Της Αγγελικής Τσιούντσιουρα,
Η σχέση μεταξύ του νόμιμου και του ηθικού αποτελεί ένα διαχρονικό φιλοσοφικό και νομικό ζήτημα, καθώς δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου κάτι μπορεί να είναι απολύτως σύμφωνο με τον νόμο, αλλά ταυτόχρονα να κρίνεται ηθικά αμφισβητήσιμο. Το πρόβλημα αυτό δημιουργεί διλήμματα τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Έτσι, τίθεται το ερώτημα: πρέπει κάποιος να ακολουθεί τυφλά τον νόμο ή να στηρίζεται στην ηθική του κρίση; Και πότε η ηθική πίεση μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγή της νομοθεσίας; Αυτά τα ερωτήματα αποτελούν τη βάση για μία ευρύτερη συζήτηση σχετικά με τη σχέση δικαίου κι ηθικής στην κοινωνία.
Η θεωρητική διάκριση Δικαίου και Ηθικής
Η διάκριση μεταξύ δικαίου και ηθικής έχει απασχολήσει τη φιλοσοφία του δικαίου από την αρχαιότητα έως σήμερα. Ο Αριστοτέλης, στο έργο του «Ηθικά Νικομάχεια», αναγνωρίζει τη σημασία του νόμου για την επίτευξη της κοινωνικής αρμονίας, ωστόσο υποστηρίζει ότι η ηθική αφορά την εσωτερική αρετή του ανθρώπου και δεν μπορεί να επιβληθεί από εξωτερικούς κανόνες. Στον Κάντ, η διάκριση είναι ακόμη πιο σαφής: η νομιμότητα αφορά την εξωτερική συμμόρφωση στους κανόνες του δικαίου, ενώ η ηθικότητα προϋποθέτει την εσωτερική αποδοχή των ηθικών αξιών. Με βάση την καντιανή ηθική, μία πράξη είναι ηθική όταν γίνεται από καθήκον και όχι από φόβο για τυχόν νομικές κυρώσεις.
Από την άλλη, ο νομικός θετικισμός, όπως εκφράστηκε από τον Χανς Κέλζεν, υποστηρίζει ότι το δίκαιο και η ηθική είναι δύο ξεχωριστά συστήματα και πως η ισχύς του δικαίου δεν εξαρτάται από ηθικές αξίες. Το δίκαιο είναι έγκυρο επειδή θεσπίζεται από ένα αρμόδιο κρατικό όργανο, ανεξάρτητα από το αν είναι ηθικό ή όχι. Αυτή η άποψη εξηγεί γιατί ιστορικά υπήρξαν νόμοι που επιτρέπουν ανήθικες πρακτικές, όπως η δουλεία ή οι φυλετικές διακρίσεις. Αντίθετα, η θεωρία του φυσικού δικαίου, που εκπροσωπείται από φιλοσόφους όπως ο Τόμας Ακινάτης και πιο πρόσφατα ο Τζον Ρολς, υποστηρίζει ότι οι νόμοι πρέπει να βασίζονται σε ηθικές αρχές. Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, ένας άδικος νόμος δεν μπορεί να είναι πραγματικό δίκαιο, καθώς το δίκαιο πρέπει να προάγει τη δικαιοσύνη και το κοινό καλό.
Εσωτερικά κι εξωτερικά διλήμματα: Όταν το νόμιμο συγκρούεται με το ηθικό
Η διάκριση μεταξύ δικαίου και ηθικής συχνά δημιουργεί εσωτερικά διλήμματα στους πολίτες. Για παράδειγμα, ένας δικηγόρος που καλείται να υπερασπιστεί έναν πελάτη του γνωρίζοντας ότι είναι ένοχος αντιμετωπίζει το ερώτημα: να ακολουθήσει τον νόμο και το επαγγελματικό του καθήκον ή να πράξει σύμφωνα με τη συνείδησή του; Ένα ακόμη χαρακτηριστικό εσωτερικό δίλημμα είναι η περίπτωση του «μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος» (whistleblower), όπως ο Έντουαρντ Σνόουντεν. Ο ίδιος διέρρευσε πληροφορίες για παρακολουθήσεις πολιτών από τις κυβερνήσεις, παραβιάζοντας τη νομοθεσία περί απορρήτου, όμως το έκανε στο όνομα της διαφάνειας και της ηθικής. Στο επίπεδο της κοινωνίας, δημιουργούνται εξωτερικά διλήμματα όταν το νομικό πλαίσιο δεν ανταποκρίνεται στις ηθικές αξίες των πολιτών. Για παράδειγμα, η φοροδιαφυγή μέσω «νομικών παραθύρων» είναι απολύτως νόμιμη σε ορισμένες περιπτώσεις, αλλά κοινωνικά θεωρείται άδικη. Παρόμοια ιστορικά παραδείγματα, όπως οι νόμοι περί φυλετικού διαχωρισμού στις ΗΠΑ ή ναζιστικοί νόμοι κατά των Εβραίων, δείχνουν ότι η κοινωνία συχνά αμφισβητεί τη νομιμότητα ενός άδικου δικαίου.
Ένα από τα σημαντικότερα ερωτήματα είναι αν το δίκαιο μπορεί να επιβάλει την ηθική ή αν πρέπει να περιορίζεται στην εξωτερική ρύθμιση της κοινωνίας. Ο Τζον Στιούαρτ Μιλ, στη θεωρία του περί ελευθερίας, υποστηρίζει ότι το δίκαιο δεν πρέπει να επεμβαίνει στην προσωπική ηθική του ατόμου, παρά μόνο αν η συμπεριφορά του βλάπτει τους άλλους. Αυτή η αρχή της μη βλάβης εξηγεί γιατί ορισμένες ανήθικες πράξεις, όπως η απιστία σε μία σχέση δεν ποινικοποιούνται. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις όπου το δίκαιο επιδιώκει να καλλιεργήσει μία ηθική συνείδηση στην κοινωνία. Νόμοι που προάγουν την ισότητα των φύλων, την προστασία του περιβάλλοντος ή την καταπολέμηση του ρατσισμού ενισχύουν σταδιακά τις ηθικές αντιλήψεις των πολιτών. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η απαγόρευση καπνίσματος σε δημόσιους χώρους. Ένα μέτρο που δεν αφορά μόνο τη προστασία της δημόσιας υγείας, αλλά επηρεάζει και την ηθική στάση των ανθρώπων απέναντι στο κάπνισμα. Παρόλα αυτά, το δίκαιο δεν μπορεί να επιβάλει την ηθικότητα με τρόπο καταναγκαστικό. Αν ένας άνθρωπος δίνει χρήματα σε φιλανθρωπίες μόνο επειδή ο νόμος τον υποχρεώνει, τότε η πράξη του δεν έχει ηθική αξία σύμφωνα με την καντιανή προσέγγιση.
Το δίλημμα μεταξύ του νόμιμου και του ηθικού παραμένει διαχρονικό. Παρότι το δίκαιο και η ηθική συνδέονται, δεν ταυτίζονται πάντα και συχνά προκύπτουν συγκρούσεις, που προκαλούν εσωτερικά κι εξωτερικά διλήμματα. Η πρόκληση για κάθε κοινωνία είναι να διαμορφώνει ένα νομικό σύστημα που να μην επιβάλλει την ηθική με καταναγκαστικό τρόπο, αλλά να την προάγει, έτσι ώστε το δίκαιο να βρίσκεται όσο το δυνατόν πιο κοντά στις θεμελιώδεις ηθικές αρχές της δικαιοσύνης και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Γεώργιος Κουμάντος, Δίκαιο και Ηθική, Εκδόσεις Σάκκουλα.
- Φιλήμων Παιονίδης, Καντιανή Ηθική: Πέντε Δυσκολίες, Νέα Εστία.
- Αριστοτελία Πετράκη, Ηθικά διλήμματα στη σύγχρονη κοινωνία, Εκδόσεις Παπαζήσης.