5.9 C
Athens
Σάββατο, 8 Φεβρουαρίου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ συμμετοχή σε μη δόλια πράξη: Θεωρητικές προεκτάσεις και πρακτικές συνέπειες

Η συμμετοχή σε μη δόλια πράξη: Θεωρητικές προεκτάσεις και πρακτικές συνέπειες


Του Νίκου Αντωνάκη,

Ένα από τα πιο διφορούμενα ζητήματα στην ελληνική ποινική θεωρία αλλά και νομολογία είναι η δυνατότητα συμμετοχής σε μη δόλια πράξη του φυσικού αυτουργού. Το πρόβλημα, όπως είναι εμφανές, ανακύπτει κυρίως σε σχέση με την ηθική αυτουργία (α. 46 ΠΚ), αφού στη συνέργεια κατά κύριο λόγο ο φυσικός αυτουργός γνωρίζει κι αποδέχεται τη βοήθεια που του παρέχεται για την τέλεση του εγκλήματος. Ας αναφέρουμε ένα παράδειγμα για να καταστήσουμε σαφή τον προβληματισμό μας: O A, γνωρίζοντας ότι ο Β αναμειγνύει τα χάπια του Γ σε ένα ποτήρι με νερό κάθε βράδυ από το οποίο ο τελευταίος πίνει χωρίς εξέταση του περιεχομένου του, μπερδεύει με τα πρώτα αντιψυχωτικά φάρμακα, τα οποία, λόγω ανάμειξής τους από τον Β με τα χάπια του Γ, οδηγούν σε αλλεργική αντίδραση του τελευταίου και κατά συνέπεια στον μαρτυρικό του θάνατο. Το ερώτημα που ανακύπτει είναι πως κι αν θα τιμωρηθεί ο Α. Φυσικά, ως προς τον Β δεν χωρεί περιθώριο τιμωρίας με τις περί συμμετοχής διατάξεις, αφού αυτός —το πολύ— διακατεχόταν από αμέλεια σε σχέση με τον θάνατο του Γ, οπότε μόνο για ανθρωποκτονία εξ αμελείας θα μπορούσε να γίνει λόγος (302 ΠΚ).

Η κρατούσα γνώμη ξεκινάει από την αφετηρία του άρθρου 46 ΠΚ και μας εξηγεί το εξής: Λέει, λοιπόν, αυτή ότι ο όρος «απόφαση» στο άρθρο 46 ΠΚ διαφοροποιείται εννοιολογικά από τον αντίστοιχο όρο στο άρθρο 42 ΠΚ, δηλαδή στο άρθρο που ορίζει την απόπειρα. Η διαφοροποίηση, συνεχίζει η κρατούσα γνώμη, έγκειται στο ότι στο άρθρο 46 ΠΚ η «απόφαση» νοείται φυσιοκρατικά κι όχι κανονιστικά. Αυτό που ενδιαφέρει είναι η πρόκληση του αποτελέσματος από τον φυσικό αυτουργό κατά τους νόμους της φύσης κι όχι η δημιουργία εγκληματικής βούλησης σε αυτόν. Αντίθετα, στο άρθρο 42 ΠΚ ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απαραίτητα τον δόλο του φυσικού αυτουργού, αφού απόπειρα από αμέλεια νομικά δεν νοείται. Όπως, ωστόσο παρατηρεί ο Χωραφάς, αυτή μπορεί να νοηθεί κάλλιστα σε κοινωνικό επίπεδο.

Η μειοψηφούσα γνώμη, από την άλλη πλευρά, εξηγεί με πειστικά επιχειρήματα ότι δεν υπάρχει κανένα έρεισμα διαφοροποίησης του όρου «απόφαση» στα δύο ανωτέρω άρθρα και μια τέτοια επιλογή ερμηνείας του άρθρου 46 ΠΚ εμφανίζεται μάλλον αυθαίρετη. Αντίθετα, η ίδια γνώμη χαρακτηρίζει τον δόλο ως υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου ιδίως στην απόπειρα και στα εγκλήματα σκοπού στα οποία χωρίς τον τελευταίο δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί καν η αντικειμενική υπόσταση του οικείου εγκλήματος. Πώς άραγε, αναρωτιούνται οι οπαδοί αυτής της γνώμης, θα ξεχωρίσουμε μια απόπειρα απλής, επικίνδυνης ή βαριάς σωματικής βλάβης, ή ακόμα και μια απόπειρα ανθρωποκτονίας, αν δεν αναχθούμε στο δόλο του φυσικού αυτουργού κι αξιοποιώντας μόνο αντικειμενικά στοιχεία; Πράγματι κάτι τέτοιο φαίνεται λογικά και νομικά αδύνατο. Αφού, λοιπόν, ο δόλος ανήκει στα στοιχεία του αδίκου, επόμενο είναι, κατ’ αυτήν την άποψη, να μην είναι εφικτή η συμμετοχή (εν στενή εννοία) σε μη δόλια πράξη. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι οπαδοί των υποκειμενικών στοιχείων του αδίκου επιστρατεύουν την κατασκευή της έμμεσης αυτουργίας, για να καλύψουν τυχόν κενά που προκύπτουν από την εφαρμογή της άποψής τους. Έτσι, στο παράδειγμα που θέσαμε εξαρχής, ο Α θα τιμωρούνταν ως έμμεσος αυτουργός ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως (299 παρ. 1 ΠΚ).

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Pixabay

Το κατά πόσο, ωστόσο, ο θεσμός της έμμεσης αυτουργίας είναι πρόσφορος για την κάλυψη αυτού του κενού αμφισβητεί ο Μπιτζιλέκης (Η συμμετοχική πράξη, σελ. 245-247). Ο συγγραφέας αναφέρει το εξής παράδειγμα: Η Γ, ιδιοκτήτρια οίκου ανοχής, φέρνει σε σεξουαλική επαφή έναν ναυτικό με την εκεί εργαζόμενη αδερφή του, με την ίδια να γνωρίζει τη συγγενική τους σχέση, κάτι που οι τελευταίοι αγνοούσαν. Φυσικά, ο ναυτικός κι η αδερφή του δεν μπορούν να τιμωρηθούν για το έγκλημα της αιμομιξίας λόγω έλλειψης δόλου (α. 345 ΠΚ). Προβάλλει συνεπώς το ερώτημα αν και πώς θα τιμωρηθεί η Γ, η οποία εκμεταλλεύτηκε την άγνοια των δύο αδερφών ωθώντας τους σε γενετήσια πράξη. Όσοι υιοθετούν την κρατούσα άποψη δεν αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα προβλήματα εδώ, αφού λειτουργεί ικανοποιητικά ο θεσμός της ηθικής αυτουργίας. Αντίθετα, για όσους αρνούνται τη δυνατότητα συμμετοχής σε μη δόλια πράξη, ανακύπτουν προβλήματα. Και τούτο γιατί ο θεσμός της έμμεσης αυτουργίας εδώ δεν μπορεί να λειτουργήσει λόγω του σωματοπαγούς χαρακτήρα του εγκλήματος της αιμομιξίας (άρθρο 345 ΠΚ). Έτσι, η Γ, με βάση τη μειοψηφούσα άποψη, θα έπρεπε να μείνει ατιμώρητη, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τις αρχές του δικαιοπολιτικού μας συστήματος.

Ένα άλλο επιχείρημα που χρησιμοποιείται κι από τις δυο πλευρές προς επίρρωση των θέσεών τους αντλείται από το ίδιο ακριβώς άρθρο, το 220 ΠΚ. Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο οι δυο αντίθετες γνώμες χρησιμοποιούν την ίδια διάταξη για να υποστηριχθούν περισσότερο. Έτσι, η μειοψηφούσα γνώμη επισημαίνει πως αν νοούνταν συμμετοχή σε δόλια πράξη, η διάταξη θα ήταν περιττή, αφού τότε θα είχαμε πάντα συμμετοχή στο έγκλημα της ψευδούς βεβαίωσης (άρθρο 242 ΠΚ), καθώς θα λειτουργούσε η ρήτρα επικουρικότητας του άρθρου 220 ΠΚ. Αντίθετα, η κρατούσα γνώμη υποστηρίζει πως μένει πεδίο εφαρμογής του τελευταίου ούτως ή άλλως, αφού αυτό καλύπτει περιπτώσεις που δεν μπορεί να λειτουργήσει η ηθική αυτουργία σε ψευδή βεβαίωση, όπως όταν ελλείπει η ψυχική-πνευματική επικοινωνία του ηθικού με τον φυσικό αυτουργό είτε όταν ο φυσικός αυτουργός συμβάλλει απλώς με εξαπάτηση στη διαμόρφωση περιεχομένου ενός εγγράφου που θα εκδιδόταν ούτως ή άλλως (Καϊάφα-Γκμπάντι, Ποινικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, σελ. 667).

Έτσι, όπως αντιλαμβάνεται κανείς, η απάντηση στο αρχικό ερώτημα που θέσαμε έχει να κάνει με το ποια άποψη υιοθετεί κανείς. Αν ενστερνιστεί την κρατούσα γνώμη, τότε ο Α θα τιμωρηθεί ως ηθικός αυτουργός σε ανθρωποκτονία από πρόθεση (46, 299 παρ. 1 ΠΚ). Αντίθετα, αν συμφωνήσει με τη μειοψηφούσα γνώμη, η οποία κερδίζει όλο και περισσότερους οπαδούς, τότε ο Α θα κριθεί ως έμμεσος αυτουργός ανθρωποκτονίας με δόλο (299 παρ. 1 ΠΚ). Πάντως, η όποια διχογνωμία θα εξακολουθήσει να εμφανίζει έντονο θεωρητικό αλλά και πρακτικό ενδιαφέρον.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Νικόλαου Ε. Μπιτζιλέκη, Η συμμετοχική πράξη, Εκδόσεις Σάκκουλα, 1990.
  • Μαρία Καϊάφα – Γκμπάντι / Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Ποινικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, Νομική Βιβλιοθήκη, 2022.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Νίκος Αντωνάκης, Αρχισυντάκτης Νομικών Θεμάτων
Νίκος Αντωνάκης, Αρχισυντάκτης Νομικών Θεμάτων
Είναι φοιτητής στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ. Του αρέσει ιδιαίτερα η ενασχόληση με τον τομέα του Αστικού Δικονομικού και Εργατικού Δικαίου, ενώ στον ελεύθερό του χρόνο επιδιώκει την ανάγνωση συγγραμμάτων και μελετών με σκοπό την περαιτέρω εξειδίκευσή του στους κλάδους αυτούς.