Του Άγγελου Παυλίδη,
Το τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας, στην οποία η Ελλάδα και η Τουρκία ήρθαν σε μεγάλης έκτασης πολεμική σύγκρουση, έληξε με καταστροφικά αποτελέσματα. Πέραν αυτού, όμως, δημιουργήθηκε και η ανάγκη να ανοίξει διπλωματική επικοινωνία, ώστε να διευθετηθούν τα διαχρονικά και τα νέα ζητήματα που προέκυψαν. Τον Ιούλιο του 1923, υπογράφτηκε η Συνθήκη της Λωζάνης, η οποία θα σχημάτιζε και τα νέα σύνορα των δύο κρατών, καθώς και θα έβαζε μπρος τη διαδικασία ανταλλαγής πληθυσμών που ως αποτέλεσμα θα είχε εκατομμύρια ανθρώπους να εγκαταλείψουν τον τόπο τους. Αυτή θα ήταν φυσικά μία δύσκολη διαδικασία, διότι εκτός της ανθρωπιστικής διάστασης, δημιουργούνταν πρακτικά θέματα με την εγκατάσταση των ανταλλάξιμων στη νέα χώρα και με την καταμέτρηση των περιουσιών τους. Ένα περιστατικό που πυροδότησε θερμά διπλωματικά επεισόδια, αποτέλεσε η απέλαση του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντίνου ΣΤ’, ο οποίος παρά τη θέση του, θεωρήθηκε ανταλλάξιμος και εκδιώχθηκε από την Κωνσταντινούπολη το 1925.
Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων ένα από τα θέματα, τα οποία τέθηκαν στη συζήτηση ήταν η αντιμετώπιση του Οικουμενικού Πατριαρχείου που βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη. Αρχικά, η τουρκική πλευρά υποστήριξε μέχρι και τη μεταφορά του από την Πόλη και την εγκατάστασή του σε άλλο μέρος, βλέποντας όμως τις προθέσεις της ελληνικής πλευράς να θέσει κόκκινες γραμμές σε αυτό το ενδεχόμενο και δεδομένης της στήριξης και άλλων βαλκανικών κρατών που θα αναπτυσσόταν, υποχώρησε ως προς αυτή την κατεύθυνση. Σε αυτό το σημείο πρέπει να αναφερθεί και η ιδιαιτερότητα της Κωνσταντινούπολης ως προς τη Συνθήκη της Λωζάνης. Όπως και στη δυτική Θράκη με τον μουσουλμανικό πληθυσμό, ο οποίος εξαιρέθηκε από την ανταλλαγή, έτσι και οι χριστιανοί της Κωνσταντινούπολης, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί εκεί μέχρι και πριν τον Οκτώβριο του 1918, μπορούσαν να συνεχίσουν να μένουν στην περιοχή τους. Οι τουρκικές κινήσεις κατέστησαν σαφές πως δεν επρόκειτο να δεχθούν καμία εξαίρεση ως προς τις απελάσεις, ακόμη και αν απευθύνονταν σε κληρικούς. Έτσι, από τον Μάρτιο του 1924 ξεκινούν οι καταγραφές της τουρκικής αστυνομίας και λίγους μήνες αργότερα αρχίζουν οι πρώτες διαφωνίες εντός της Μεικτής Επιτροπής που περιλαμβάνει μέλη και των δύο εθνών αλλά και ξένων δυνάμεων.
Στην ελληνική πτέρυγα των διαπραγματεύσεων, υπήρχαν διαμαρτυρίες λόγω ανησυχίας για το ότι η λειτουργία του Πατριαρχείου κινδύνευε από τις επικείμενες απελάσεις. Ενώ επικρατούσαν ταυτόχρονα και πιο μετριοπαθείς τοποθετήσεις από τον Ιωάννη Πολίτη, καθώς δεν υπήρχε σαφής νομική, σύμφωνα με τη συνθήκη, κατοχύρωση να μην απελαθούν οι κληρικοί του Πατριαρχείου. Η κατάσταση οξύνθηκε διπλωματικά στην προσπάθεια εύρεσης λύσης, παρόλα αυτά η Ιερά Σύνοδος μετά το θάνατο του Πατριάρχη Γρηγορίου, αποφάσισε να τον διαδεχθεί ένα πρόσωπο που είχε εγκατασταθεί στην Πόλη μετά τον Οκτώβριο του 1918, τον Κωνσταντίνο Αράμπογλου, ο οποίος παρά τις τουρκικές προσπάθειες να τον αποτρέψουν, ανέλαβε τα ινία στις 17 Δεκεμβρίου του 1924.
Από εκεί και στο εξής οι διαπραγματεύσεις λαμβάνουν πιο επιθετικό χαρακτήρα, ο κόσμος της Τουρκίας αποδοκιμάζει την επιλογή της Ιεράς Συνόδου ως προσβολή των αποφάσεων της κοινής συμφωνίας και ασκούνται πιέσεις η επιτροπή να λάβει σύντομα αποφάσεις. Το νομικό σκέλος της επιτροπής, τον Ιανουάριο του 1925, δεν αρνήθηκε πως ο Κωνσταντίνος ΣΤ’ μπορεί να θεωρηθεί ανταλλάξιμος, κάτι που προκάλεσε ελληνικές αντιδράσεις με ευθείες κατηγορίες για εσκεμμένο χτύπημα κατά της ορθοδοξίας. Οι μετέπειτα βέβαια προσφυγές για στήριξη των ελληνικών διεκδικήσεων σε ευρωπαϊκές και βαλκανικές χώρες, δεν απέδωσαν και δεν έλαβαν κάποια αξιοσημείωτη στήριξη. Στην πραγματικότητα, και οι δύο πλευρές έδιναν διαφορετική ερμηνεία στη συνθήκη της Λωζάνης πάνω σε αυτό το ζήτημα, κάτι βέβαια για το οποίο στο ίδιο το κείμενο δεν υπήρχε σαφής πρόβλεψη.
Έντεκα ημέρες μετά την εκλογή του Κωνσταντίνου, η Μεικτή Επιτροπή δηλώνει πως δεν έχει εξουσιοδότηση για το ζήτημα και διατηρεί ουδέτερη στάση. Στις 30 Ιανουαρίου, όμως, η κυβέρνηση της Τουρκίας διατάζει την άμεση απέλαση άνευ διορίας για τον Οικουμενικό Πατριάρχη, τον οποίο διώχνει με συνοπτικές διαδικασίες από την Κωνσταντινούπολη, στέλνοντάς τον στη Θεσσαλονίκη. Η βαθιά προσβλητική για τα δεδομένα της τότε κοινωνίας της Ελλάδας δράση, προκαλεί διαδηλώσεις στις μεγάλες πόλεις, και το περιστατικό χαρακτηρίζεται ως ύψιστη ντροπή για την αξιοπρέπεια της χώρας. Η απέλαση του Πατριάρχη θορυβεί την κοινή γνώμη, ο Τύπος εκτοξεύει κατηγορίες προς την γειτονική χώρα, προς την κυβέρνηση που δε προστάτεψε επαρκώς το Πατριαρχείο, προς την πραγματική αξία της συνθήκης της Λωζάνης, ενώ χαρακτηριστικό της νευρικότητας που προκάλεσαν οι εξελίξεις είναι η δήλωση του δημοσιογράφου Κωνσταντίνου Σπανούδη ότι η εγκατάλειψη του Πατριαρχείου είναι χειρότερη και από την ήττα στην Μικρά Ασία. Στον αντίποδα, η Τουρκία θα συνέχιζε να υποστηρίζει ότι το ζήτημα είναι εσωτερική υπόθεση, το Πατριαρχείο αποτελεί εσωτερικό θεσμό και οι παρεμβάσεις της Ελλάδας αποβλέπουν σε επεκτατικούς σχεδιασμούς.
Αυτή η πολιτική γραμμή από την πλευρά της Τουρκίας οδήγησε και στην απόφασή τους να δηλώσουν πως η Κοινωνία των Εθνών στην οποία είχαν σκοπό να προσφύγουν οι Έλληνες, δεν είναι η αρμόδια για την επίλυση του θέματος. Πράγματι, από τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους, οι τελευταίοι εκκίνησαν διαδικασίες ώστε να αναλάβει το ζήτημα η Κοινωνία των Εθνών, στην οποία μάλιστα ήθελαν να προωθήσουν ως διπλωμάτη της χώρας τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος όμως εν τέλη αρνήθηκε καθώς διαφωνούσε με την απόφαση της Ιεράς Συνόδου να τοποθετήσει στη θέση του Πατριάρχη ένα «ανταλλάξιμο» πρόσωπο, δεδομένης της συγκυρίας. Η κυβέρνηση της Άγκυρας έφερε ως μία πιο συμβιβαστική πρόταση να μην απελαθούν άλλοι μητροπολίτες υπό τον όρο, ο Κωνσταντίνος ΣΤ’ να παραιτηθεί από το αξίωμα του με την Κυβέρνηση Μιχαλακόπουλου να ζητάει επίσημα διαπιστευτήρια. Βέβαια, η ελληνική πλευρά βρισκόταν σε δυσμενέστερη θέση διαπραγματευτικά κάτι που φάνηκε και εντός των εργασιών της ΣτΕ, με τους τούρκους αρμόδιους να απουσιάζουν και την Μεικτή Επιτροπή να μη παίρνει θέση επί του θέματος. Σε όλη αυτή τη διάρκεια, ο Κωνσταντίνος θα στηρίζει τη επιλογή της Ιεράς Συνόδου και θα κατηγορεί τη γείτονα χώρα για αυθαιρεσία.
Τελικά, η λύση θα έρθει με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Η Τουρκία θα απέσυρε τις απελάσεις από τα υπόλοιπα μέλη της Ιεράς Συνόδου και θα προωθούσε μία πιο συγκεκριμένη πρόταση για το Πατριαρχικό ζήτημα, ενώ η Ελλάδα θα απέσυρε την προσφυγή στην ΣτΕ, το Πατριαρχείο θα έπρεπε να δεχτεί τους όρους για τις μετέπειτα υποψηφιότητες στον ρόλο του Οικουμενικού Πατριάρχη και να παραιτηθεί ο Κωνσταντίνος. Έτσι λοιπόν και έγινε, τα βήματα αυτά ακολουθήθηκαν και ο Κωνσταντίνος υπό πιέσεις εγκατέλειψε το αξίωμά του στις 22 Μαΐου του 1925. Μέσα στον επόμενο μήνα έγιναν και οι τελευταίες συμφωνίες, ο Βασίλειος Γεωργιάδης έγινε ο επόμενος Πατριάρχης και η κατάσταση, τυπικώς τουλάχιστον, εξομαλύνθηκε.
Η υπόθεση της απέλασης του Κωνσταντίνου ΣΤ’ έφερε σε ρήξη τις ήδη τεταμένες σχέσεις των δύο χωρών, θέτοντας σε κίνδυνο ακόμα και την ύπαρξη διπλωματικών επαφών, σε μία περίοδο που η κοινή συνεννόηση ήταν πιο αναγκαία από ποτέ. Το ζήτημα του Πατριαρχείου είχε διαφορετικές βλέψεις από την κάθε δύναμη με την Τουρκία να θέλει να το διατηρήσει σε έναν αυστηρά εσωτερικό θεσμό και την Ελλάδα να του δώσει μία πιο διεθνή διάσταση. Ο ίδιος ο «ανταλλάξιμος» Οικουμενικός Πατριάρχης, αποτέλεσε το πρόσωπο στο οποίο συμπυκνώθηκε η διπλωματική αυτή σύρραξη και η προσπάθεια του κάθε κράτους να υπερισχύσει επί του ζητήματος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Hamit Bozarslan (2008), Ιστορία της Σύγχρονης Τουρκίας, εκδ. Σαββάλας
- Η απέλαση του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντίνου Στ’ και οι ελληνο-τουρκικές σχέσεις (1924-1925) (Μέρος Α’), epimithion.gr, διαθέσιμο εδώ
- Η απέλαση του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντίνου Στ’ και οι ελληνο-τουρκικές σχέσεις (1924-1925) (Μέρος Β’), epimithion.gr, διαθέσιμο εδώ