Της Αντιγόνης Λαπατά,
Ποτέ να μη φοράς νυφικό φουστάνι πεθαμένης…
Τα χνάρια μόνο η Μαρία τα επρόσεξε. Οι υπόλοιπες κοπέλες φάνηκαν να μην καταλαβαίνουν. Ίσως να είναι και αυτό ένα από τα κόλπα που της έμαθε η Μαυρομέλπω. Βλέπει τα χνάρια καλά καλά, μα υπάρχει κάτι που δεν έμαθε να το ερμηνεύει· είναι σα μακριά πλεξίδα και φτάνουν ως κάτω στο ποτάμι. Η αγέλη φαίνεται των αγριόγατων έκανε ό,τι έπρεπε για να προστατεύσει τα μικρά. Παμπόνηρες οι λύγκαινες… Τα παρατηρεί καλύτερα. Αυτά τα χνάρια είναι σκονισμένα. Δεν είναι σημερινά…
Είναι μόλις δεκαπέντε χρονών. Παρθένα· γνήσια παρθένα. Με απαράμιλλη ομορφιά. Το πρόσωπό της το κρύβει, μην είναι ηλιοκαμένο όταν τη δει ο αφέντης της. Καστανά μαλλιά, μακριά. Αν λύσει τις πλεξίδες της, θα φτάσουν, λες, ως πάνω από τα γόνατα. Μάτια πράσινα, σαν της ελπίδας το χρώμα. Χείλη σαρκώδη κόκκινα. Τα φανερώνει μόνο για να φιλήσει τις άγιες εικόνες στο εκκλησάκι. Εκεί, στους στρατώνες που κρύφτηκαν να γλυτώσουν τη ζωή τους. Τη ζωή τους, μα τη μοίρα τους όχι. Αυτή είναι ανώτερη και από Θεό. Το λένε κι οι αρχαίοι μύθοι. Οι δοξασίες οι παλιές δεν αμφισβητούνται. Αυτές είναι οι οιωνοί, αυτές ο οδηγός. Έμαθε από τη Μαυρομέλπω να δίνει απάντηση σε ό,τι τη βασανίζει. Είναι καλύτερο για τον άνθρωπο, θαρρείς, να πιστεύει πως τα πάντα μπορεί να προβλέψει.
Έχει ώρα που ταξιδεύει πάνω στο μουλάρι. Την παρηγορεί που στρέφοντας το βλέμμα πίσω βλέπει τη φίλη της τη Λίτα και τα υπόλοιπα απούλητα αγόρια και κορίτσια. Η Λίτα θα μπορούσε να είχε αγοραστεί κι εκείνη. Ατίθασο πλάσμα από τα γεννοφάσκια της, γιατί έχει ακόμα στα αφτιά της τα λόγια και τις κατάρες της μάνας της («Δαιμονισμένη, αδερφοκτόνα»). Ούτε θέλει να το σκέφτεται… Διψάει, μα το νερό μυρίζει μούχλα. Καταπίνει ξερά. Τη ζαλίζει όλο και πιο πολύ η διαδρομή, το ζώο που την κουβαλά αρχίζει να κουράζεται και αυτό. Κι η Μαυρομέλπω χρησιμοποιούσε ζώα για να δει τα μελλούμενα. Τη φέρνει ξανά στο νου της. Ο τρόπος, βέβαια, ήταν λιγάκι αποκρουστικός. Η θέα από τα εντόσθια του ζώου προκαλούσε αηδία. Όμως της είπαν πως η Πόλη θα τυλιχτεί στις φλόγες. Ο κίνδυνος πλησίαζε ολοένα. Μάζεψε το βιος της κι έφυγε, δεν είπε λέξη σε κανέναν. Η Μαρία δε θα της το συγχωρήσει ποτέ. Όμως τι σημασία έχει; Δεν πρόκειται να την ξαναδεί, όπως και κανέναν από την οικογένειά της.
Κάποτε, σε ετούτα τα ίδια μέρη που τώρα διασχίζουν ζούσε κι ο Αδάμ. Στην Εύα δόθηκε εντολή, να επανορθώσει ίσως για το κακό που προκάλεσε. Τριάντα έξι μέρες κι άλλες τόσες νύχτες. Τριάντα έξι μέρες, τριάντα έξι νύχτες θα έμενε μέσα στο ποτάμι. Το ποτάμι, που τα νερά του βαφτίσανε Χριστό. Να εξιλεωθεί από τις αμαρτίες της. Να λυτρωθεί από τα κρίματά της. Μετά τα έξι μερόνυχτα, ο θάνατος δεν άργησε να την κυκλώσει. Ευτυχώς που ήταν κοντά της πάλι εκείνος ο όφις. Το δέρμα της σκούρο, το σώμα της μαλακό και εύθραυστο. Έμοιαζε με μήλο σάπιο. Την τράβηξε απ’ το ποτάμι να τη σώσει, την άφησε να ξαπλώνει στην ακροποταμιά.
Ακούει τώρα τα νομίσματα να πέφτουν βροχή. Ο Τούρκος διαμεσολαβητής κοιτά ευχαριστημένος, ο παπά-Ανδρέας ακόμη περισσότερο. Είναι κι οι δυο συγκρατημένοι, δεν είναι πρέπον να φανερώσουν μεγάλο ενθουσιασμό. Ξέρει, υποθέτει, πως όσα νομίσματα ακούει, τόσα αγοράστηκε. Ξέρει, υποθέτει, πως όσα νομίσματα ακούει, τόση κι άλλη τόση χαρά πήρε η οικογένειά της όταν έμαθε για την πώλησή της. Γιατί δεν το έσκασε μαζί με τη Λίτα; Αλλά και πάλι, πού θα πήγαινε; Χίλιες φορές για τους γονείς της αγορασμένη νύφη, παρά η περιουσία μιας ζωής σκληρής δουλειάς να γίνει το προικιό της. Όχι· είναι ευλογία, δώρο θεού που είναι η εκλεκτή αγορασμένη νύφη. Να θεωρεί τον εαυτό της τυχερό!
Έχει γερή κράση. Θα χαρίσει πολλούς γιους στο νέο της αφέντη! Ξέρει πώς να μαντεύει το φύλο του σπόρου που θα κουβαλήσει. Στον ύπνο της μαχαίρια αν βλέπει κι άγρια ζώα, θα είναι αγόρι. Γλυκιά γεύση σα λιγουρευτεί, θα είναι βέβαιη πως κουβαλά υιό, γιατί οι λιγούρες των κοριτσιών είναι ξινές. Και χάντρες αν ονειρευτείς, πάλι κορίτσι θα ‘ναι. Καφέ θηλές θα πει «αγόρι». Ροζ θηλές θα πει «κορίτσι».
Της είχαν όμως, κάποτε, θυμάται, πει… ποτέ να μη φορέσει νυφικό πεθαμένης. Δε γνώρισε ποτέ της τη νεκρή, μα βλέπει τη σκηνή ολοκάθαρη μπροστά της. Να χτυπάει λυσσασμένα τα χέρια και τα πόδια προσπαθώντας να κρατηθεί ζωντανή, όμως καμία νύμφη απ’ τα παλιά άσματα, κανένα πλάσμα μυθικό δεν έρχεται να βοηθήσει. Φτάνει όμως που της έδωσε ο παπάς ειδική άδεια να φορέσει το φουστάνι. «Όταν αλλάζει η μουσική, αλλάζει κι ο χορός».
Τα νήματα της μοίρας λίγοι μπορούν να τα δουν, ακόμη λιγότεροι ξέρουν να τα διακρίνουν. Οι νεκρές φλέβες που ρουφούν το φως του ήλιου είναι τα μονοπάτια της ζωής. Οι σκούροι και ξεροί θρόμβοι του αίματος, οι άνθρωποι που συναντάς σ’ αυτά τα μονοπάτια. Δακτύλιοι και βρόχοι στις άκρες των φλεβών σημαίνουν θηλιές. Προμηνύουν θάνατο. Το ξέρει αυτό η Μαρία. Δεν μπορείς να υφάνεις τη μοίρα σου, όμως καμιά φορά μπορείς να επιλέξεις τα νήματά της. Όμως, θυμάται, είχαν πει, να μη φορέσει ποτέ φουστάνι πεθαμένης. Ειδικά φουστάνι που προοριζόταν για νυφιάτικο…
Βασισμένο στην αληθινή ιστορία της Ελληνίδας γιαγιάς τού συγγραφέα. Ο Πίτερ Κόνστανταϊν (Peter Constantine) γεννήθηκε στο Λονδίνο. Η μητέρα του Αυστριακή, ο πατέρας του Άγγλος, όμως οι ρίζες του ελληνοτουρκικές. Βραβευμένος μεταφραστής και καθηγητής στο τμήμα Μεταφραστικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Κοννέκτικατ, μετρά τη μετάφραση πλήθους έργων, αριστουργημάτων της κλασικής λογοτεχνίας. Η Αγορασμένη νύφη είναι το πρώτο του μυθιστόρημα. Μέσα από τις σελίδες του το άρωμα της ιστορίας μπλέκεται με εκείνο μιας πραγματικότητας που πολλές είχαν ζήσει, όμως δεν ακούστηκε ποτέ από τα χείλη τους. Οι Eκδόσεις Πατάκη το φέρνουν στα χέρια σας σε μετάφραση της Νίνας Μπούρη. Γιατί όταν ζωντανεύουν οι εικόνες, τα παραμύθια απομυθοποιούνται. Και το τέλος γίνεται λίγο πιο πραγματικό…