Της Μαρίας Κουλούρη,
«Φανταστείτε έναν κόσμο χωρίς φωτογραφία. Δεν θα μπορούσαμε καν να τον φανταστούμε».
Berenice Abbot
Πρέπει, άραγε, όλα τα μυστικά να παραμένουν κρυφά; Ή, μήπως, κάποια οφείλουν να έρχονται στο φως; Εξαρτάται, θα σκεφτεί κανείς. Η εφεύρεση —ή μάλλον ανακάλυψη— της φωτογραφίας ξεκίνησε ως «μυστικό». Ωστόσο, για καλή μας τύχη, διαδόθηκε στο πέρασμα των χρόνων παγκοσμίως. Στις απαρχές της φωτογραφίας και στη γνωριμία της με τον «κόσμο» βασίζεται το graphic novel Πορτρέτα του Νίκου Τσουκνίδα, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο και τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σε μετάφραση της Στέλας Ζουμπουλάκη.
Ο συγγραφέας του βιβλίου, Νίκος Τσουκνίδας, είναι εικονογράφος και μηχανικός υπολογιστών, ενώ έχει ζήσει και εργαστεί στην Ελλάδα, την Ιαπωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Το ανάγνωσμα, με το οποίο ασχολείται η παρούσα βιβλιοπαρουσίαση, Πορτρέτα, είναι το πρώτο του graphic novel, ενώ κυκλοφόρησε στα γαλλικά από τις Εκδόσεις Dargaud και στα αγγλικά από την Europe Comics.
![](https://www.offlinepost.gr/wp-content/uploads/2025/02/Louis_Daguerre_2-234x300.jpg)
Πριν, όμως, περάσουμε στα σχετικά με το βιβλίο, αξίζει να επισημάνουμε συνοπτικά κάποιες πληροφορίες για τον «πατέρα της φωτογραφίας», τον Louis Daguerre, του οποίου οι καινοτομίες καθόρισαν την πορεία της τέχνης στο χρόνο. Ο Daguerre μαζί με τον Niépce, στις αρχές του 19ου αιώνα, προσπαθούσαν να «στερεώσουν» τις εικόνες που «τραβούσαν» από την camera obscura —το πρώτο είδος φωτογραφικής μηχανής—, όμως δεν έβρισκαν τις κατάλληλες επιφάνειες, στις οποίες οι εικόνες θα διατηρούνταν. Το 1826, ο Niépce τα κατάφερε, χαρίζοντάς μας την πρώτη αποτυπωμένη φωτογραφία, χρησιμοποιώντας σε πλάκες κασσιτέρου και ψευδαργύρου φυσική άσφαλτο, η οποία, ωστόσο, απαιτούσε χρόνο έκθεσης 8 (!) ώρες. Ο Daguerre, μέσω της μεθόδου του —νταγκεροτυπία— κατάφερε να μειώσει τον χρόνο έκθεσης της εικόνας σε 10 έως 20 λεπτά, χρησιμοποιώντας πλάκες χαλκού εμποτισμένες με ιωδιούχο άργυρο. Τα χημικά, ωστόσο, ήταν ιδιαίτερα επιβλαβή για την υγεία των ανθρώπων, που τα επεξεργάζονταν.
Επιστρέφοντας στα του βιβλίου, η υπόθεσή του, αν και βασίζεται σε ένα υπαρκτό πρόσωπο και μια πραγματική ανακάλυψη, αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Ο Daguerre, το 1838, καταφθάνει σε ένα ελληνικό νησί, με σκοπό να συναντήσει έναν παλιό του Έλληνα συμφοιτητή, τον Τάκη και να του εκμυστηρευτεί την εφεύρεσή του, μια μηχανή που αποτυπώνει εικόνες σε πλάκες χαλκού. Παρά την επιμονή του Daguerre να διατηρήσει μυστική αυτή την ανακάλυψη, ο Τάκης αποφασίζει κρυφά να εμπιστευτεί το μυστικό σε έναν νεαρό «επιστήμονα» του νησιού, τον Μάρκο Γαβρά —όχι άδικα, όπως θα αποδειχτεί στη συνέχεια.
Ο Μάρκος, από την άλλη, είναι ένα νέο παιδί με ιδιαίτερο πάθος και ταλέντο στις εφευρέσεις, ο οποίος, όμως, διστάζει να αφήσει τον τόπο του και να ακολουθήσει σπουδές στο εξωτερικό, αν και πολλά πανεπιστήμια του εξωτερικού τον έχουν δεχτεί. Η εφεύρεση του Daguerre εξ αρχής γοητεύει τον Μάρκο, που αρχίζει να επεξεργάζεται τον τρόπο με τον οποίο θα μπορέσει να την εξελίξει και να προσαρμόσει τις δικές του καινοτομίες σε αυτή. Τη στιγμή που ο Μάρκος περιεργάζεται τη φωτογραφική μηχανή, στο νησί καταφθάνει αιφνιδίως η αδερφή του, η Ιώ, η οποία σπουδάζει στη Βιέννη μουσική και λείπει από τον τόπο τους χρόνια. Εκείνη σε συνδυασμό με τη «μαγεία» της φωτογραφίας θα οδηγήσουν τον Μάρκο στο να λάβει σημαντικές αποφάσεις για τη ζωή του, ενώ και ο ίδιος ο Daguerre θα διαπιστώσει πως κάποια μυστικά οφείλουν να μοιράζονται.
Αναμφισβήτητα, το βιβλίο ενδείκνυται για τους λάτρεις της φωτογραφίας και όχι μόνο. Μέσα από τη γρήγορη αφήγησή του, καταφέρνει να προβληματίσει τον αναγνώστη σχετικά με το ζήτημα της εγκατάλειψης της πατρίδας κάθε ανθρώπου, την οποία πολλοί εδώ και χρόνια αντιμετωπίζουν —και ακόμα περισσότεροι καλούνται πλέον να αντιμετωπίσουν. Η εξαιρετική εικονογράφηση, τέλος, συμβάλλει στη συνολικά ευχάριστη ανάγνωση του έργου.