13.1 C
Athens
Σάββατο, 1 Φεβρουαρίου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ περάτωση της κύριας ανάκρισης: Στάδια και διαδικασίες

Η περάτωση της κύριας ανάκρισης: Στάδια και διαδικασίες


Της Ξένης Φλώρου, 

Η κύρια ανάκριση αποτελεί ένα κρίσιμο στάδιο της ποινικής διαδικασίας, με στόχο τη συλλογή κι αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων που είναι απαραίτητα για τη διερεύνηση ενός εγκλήματος και την προετοιμασία της υπόθεσης για τη δίκη. Εντάσσεται στο πλαίσιο της προδικασίας και διεξάγεται μετά την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης, εφόσον προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις τέλεσης αξιόποινης πράξης. Είναι υποχρεωτική στις περιπτώσεις κακουργημάτων, ενώ για ορισμένα πλημμελήματα εφαρμόζεται όταν προβλέπεται δυνατότητα προσωρινής κράτησης ή περιοριστικοί όροι.

Διενεργούμενη από τον τακτικό ανακριτή, κατόπιν παραγγελίας του εισαγγελέα, η κύρια ανάκριση έχει ως βασικό στόχο να συγκεντρώσει νέα αποδεικτικά μέσα και να διασφαλίσει τα ήδη υπάρχοντα, όπως ορίζεται ρητά στο άρθρο 239 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Πρόκειται για μια διαδικασία που επιδιώκει να ελέγξει τη σοβαρότητα της κατηγορίας και να διαπιστώσει την πιθανότητα ενοχής ή αθωότητας του κατηγορουμένου προτού χρειαστεί να παρουσιαστεί ενώπιον του ακροατηρίου. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, δηλαδή, διαφαίνεται αν υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις για να προχωρήσει η υπόθεση στο ακροατήριο ή αν πρέπει να τεθεί στο αρχείο. Παράλληλα, διαμορφώνεται ένα ισχυρό αποδεικτικό υπόβαθρο, το οποίο αξιοποιείται καθοριστικά κατά την ακροαματική διαδικασία. Με άλλα λόγια, η ανάκριση προσπαθεί να απαντήσει σε ένα ερώτημα: Υπάρχουν αρκετά στοιχεία που να δικαιολογούν την παραπομπή του κατηγορουμένου σε δίκη;

Κατά το άρθρο 251 ΚΠΔ, ο τακτικός ανακριτής ή ο ανακριτικός υπάλληλος έχει υποχρέωση να πράξει τα δέοντα προκειμένου να συγκεντρώσει τις απαραίτητες πληροφορίες, δηλαδή οφείλει να διενεργήσει ανακριτικές πράξεις. Σε αυτό το σημείο αξίζει να υπογραμμιστούν δύο σημαντικά χαρακτηριστικά της κύριας ανάκρισης. Πρώτον, η διαδικασία διεξάγεται αποκλειστικά εγγράφως, καθώς για κάθε ανακριτική πράξη απαιτείται η σύνταξη σχετικής έκθεσης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 241 ΚΠΔ. Δεύτερον, η κύρια ανάκριση χαρακτηρίζεται από πλήρη έλλειψη δημοσιότητας. Αυτό σημαίνει ότι κανείς δεν έχει πρόσβαση στη διαδικασία, τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που ο κατηγορούμενος κληθεί σε απολογία. Με την εμφάνιση στον ανακριτή η ανάκριση γίνεται φανερή. Ταυτόχρονα, η έλλειψη δημοσιότητας συνεπάγεται ότι απαγορεύεται η παρουσία τρίτων κατά την εκτέλεση των ανακριτικών πράξεων.

Πηγή Εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα Χρήσης: Katrin Bolovtsova

Κατόπιν συγκέντρωσης των στοιχείων που θεμελιώνουν την κατηγορία, ο ανακριτής καλεί τον κατηγορούμενο σε απολογία, η οποία πρέπει να πραγματοποιηθεί με την αυτοπρόσωπη παρουσία του. Σύμφωνα με το άρθρο 103 ΚΠΔ, ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να ζητήσει προθεσμία 48 ωρών για να προετοιμάσει την απολογία του. Σε περιπτώσεις ιδιαίτερα εκτεταμένων ή περίπλοκων δικογραφιών, ο κατηγορούμενος μπορεί να υποβάλει αίτηση για παράταση αυτής της προθεσμίας, η οποία συνήθως γίνεται δεκτή, δεδομένου ότι το 48ωρο ενδέχεται να μην επαρκεί για την ενδελεχή μελέτη μιας υπέρογκης δικογραφίας. Η άρνηση χορήγησης παράτασης σε τέτοιες περιπτώσεις ενδέχεται να συνιστά παραβίαση του άρθρου 6, παράγραφος 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και να συνεπάγεται την απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας (ΑΠ 1234/2020).

Η κύρια ανάκριση, κατά κύριο λόγο, περατώνεται τυπικά με την απολογία του κατηγορουμένου, ο οποίος καλείται να εμφανιστεί ενώπιον του ανακριτή με κλήση που επιδίδεται τουλάχιστον 24 ώρες πριν από την ημερομηνία που έχει οριστεί για την εμφάνισή του. Ωστόσο, κατ’ εξαίρεση, η ανάκριση μπορεί να περατωθεί και χωρίς την κλήτευση του κατηγορουμένου, όπως προβλέπεται από το άρθρο 270 ΚΠΔ εφόσον από το αποδεικτικό υλικό δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις εναντίον του. Σε αυτό το σημείο,  αξίζει να σημειωθεί ότι η κλήση του κατηγορουμένου αποτελεί δικαίωμά του, καθώς μέσω της απολογίας του έχει την ευκαιρία να αποκρούσει την κατηγορία. Η μη κλήτευση του κατηγορουμένου σε απολογία κι η εν συνεχεία παραπομπή του σε δίκη συνιστά απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171, παράγραφος 1δ ΚΠΔ, καθώς παραβιάζεται υπερασπιστικό δικαίωμα του κατηγορουμένου. Κατ’ εξαίρεση η ανάκριση περατώνεται χωρίς απολογία του κατηγορουμένου και σε περίπτωση που ακολουθείται η εναλλακτική μορφή περάτωσης, της ποινικής συνδιαλλαγής ή ποινικής διαπραγμάτευσης όπως ορίζεται στα άρθρα 301 παρ. 4 ΚΠΔ και 303 παρ. 5 ΚΠΔ.

Μετά την απολογία του, ο ανακριτής παραδίδει τη δικογραφία στον εισαγγελέα προκειμένου να διαμορφώσει τη δική του κρίση. Στη συνέχεια, ο ανακριτής κι ο εισαγγελέας καλούνται να λάβουν μια ιδιαίτερα σημαντική απόφαση: Θα αφεθεί ο κατηγορούμενος ελεύθερος χωρίς όρους, θα του επιβληθούν περιοριστικοί όροι, ή θα αποφασιστεί η προσωρινή κράτησή του, εφόσον πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις;

Πηγή Εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα Χρήσης: Pavil Danilyuk

Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος κληθεί να απολογηθεί και δεν εμφανιστεί, το πρώτο βήμα είναι να ελεγχθεί αν η κλήση του έγινε σωστά, σύμφωνα με τις νόμιμες διαδικασίες. Εάν διαπιστωθεί ότι η κλήση έγινε ορθά κι ο κατηγορούμενος δεν ανταποκρίθηκε, ο ανακριτής προχωρά στην έκδοση εντάλματος σύλληψης, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος, ή εντάλματος βίαιης προσαγωγής. Με την έκδοση των ενταλμάτων αυτών, η κύρια ανάκριση θεωρείται περατωμένη. Ο ανακριτής στη συνέχεια διαβιβάζει τη δικογραφία στον Εισαγγελέα, ο οποίος αναλαμβάνει τα επόμενα βήματα της ποινικής διαδικασίας.

Κατά κανόνα η κύρια ανάκριση ολοκληρώνεται ουσιαστικά από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών. Ο εισαγγελέας κάνει πρόταση στο συμβούλιο είτε για την παραπομπή του κατηγορουμένου ή για την μη απαγγελία κατηγορίας ή για την προσωρινή/οριστική παύση της ποινικής δίωξης. Κατ’ εξαίρεση, στις περιπτώσεις που ορίζει το άρθρο 309 ΚΠΔ, η δικογραφία υποβάλλεται από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών στον εισαγγελέα εφετών ο οποίος προτείνει στον πρόεδρο εφετών να εισαχθεί η υπόθεση κατευθείαν στο ακροατήριο αφού κρίνει ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου.

Συμπερασματικά, η κύρια ανάκριση σηματοδοτεί την έναρξη της ποινικής δίωξης, λειτουργώντας ως ένα κρίσιμο στάδιο συλλογής κι αξιολόγησης αποδεικτικών στοιχείων. Μέσα από αυτήν τη διαδικασία, εξασφαλίζεται ότι μόνο υποθέσεις με επαρκείς ενδείξεις παραπέμπονται στο ακροατήριο. Περατώνεται τυπικά με την απολογία του κατηγορουμένου που αποτελεί την τελευταία διαδικαστική πράξη. Μετά την απολογία, το τελευταίο στάδιο είναι η εισαγγελική πρόταση, που καθορίζει την περαιτέρω πορεία της υπόθεσης.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  •  Νικόλαος Κ. Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2020

     

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ξένη Φλώρου
Ξένη Φλώρου
Γεννήθηκε το 2002 στην Αθήνα όπου και μεγάλωσε. Σπουδάζει στη Νομική Σχολή του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τον τομέα του εμπορικού και του ποινικού δικαίου. Στον ελεύθερο χρόνο της, επιλέγει να ασχολείται ενεργά με τον αθλητισμό, τη μουσική και την εξερεύνηση νέων προορισμών, μέσα από ταξιδιωτικές εμπειρίες.