει ότι υπόκεινται σε αναίρεση μόνο οι τελειωτικές επί της κατηγορίας αποφάσεις, ήτοι όσες περατώνουν την ποινική δίκη κι έτσι το δικαστήριο απεκδύεται κάθε περαιτέρω εξουσίας να επιληφθεί και πάλι αυτής της υποθέσεως. Επομένως, σε αναίρεση υπόκεινται οι εξής αποφάσεις: 1) Η απόφαση που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση, ουσιαστικά η πρωτοβάθμια απόφαση, αν το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη, 2) Η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης, αν το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: KATRIN BOLOVTSOVA

Αξίζει να επισημανθεί το γεγονός πως όταν παρέχεται το δικαίωμα άσκησης εφέσεως, ο δικαιούμενος οφείλει να προσφύγει πρώτα σε αυτήν πετυχαίνοντας την ουσιαστική και νομική επανεξέταση της υποθέσεως του από ανώτερο δικαστήριο. Ενώ, στον Άρειο Πάγο, που δεν είναι τρίτος βαθμός δικαιοδοσίας, μπορεί να προσφύγει μόνο εφόσον δεν είχε εξαρχής το δικαίωμα άσκησης εφέσεως (ανέκκλητες αποφάσεις). Αυτό επεξηγείται και στην Αιτιολογική έκθεση του ΚΠΔ μας. Περαιτέρω, η 2η παράγραφος του α. 504 αναφέρει ότι υποκείμενη σε αναίρεση είναι κι η απόφαση που κήρυξε το δικαστήριο υλικά αναρμόδιο και που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση, δηλαδή απόφαση δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, καθώς οι πρωτοβάθμιες αποφάσεις που κηρύσσουν τον εαυτό τους αναρμόδιο υπόκεινται σε έφεση κατ’ άρθρον 488 ΚΠΔ. Τέλος, η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται και στα πρόσωπα του α. 495 ΚΠΔ εναντίον μέρους της απόφασης που αφορά απόδοση ή δήμευση (α. 504 παρ. 3 ΚΠΔ).

Ποια είναι όμως τα πρόσωπα που δικαιούνται να ασκήσουν το ένδικο μέσο της αναίρεσης; Πέρα από τον κατηγορούμενο (α. 505 παρ.1 α’ περίπτωση), το δικαίωμα αυτό έχει κι ο υποστηρίζων την κατηγορία σύμφωνα με το α. 504 παρ. 3 ΚΠΔ, αλλά κι ο εισαγγελέας πλημμελειοδικείων για τις αποφάσεις μονομελούς – τριμελούς πλημμελειοδικείου και των δικαστηρίων ανηλίκων της έδρας και περιφέρειάς του, τέλος κι ο εισαγγελέας εφετών για τις αποφάσεις εφετείου και των μικτών ορκωτών δικαστηρίων της περιφέρειας του. Ως προς τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου συγκεκριμένα, ο ίδιος έχει τη δυνατότητα να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης. Η προθεσμία για την αναίρεση από τον εισαγγελέα του ΑΠ ξεκινάει από την καταχώρηση της καθαρογραμμένης απόφασης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του δικαστηρίου κι είναι ενός (1) μηνός, ενώ για τους λοιπούς εισαγγελείς είναι 20 ημερών από την καταχώρηση (α. 507 ΚΠΔ).

Ύστερα από αυτή την προθεσμία ο εισαγγελέας του ΑΠ μπορεί να ζητήσει μόνο την αναίρεση υπέρ του νόμου για τους λόγους που αναφέρονται στο α. 510 ΚΠΔ, καθώς και για οποιαδήποτε παράβαση των τύπων της διαδικασίας, χωρίς να βλάπτονται τα δικαιώματα των διαδίκων (α. 505 παρ. 2). Η αναίρεση υπέρ του νόμου, που στρέφεται κατά πάσης φύσεως αποφάσεων, αποτελεί ιδιόρρυθμο ένδικο μέσο, το κύριο χαρακτηριστικό του οποίου είναι ότι δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των διαδίκων, αυτά διατηρούνται ως έχουν. Αποσκοπεί στη διόρθωση νομικών σφαλμάτων της απόφασης που θα παρέμεναν χωρίς έλεγχο, εφόσον δεν ασκήθηκε εναντίον της, από τα δικαιούμενα πρόσωπα, αίτηση αναίρεσης. Κατά την ΟλομΑΠ 26/1994 ωστόσο, η αναίρεση υπέρ του νόμου χαρακτηρίζεται ως ιδιότυπη προσφυγή.

Εν συνεχεία, άλλο ένα άξιο αναφοράς ζήτημα είναι οι λόγοι για τους οποίους ζητείται η αναίρεση. Θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να λεχθεί ότι αναίρεση κατά αποφάσεως θα πρέπει να ζητηθεί μόνο για συγκεκριμένους λόγους, οι οποίοι αναφέρονται περιοριστικώς στο άρθρο 510 του ΚΠΔ κι οι οποίοι σύμφωνα με τα οριζόμενα στο νόμο είναι οι εξής: Α) η απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 171), Β) η σχετική ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και δεν καλύφθηκεκαθώς κι η κατά το άρθρο 172 παρ. 2 έλλειψη ακρόασης, Γ) η παράβαση των διατάξεων για τη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, Δ) η έλλειψη από την απόφαση της ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα, Ε) η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ΣΤ) η παραβίαση του δεδικασμένου και της εκκρεμοδικίας (α. 57 ΚΠΔ), Ζ) η καθ’ ύλη αναρμοδιότητα του δικαστηρίου που δίκασε, Η) η παράνομη απόρριψη της έφεσης ως απαράδεκτης (άρθρο 476) ή ως ανυποστήρικτης (άρθρο 501 παρ. 1), Θ) η υπέρβαση εξουσίας

Πηγή εικόνας: freepik.com / Δικαιώματα χρήσης: kstudio

Ειδικότερα, λόγος απόλυτης ακυρότητας είναι η κακή σύνθεση του δικαστηρίου ή η ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας, καθώς κι η παράνομη παράσταση του υποστηρίζοντος την κατηγορία στο ακροατήριο (α. 69 ΚΠΔ). Ως προς την έλλειψη ειδικής κι εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αυτή επιβάλλεται από το α. 93 παρ. 3 του Συντάγματος (κι από το α. 139 του ΚΠΔ) κι, όπως έχει κριθεί από τη νομολογία, το δικαστήριο έχει την υποχρέωση να απαντά και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, ειδάλλως θα ιδρυθεί ο συγκεκριμένος λόγος αναίρεσης. Τέλος, υπέρβαση εξουσίας υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος κι ιδίως όταν: α) το δικαστήριο αποφάσισε για υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του, β) έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που υπάγεται σύμφωνα με ρητή διάταξη του νόμου στην αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, γ) καταδίκασε για έγκλημα για το οποίο δεν υποβλήθηκε η απαιτούμενη αίτηση ή έγκληση (άρθρα 41 και 53) ή για το οποίο δεν δόθηκε η άδεια δίωξης (άρθρο 56) ή για το οποίο δεν έχει ρητά επιτραπεί η έκδοση (άρθρο 438).

Ειδικότερα, αν η αίτηση περί της αναιρέσεως κριθεί παραδεκτή, ήτοι νομοτύπως κι εμπροθέσμως κατατεθείσα κατά τα οριζόμενα στο νόμο, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, ασχέτως εάν αυτοί προτάθηκαν, τους λόγους αναίρεσης που αφορούν στην απόλυτη ακυρότητα επί ακροατηρίω, στην παράβαση διατάξεων που αφορούν στη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, στην έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, στην εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, παραβίασης του δεδικασμένου, της παράνομης απόρριψης της εφέσεως ως απαράδεκτης ή ως ανυποστήρικτης και την υπέρβαση εξουσίας. Συνάμα, αυτεπαγγέλτως ο Άρειος Πάγος λαμβάνει υπόψιν το δεδικασμένο και την εκκρεμοδικία, ενώ εφόσον κριθεί προηγουμένως παραδεκτή και βάσιμη η αναίρεση κι εμφανιστεί εκείνος που την άσκησε και την παραγραφή που τυχόν επήλθε μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης. Σε κάθε δε περίπτωση δεν επιτρέπεται η χειροτέρευση της θέσης ως κατηγορουμένου (α. 470 ΚΠΔ), όπως ρητώς ορίζεται στο άρθρο 511 εδ. β’ ΚΠΔ.

Καταληκτικά, η αξία του ενδίκου μέσου της αναίρεσης στις ποινικές αποφάσεις είναι καθοριστική, καθώς διασφαλίζει τη νομιμότητα και την ορθή εφαρμογή του δικαίου. Παρέχει στους διαδίκους τη δυνατότητα να διορθώσουν σοβαρά νομικά λάθη που μπορεί να επηρέασαν την κρίση του δικαστηρίου, προάγοντας έτσι την ασφάλεια δικαίου και την εμπιστοσύνη στη δικαστική διαδικασία. Επιπλέον, συμβάλλει στη βελτίωση της νομολογίας, καθώς οι αποφάσεις του Αρείου Πάγου καθοδηγούν τα κατώτερα δικαστήρια στη σωστή ερμηνεία κι εφαρμογή των νομικών κανόνων. Για αυτό και λόγω της αυστηρής φύσης της διαδικασίας και των περιορισμένων λόγων άσκησής της, απαιτείται προσεκτική νομική ανάλυση πριν την υποβολή της.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Άγγελος Ι. Κωνσταντινίδης, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο – Βασικές έννοιες, 5η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2022.
  • Αδάμ Χ. Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, 11 η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2024.
  • Γιάννης Μπαρκαγιάννης, Έφεση – Αναίρεση ποινικών αποφάσεων, barkagiannis.gr. Διαθέσιμο εδώ.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ευμορφίλη Μεξίδου
Ευμορφίλη Μεξίδου
Γεννήθηκε το 2003 στην Θεσσαλονίκη όπου και μεγάλωσε. Διανύει το 4ο έτος της Νομικής Σχολής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, έχοντας μεγάλη αγάπη για το αντικείμενο. Γνωρίζει πολύ καλά αγγλικά και γερμανικά. Ειναι λάτρης των λογοτεχνικών βιβλίων και στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με την γυμναστική, τον εθελοντισμό και την ανάγνωση νομικών συγγραμμάτων. Θεωρεί την αρθογραφία σπουδαία ενασχόληση, διότι έτσι προάγεται η ελευθερία της έκφρασης, μία από τις πολλές εκφάνσεις της δημοκρατίας, και ταυτόχρονα διευρύνονται οι πνευματικοί ορίζοντες τόσο του αρθρογράφου, όσο και του αναγνώστη.