Του Θανάση Πεταλά,
Η κυριότητα αποτελεί το ευρύτερο δικαίωμα στον χώρο του εμπράγματου δικαίου. Η προστασία της από προσβολές επιτυγχάνεται κατ’ αρχήν με τη διεκδικητική αγωγή (ΑΚ 1094) που διαθέτει ο φορέας της έναντι του προσβολέα – νομέα ή κατόχου. Είναι πιθανόν ωστόσο ο κύριος να μην ικανοποιείται πλήρως με την άσκησή της, διότι το διάστημα που το πράγμα παρέμεινε στα χέρια του προσβολέα καταστράφηκε ή χειροτέρεψε ουσιωδώς ή παρήγαγε ωφελήματα, τα οποία εκείνος καρπώθηκε χωρίς νόμιμη αιτία. Σε αυτές τις περιπτώσεις γεννώνται μαζί με την άσκηση της διεκδικητικής αγωγής και δυο παρεπόμενες αξιώσεις του κυρίου, ρυθμιζόμενες στα άρθρα 1096-1100 ΑΚ, κι οι οποίες θα αναλυθούν παρακάτω: αφενός η αξίωση απόδοσης των ωφελημάτων του πράγματος κι αφετέρου η αξίωση αποζημίωσης λόγω καταστροφής ή χειροτέρευσης του πράγματος.
Προϋποθέσεις εφαρμογής και γενικά κριτήρια διαβάθμισης της ευθύνης του νομέα
Τόσο η αξίωση απόδοσης των ωφελημάτων του πράγματος όσο κι η αξίωση αποζημίωσης λόγω καταστροφής ή χειροτέρευσής του είναι ενοχικής φύσεως και προϋποθέτουν παραδεκτή άσκηση της διεκδικητικής αγωγής από τον κύριο. Άρα εξυπακούεται ότι πρέπει ο νομέας ή κάτοχος να μη διαθέτει την ένσταση δικαιώματος της 1095, για να είναι η έγερσή τους δυνατή. Κατά τα άλλα είναι αυτοτελείς αξιώσεις με δική τους νομική τύχη και παραγράφονται μετά είκοσι έτη (ΑΚ 249), εκτός από την αξίωση αποζημίωσης της 1099 ΑΚ, που υπόκειται στην πενταετή παραγραφή (ΑΚ 250 + 937).
Στη ρύθμιση και των δύο δίνεται έμφαση κατ’ αρχήν σε δυο κριτήρια. Το πρώτο είναι η καλή πίστη του νομέα ή κατόχου του πράγματος. Εφεξής, ό,τι ειπωθεί για τον νομέα πράγματος ισχύει και για τον κάτοχο. Κρίσιμο είναι ο νομέας να έχει καλή πίστη ως προς το δικαίωμα του να νέμεται το πράγμα. Πώληση ποδηλάτου για παράδειγμα από πωλητή ανήλικο είναι άκυρη λόγω δικαιοπρακτικής ανικανότητάς του, ο αγοραστής ωστόσο, εφόσον αγνοούσε δικαιολογημένα τη δικαιοπρακτική ανικανότητα του αντισυμβαλλομένου του και πιστεύει στην ύπαρξη έγκυρης πώλησης, νέμεται καλόπιστα το πράγμα. Βέβαια αν στην πορεία πληροφορηθεί για το υπάρχον πρόβλημα της πώλησης η κατάσταση αλλάζει, διότι η επιγενόμενη κακή πίστη εδώ (σε αντίθεση με τη ρύθμιση της χρησικτησίας) επηρεάζει την ευθύνη του νομέα (1098 ΑΚ).
Το δεύτερο βασικό κριτήριο είναι ο χρόνος επίδοσης της αγωγής στον νομέα, που κρίνεται κατά τις διατάξεις του δικονομικού δικαίου (ΚΠολΔ 215, 120 επ.). Ο χρόνος επίδοσης παίζει ρόλο στον προσδιορισμό του ακριβούς χρονικού σημείου, από το οποίο κι έπειτα θεμελιώνεται ευθύνη του νομέα για ωφελήματα κι αποζημίωση (ΑΚ 1096, 1097). Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι με την επίδοση ο καλόπιστος νομέας γίνεται αυτομάτως κακόπιστος, διότι είναι πιθανό να εξακολουθεί να νομίζει ότι δικαιωματικά νέμεται το πράγμα. Θεωρείται όμως ότι οφείλει να μεταχειρίζεται προσεκτικότερα το πράγμα, καθώς ο κίνδυνος απώλειάς του στη δική ελλοχεύει. Γι’ αυτό βαρύνεται με την ίδια ευθύνη όπως ο κακόπιστος (ΑΚ 1096, 1099, 1100). Συν τοις άλλοις, η υπερημερία του νομέα ως προς την απόδοση του πράγματος ή η παρανομία στον τρόπο απόκτησής του λειτουργούν επιβαρυντικά για αυτόν αυξάνοντας, όπως θα δούμε, την ευθύνη του.
Αξίωση απόδοσης των ωφελημάτων
Για αρχή πρέπει να ορίσουμε τι σημαίνει ωφέλημα. Πρόκειται για πάσης φύσεως όφελος, το οποίο προέρχεται από τη χρήση πράγματος ή δικαιώματος. Δεν περιορίζεται μόνο στους καρπούς (φυσικούς και πολιτικούς) του πράγματος ή του δικαιώματος, αλλά συνιστά ευρύτερη έννοια (ΑΚ 962). Ο καλόπιστος νομέας πράγματος δεν ευθύνεται καθ’ όλο το διάστημα πριν από την επίδοση της διεκδικητικής αγωγής σε απόδοση των ωφελημάτων που εξήχθησαν από το πράγμα (ΑΚ 1100). Έχει υποχρέωση ωστόσο να αποδώσει τους καρπούς που εξήχθησαν από το πράγμα μετά την επίδοση της αγωγής και, σε περίπτωση που παρέλειψε με υπαιτιότητά του να το κάνει, ενέχεται σε αποκατάσταση της αξίας τους (ΑΚ 1096). Αρκεί να ήταν οι καρποί αντικειμενικά δυνατό να συλλεχθούν κι η παράλειψη συλλογής τους να μην οφείλεται σε τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία. Εάν ο νομέας δεν νέμεται αυτοπροσώπως το πράγμα, γιατί για παράδειγμα το έχει εκμισθώσει, δεν αρκεί η έγερση της αξίωσης μονό κατά του μισθωτή-κατόχου αλλά πρέπει να εγερθεί και κατά του νομέα.
Ο κακόπιστος νομέας στον αντίποδα ευθύνεται καθ’ όλο το διάστημα που βρίσκεται σε κακή πίστη ως προς τη νομή του πράγματος, ανεξάρτητα από το ακριβές χρονικό σημείο που του επιδόθηκε η αγωγή (ΑΚ 1098 εδ. α΄). Η ευθύνη του είναι όμοια με εκείνη του καλόπιστου νομέα, απλώς υφίσταται για μακρότερο χρονικό διάστημα, καθώς εναρκτήριο σημείο της είναι η στιγμή επέλευσης της κακής του πίστης, που τοποθετείται κατά κανόνα νωρίτερα από την επίδοση της αγωγής.
Αν πέρα από κακή πίστη ο νομέας βρίσκεται επιπλέον σε καθεστώς υπερημερίας (ΑΚ 1098 εδ. β΄) η ευθύνη του αυξάνεται και περιλαμβάνει και την ανυπαίτια παράλειψη συλλογής καρπών του πράγματος καθώς και την τυχαία αδυναμία απόδοσης του πράγματος, έκτος κι αν ο κακόπιστος κι υπερήμερος νομέας καταφέρει να αποδείξει ότι η ζημία στο πράγμα θα επερχόταν έτσι κι αλλιώς, ακόμη κι αν το απέδιδε έγκαιρα. Επίσης, ενεργοποιούνται αναλογικά οι διατάξεις της υπερημερίας, που προβλέπουν ευθύνη του υπερήμερου νομέα σε αποζημίωση του κυρίου για την υπαίτια καθυστέρηση απόδοσης (ΑΚ 343.1) και δικαίωμα του πρώτου να αποκρούσει την απόδοση του πράγματος και των καρπών του, εάν κρίνει ότι πλέον δεν έχει συμφέρον από αυτήν και προτιμά να αξιώσει αντ’ αυτών αποζημίωση για μη εκπλήρωση (ΑΚ 343.2).
Αν τέλος ο νομέας απέκτησε την νομή του πράγματος με παράνομη πράξη, όπως λόγου χάρη κλοπή ή αποβολή του κυρίου από ακίνητό του, τότε ευθύνεται για τα ωφελήματα από τη στιγμή της παράνομης πράξης. Συνδυάζοντας την 934 ΑΚ, που ορίζει ότι από τη στιγμή της αφαίρεσης ο νομέας θεωρείται υπερήμερος, με την 344 ΑΚ συνάγεται ότι η ευθύνη αυτή εκτείνεται σε κάθε αμέλεια του νομέα αλλά και σε τυχαία γεγονότα, εκτός κι αν ζημιά στο πράγμα θα επερχόταν έτσι κι αλλιώς, ακόμη κι αν το απέδιδε έγκαιρα. Σύμφωνα με την ΑΚ 1099 η ευθύνη για τα ωφελήματα εδώ συρρέει αληθινά με την ευθύνη για αδικοπραξία και γι’ αυτό είναι δυνατή η απευθείας επίκληση των διατάξεων της τελευταίας (ΑΚ 914 επ.).
Αξίωση αποζημίωσης λόγω καταστροφής ή χειροτέρευσης του πράγματος
Είναι λογικό, όσο παραμένει το πράγμα στα χεριά του νομέα, να διατρέχει τον κίνδυνο καταστροφής ή φθοράς. Από το γράμμα της 1097 ΑΚ φαίνεται ότι τα προαπαιτούμενα, για να θεμελιωθεί η εν λόγω αξίωση, είναι η ύπαρξη καταστροφής ή οικονομικού εκμηδενισμού ή χειροτέρευσης της ουσίας του πράγματος, χωρίς να μας ενδιαφέρει ο λόγος που την προξένησε. Με καταστροφή εξομοιώνεται κι η ανάλωση πράγματος καθώς κι η ένωση υπό τους όρους της ΑΚ 1057 (καθώς έτσι χάνει το πράγμα την αυτοτέλειά του και μετατρέπεται σε συστατικό ακίνητου).
Κι εδώ ο καλόπιστος νομέας δεν ευθύνεται σε αποζημίωση καθ’ όλο το διάστημα πριν από την επίδοση της αγωγής (ΑΚ 1100), ενώ από τη στιγμή της επίδοσης ευθύνεται σε αποζημίωση μόνο για υπαίτια καταστροφή ή χειροτέρευση του πράγματος (ΑΚ 1097). Στο παραπάνω παράδειγμα, εάν υποτεθεί ότι ο καλόπιστος αγοραστής του ποδηλάτου το καταστρέφει με υπαιτιότητά του σε ατύχημα, δεν θα ευθύνεται σε αποζημίωση του ανήλικου πωλητή, εφόσον το ατύχημα συνέβη πριν από την επίδοση της αγωγής. Ο κακόπιστος νομέας αντιθέτως ευθύνεται ακριβώς όπως κι ο καλόπιστος αλλά από νωρίτερα και συγκεκριμένα από τη στιγμή της επέλευσης της κακής πίστης στο πρόσωπό του κι όχι από τη στιγμή της επίδοσης της αγωγής. Επομένως, εάν ο αγοραστής του παραδείγματος τη στιγμή του από υπαιτιότητά του ατυχήματος γνώριζε ότι νεμόταν χωρίς δικαίωμα το ποδήλατο, θα ευθύνεται από τη στιγμή της απόκτησης της γνώσης σε αποζημίωση του ανήλικου πωλητή, ακόμη κι αν του επιδόθηκε η αγωγή σε μεταγενέστερο χρόνο, διότι από το σημείο της γνώσης και μετά βρίσκεται σε κακή πίστη.
Με την ύπαρξη κι υπερημερίας στο πρόσωπο του κακόπιστου νομέα η ευθύνη του επιτείνεται περιλαμβάνοντας και την καταστροφή ή χειροτέρευση από τυχαία γεγονότα, και πάλι υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι η ζημία θα επερχόταν, ακόμη κι αν απέδιδε έγκαιρα το πράγμα. Ενέχεται επιπλέον σε αποζημίωση του κυρίου για ζημία προκληθείσα από την καθυστέρηση απόδοσης του πράγματος (ΑΚ 343.1). Ο νομέας τέλος που απέκτησε τη νομή πράγματος με παράνομη πράξη φέρει αδικοπρακτική ευθύνη και μπορεί να γίνει απευθείας επίκληση των σχετικών διατάξεων (ΑΚ 914 επ.).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Εμπράγματου Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2012.
- Δημήτριος Η. Παπαστερίου, Επίτομο Εμπράγματο Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2011.
- Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Πρακτικά Θέματα Εμπράγματου Δικαίου, 4η Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2012.