6.9 C
Athens
Τετάρτη, 5 Φεβρουαρίου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΕλεύθερος και ανόθευτος ανταγωνισμός: Ποινικές προεκτάσεις

Ελεύθερος και ανόθευτος ανταγωνισμός: Ποινικές προεκτάσεις


Της Βασιλικής Χαραλάμπους,

Μία από τις σπουδαιότερες πολιτικές θεωρείται η πολιτική του ελεύθερου ανταγωνισμού, καθώς καθίσταται αυτονόητο ότι ο ελεύθερος κι ανόθευτος ανταγωνισμός των επιχειρήσεων είναι από τους σημαντικότερους παράγοντες για τη δίκαιη κατανομή του εισοδήματος και την οικονομική ευημερία, εξασφαλίζοντας στις επιχειρήσεις ίσες ευκαιρίες και δυνατότητες για συμμετοχή στο εμπόριο και τον πλουτισμό και στους καταναλωτές μεγαλύτερες δυνατότητες επιλογής, ούτως ώστε να μπορούν να απολαμβάνουν αγαθά χαμηλής τιμής και συνάμα σε καλύτερες ποιότητες. Η πολιτικής της εν λόγω ρύθμισης του ελεύθερου κι ανόθευτου ανταγωνισμού ρυθμίζεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο στα άρθρα 101-109 της ΣΛΕΕ καθώς και σε διατάξεις δευτερογενούς ή παράγωγου δικαίου της Ένωσης (Κανονισμού, Οδηγίες). Στην ελληνική έννομη τάξη το ζήτημα ρυθμίζεται στις ποινικές διατάξεις του ν. 3959/2011.

Ήδη ο προγενέστερος ν. 703/1977 ποινικοποιούσε στο άρθρο 29 τα καρτέλ και την κατάχρηση δεσπόζουσας εξουσίας, οι οποίες προσβολές τιμωρούνταν με χρηματική ποινή από 3.000 έως 30.000 ευρώ, αναλόγως το αδίκημα. Το εν λόγω άρθρο είχε υποπέσει για χρόνια σε αχρησία, μέχρι την έλευση του ν. 3959/2011, όπου αυξήθηκαν τα όρια της χρηματικής ποινής από 15.000 έως 150.000 ευρώ ενώ επανήλθε κι η ποινή φυλάκισης, η οποία προηγουμένως είχε καταργηθεί με τον ν. 1934/1991. Παρατηρείται, λοιπόν, μια αυστηροποίηση των ποινών με την πάροδο του χρόνου, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι η ενασχόληση των ποινικών δικαστηρίων δεν συνεχίζει να είναι σπάνια με ζητήματα ανταγωνισμού. Ως το προστατευόμενο έννομο αγαθό, κατά την κρατούσα άποψη θεωρείται ότι είναι ο ίδιος ο ανταγωνισμός ως θεσμός, δηλαδή σαν ένα ενιαίο σύστημα το οποίο μπορεί να εγγυηθεί τη δομή και τη λειτουργικότητα της αγοράς. Ειδικότερα, τα τυποποιούμενα εγκλήματα στα άρθρα του ως άνω αναφερθέντος νόμου είναι οι απαγορευμένες συμπράξεις, καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης και πραγματοποίηση ανεπίτρεπτης συγκέντρωσης.

Σύμφωνα με το α΄ εδάφιο της παρ. 1 του ά. 44 του Ν. 3959/2011 «1. Όποιος συνάπτει συμφωνία, λαμβάνει απόφαση ή εφαρμόζει εναρμονισμένη πρακτική κατά παράβαση του άρθρου 1 ή του άρθρου 10192 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τιμωρείται με χρηματική ποινή από δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ μέχρι εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ». Η διάταξη παραπέμπει σε άλλες απαγορευτικές διατάξεις, όπου η απαρίθμηση των απαγορευμένων συμπράξεων είναι ενδεικτική. Εν προκειμένω, το έγκλημα της απαγορευμένης σύμπραξης είναι έγκλημα καθήκοντος κι ιδιαίτερο, καθώς υποκείμενα μπορούν να είναι μόνο πρόσωπα που εμπίπτουν στους κύκλους των αποδεκτών των πρωτευόντων απαγορευτικών κανόνων του άρ. ά. 1 του Ν. 3959/2011 κι 101 ΣΛΕΕ. Το έγκλημα επίσης είναι μικτό, αφού περιγράφονται τρεις διαφορετικοί τρόποι τέλεσης, ήτοι η σύναψη συμφωνίας, η λήψη απόφασης ένωσης επιχειρήσεων κι η εφαρμογή εναρμονισμένης πρακτικής, τρόποι οι οποίοι συρρέουν φαινομενικά μεταξύ τους.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: KATRIN BOLOVTSOVA

Ειδικότερα, «Η συμφωνία μπορεί να είναι γραπτή ή προφορική και δεν απαιτείται να εφαρμοστεί. Ο όρος δεν ταυτίζεται με τη σύμβαση του αστικού δικαίου, αλλά περιλαμβάνει κάθε περίπτωση που δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις εκφράζουν την κοινή τους πρόθεση να συμπεριφερθούν κατά ορισμένο τρόπο στην αγορά, δεσμευόμενες από την πράξη τους αυτή. Απόφαση ένωσης επιχειρήσεων συνιστά κάθε πράξη, μέσω της οποίας σχηματίζεται η βούληση της ένωσης κι η οποία επιδρά στην οικονομική δραστηριότητα των επιμέρους επιχειρήσεων. Εναρμονισμένη πρακτική συνιστά κάθε μορφή συντονισμού ή συμπαιγνίας επιχειρήσεων, η οποία είναι πρόσφορη να αποκλείσει τον ανταγωνισμό». Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να λησμονείται ότι κι οι τρεις ως άνω περιγραφείσες πρακτικές πρέπει να έχουν ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα την παρεμπόδιση ή νόθευση του ανταγωνισμού, ενώ χρήζει μνείας ότι το άρθρο 1 του ν. 3959/2011 αφορά την Ελληνική Επικράτεια, ενώ το άρθρο 101 της ΣΛΕΕ αφορά την εσωτερική αγορά.

Προσέτι δε, μεταξύ άλλων απαγορεύονται π.χ. οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων που στοχεύουν να ανεβάσουν εκ των προτέρων τις τιμές των προϊόντων προς πώληση σε ένα ορισμένο ύψος, να περιορίσουν την παραγωγή και διάθεση των προϊόντων με στόχο τη δημιουργία μιας τεχνητής ανεπάρκειας κι έτσι να δημιουργούν μια αυξημένη ζήτηση στην αγορά, εκτοξεύοντας τις τιμές των προϊόντων και τέλος οι συμφωνίες που αποσκοπούν στην υποβάθμιση της ποιότητας των παραγόμενων αγαθών, με απότοκο τη μείωση του κόστους παραγωγής του. Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ότι συνήθως οι συμπράξεις μεταξύ των επιχειρήσεων σχετίζονται με την πώληση αγαθών σε συγκεκριμένες τιμές κι ορισμένες ποσότητες ή στην αύξηση των τιμών και στη διατήρηση της παραγωγής συνθηκών κάτω των επιπέδων συνθηκών ανταγωνισμού. Ακολούθως, η απαγορευμένη εφαρμογή δυσμενών διακρίσεων υπάρχει και στην περίπτωση που ο παραγωγός προβαίνει κατόπιν συμφωνίας με τον διανομέα σε άρνηση χονδρικής πώλησης σε μικρέμπορους με αποτέλεσμα να θίγονται κι αυτοί κι οι καταναλωτές που θα μπορούσαν να αγοράσουν το προϊόν σε χαμηλότερη τιμή.

Ως προς το νομικό υπόβαθρο του εν λόγω άρθρου, δύναται να συντρέξει ειδικός λόγος άρσης του αδίκου, ο οποίος μπορεί να συνίσταται σε μια εκ του νόμου εξαίρεση ή αλλιώς εξαίρεση άμεσης εφαρμογής. Το σύστημα των εξαιρέσεων αυτό προβλέπεται ρητά στην παράγραφο 3 του άρθρου 1. Τέλος, ως προς την υποκειμενική υπόσταση , κατά μία άποψη για όλα τα καρτέλ απαιτείται επιδίωξη, ήτοι δόλος α΄ βαθμού, άποψη η οποία έχει υποστηριχθεί και για την εναρμονισμένη πρακτική. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι πρόκειται για ζητήματα μείζονος σημασίας, τα οποία συναντάμε συνεχώς στην καθημερινή πρακτική, πλην όμως πολύ σπάνια οδηγούνται ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων. Δέον όμως είναι να σκεφτούμε πόσο αποτελούν αναπόσπαστα μέρη της ελεύθερης αγοράς, καθώς η ίδια η οικονομία στηρίζεται στον ελεύθερο ανταγωνισμό, ο οποίος πρέπει να είναι ανόθευτος.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Λάμπρος Ε. Κοτσίρης, Δίκαιο Ανταγωνισμού, Αθέμιτου – Ελεύθερου – Αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, Έβδομη έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2015.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Βασιλική Χαραλάμπους
Βασιλική Χαραλάμπους
Είναι επί πτυχίω φοιτήτρια της Νομικής Σχολής Αθηνών. Θα ήθελε να ασχοληθεί με τη μάχιμη δικηγορία και βρίσκει ιδιαίτερα ενδιαφέροντα τον τομέα του ποινικού δικαίου. Στον ελεύθερό της χρόνο της αρέσει πολύ να διαβάζει βιβλία Ψυχολογίας και Φιλοσοφίας, ενώ έχει και μια ιδιαίτερη αδυναμία στον Φρόυντ και τον Ντοστογιέφσκι. Μιλάει αγγλικά, γερμανικά και λίγα ισπανικά.