Της Άννας Μαρίας Τσαρτσίδου,
Ανέκαθεν λάτρευα όλες τις ηρωίδες της Κλασσικής Λογοτεχνίας με ρεαλιστικές και νατουραλιστικές τάσεις. Γυναίκες που με έναν εκλεπτυσμένο ρομαντισμό, έβλεπαν το χάος να έρχεται και όμως, δεν φοβήθηκαν να βουτήξουν μέσα του. Γυναίκες που πίστευαν σε ιδέες και ιδανικά για τα οποία άξιζε να πεθάνουν, ενώ στην πραγματικότητα, ήταν ακριβώς οι ιδέες και τα ιδανικά για τα οποία άξιζε να ζήσει κανείς. Από την Άννα Καρένινα του Τολστόι έως την Κάθριν Έρνσο της Μπροντέ και την Λολίτα του Ναμπόκοφ∙ όλες τους μοναδικές και ρηξικέλευθες. Μία, όμως, ξεχωρίζει από όλες αυτές τις τραγικές ηρωίδες, και δεν είναι άλλη από την Έμμα Μποβαρί, την προσωπικά αγαπημένη μου «πριγκίπισσα» της εξιδανίκευσης.
Η Έμμα, αυτή η μικρή Μαντάμ, που καθόλου μικρή δεν ήταν στην πραγματικότητα, καθώς ήταν τόσο καλά σκιαγραφημένος ο χαρακτήρας της από τον Φλομπέρ, που ξεπερνάει το μέγεθος του έργου. Αυτή η Έμμα… όμορφη, εύστροφη, με υψηλή αισθητική∙ ήταν —φαινομενικά— ένα πρότυπο κυρίας της εποχής της. Πρόκειται για μια προσωπικότητα θυελλώδη, με πάθη, πολλά πάθη και με όνειρα, πάρα πολλά όνειρα. Όνειρα που ξεπερνάνε τη γαλλική επαρχία που ζούσε. Φανταζόταν φλογερούς έρωτες που δεν άρμοζαν στην καθώς πρέπει ζωή μιας παντρεμένης κυρίας. Ονειρευόταν χλιδή και αριστοκρατία, τα μεγάλα σαλόνια και την αίγλη —σαν τα βιβλία που διάβαζε∙ και τα νοσταλγούσε όλα αυτά σαν να της ανήκαν, σαν να τα είχε ζήσει, ενώ δεν άρμοζαν στην κοινωνική της τάξη. Η Έμμα τα ήθελε όλα και στην ώρα που τα ήθελε, γιατί διαφορετικά τίποτα δεν είχε νόημα για εκείνη. Τα πάντα είχαν αξία μόνο για τη στιγμή που τα ποθούσε.

Η πονηρία και η μηχανουργία που την διακατείχαν, προκειμένου να καταφέρει οτιδήποτε επιθυμούσε ήταν τρομερή και ο Φλομπέρ με απίστευτη ρεαλιστικότητα έχει πλάσει αυτή τη γυναίκα—θρύλο. Παντρεύτηκε τον Σαρλ από ψευτοέρωτα, που περισσότερο ήταν για αυτήν ένα εισιτήριο για μια καλύτερη ζωή. Στην πορεία τον βαρέθηκε και ήθελε περισσότερα. Όσο καλός ήταν εκείνος απέναντι της τόσο εκείνη «έσκαγε» και μεγάλωνε η πλήξη της. Το ανήσυχο πνεύμα της ήταν αδύνατο να ευδοκιμήσει μέσα στο περιβάλλον της επαρχιακής ρουτίνας. Ήθελε την έκρηξη, την ταραχή∙ δεν την ένοιαζε αν έφτανε στην πτώση, στη διάλυση τόσο οικονομική όσο και ψυχολογική.
Οι γλυκές όπερες, οι άμαξες, τα ακριβά ξενοδοχεία, τα «μαθήματα» πιάνου, τα ρούχα, τα έπιπλα, τα υφάσματα∙ της πρόσφεραν μια ανατριχιαστική ευδαιμονία, η οποία όμως, ήταν εντελώς στιγμιαία. «Γιατί ένα άπειρο πάθος μπορεί να συγκρατηθεί σε ένα λεπτό, όπως ένα πλήθος σε ένα μικρό χώρο».
Όταν γύριζε σπίτι όλα μαύριζαν και γινόντουσαν ανιαρά και άνοστα. Ο άντρας της δεν αντεχόταν — αν και υπόδειγμα συζύγου— οι δουλείες του σπιτιού περνούσαν σε δεύτερη μοίρα, ενώ όσο αναφορά την κόρη της, που της περνούσε σχεδόν απαρατήρητη, δεν φαίνεται να την συνδέει κάποιος ισχυρός δεσμός. Η Έμμα είχε την ατυχία να πέσει θύμα της ζωής που ονειρευόταν, γιατί γοητεύτηκε από μια ουτοπία που κατά βάθος απεχθανόταν. Άργησε πολύ να καταλάβει αυτήν της την αποστροφή και αυτό ήταν και το τίμημα που είχε να πληρώσει.
Και ας προσπάθησαν να τη μεταπείσουν και να τη σώσουν, η Έμμα είχε πεθάνει πριν από το φυσικό της θάνατο, πριν δράσει το αρσενικό. Η Έμμα πέθανε τη στιγμή της συνειδητοποίησης, τη στιγμή της διάψευσης των ιδανικών της. Όταν έσκασε η φούσκα, όταν είδε τα όνειρα της γυμνά —σχεδόν έκφυλα. Η Έμμα φοβόταν περισσότερο τη ζωή που δεν έζησε παρά τον ίδιο το θάνατο. Όταν κατάλαβε πως η ζωή δεν ήταν σαν τα βιβλία που χανόταν μέσα τους, ήξερε πως αυτός ο κόσμος δεν είχε πια τίποτα να της προσφέρει. Ακόμα και η ζωή είχε γίνει για αυτήν ανυπόφορη.
Ο Φλομπέρ —μετρ του ρεαλισμού— ταλαιπωρήθηκε πολύ για το έργο του Μαντάμ Μποβαρί, καθώς κατηγορήθηκε για προσβολή των δημοσίων ηθών, γιατί η τότε κοινωνία δεν μπορούσε να αποδεχτεί το σκανδαλώδη χαρακτήρα της Έμμας, αλλά και το ίδιο το θέμα της απιστίας. Ευτυχώς, ο Φλομπέρ αθωώθηκε και τελικά, ακόμα και τα αρνητικά σχόλια και η κριτική βοήθησαν στο να αναδειχθεί αυτό το αριστούργημα, το οποίο με τον καιρό πήρε την αναγνώριση που του άξιζε, ασκώντας πολύ μεγάλη επιρροή στην ιστορία της λογοτεχνίας και αναγνωρίζεται ως έργο—τομή στην παγκόσμια λογοτεχνία.
«Η Μαντάμ Μποβαρί είμαι εγώ» — Γκιστάβ Φλομπέρ
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Μαντάμ Μποβαρί, politeianet.gr, διαθέσιμο εδώ