Της Ελένης Κοκαβέση,
Μία σημαντική διάκριση εγκλημάτων στο ποινικό δικονομικό σύστημα αποτελούν τα εγκλήματα που διώκονται αυτεπαγγέλτως κι αυτά που διώκονται κατόπιν έγκλησης, δηλαδή τα εγκλήματα που η ποινική διαδικασία εκκινείται κατόπιν έγκλησης-μήνυσης κι αυτά για τα οποία δεν χρειάζονται ιδιωτική πρωτοβουλία. Τι εννοούμε όμως με τους παραπάνω όρους και ποιες είναι οι απαιτούμενες προϋποθέσεις ποινικής δίωξης και στις δύο κατηγορίες;
Αρχικά, αξίζει να τονιστεί πως πρωταρχικό αφετηριακό σημείο για την έναρξη της ποινικής διαδικασίας και για τη δημιουργία ποινικής δίκης αποτελεί η κίνηση της ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών. Ποινική δίωξη, λοιπόν, είναι η αυτοτελής δέσμη πράξεων κι ενεργειών της κατηγορούσας αρχής που διενεργείται ύστερα από εισαγγελική παραγγελία. Κίνηση ή έναρξη της ποινικής δίωξης είναι η δήλωση βούλησης του κατηγορούντος οργάνου με την οποία τίθεται στην κρίση του ποινικού δικαστηρίου το φερόμενο ως τελεσθέν έγκλημα.
Η δήλωση αυτή γίνεται κατά την κρίση του εισαγγελέα με έναν από τους 4 ειδικότερους τρόπους όπως περιγράφονται στο άρθρο 43 παρ.1 ΚΠΔ: «α) η έγγραφη παραγγελία προς τον τακτικό ανακριτή για διενέργεια κύριας ανάκρισης, β) είτε με την άμεση κλήτευση του κατηγορουμένου απευθείας στο ακροατήριο, εφόσον πρόκειται για πλημμελήματα, γ) είτε με διαβίβαση της δικογραφίας στον εισαγγελέα εφετών, εφόσον πρόκειται για πλημμελήματα δ) είτε τέλος με υποβολή αίτησης για έκδοση ποινικής διαταγής σε περιπτώσεις ελαφρών πλημμελημάτων».
Απαιτούμενη προϋπόθεση, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, είναι η γνωστοποίηση του εκάστοτε αδικήματος στον εισαγγελέα για να ξεκινήσουν οι απαραίτητες διαδικασίες για την απονομή ποινικής δικαιοσύνης. Οι τρόποι γνωστοποίησης ενός εγκλήματος στην εισαγγελική αρχή είναι: α) η προσωπική γνώση του εισαγγελέα, β) η ιδιωτική καταγγελία, γ) η ιδιωτική αναγγελία, δ) η ανακοίνωση από δημόσιο όργανο και ε) το αυτόφωρο έγκλημα.
Η ιδιωτική καταγγελία αποτελεί τον συνηθέστερο τρόπο πληροφόρησης του εισαγγελέα για την τέλεση κάποιου εγκλήματος, η οποία συναντάται με δύο μορφές, την έγκληση και τη μήνυση. Η διάκριση των δύο βασικών μορφών ιδιωτικής καταγγελίας προκύπτει από τα άρθρα 37, 42 παρ.1, 51 παρ.1 και 53 παρ.1 και ΚΠΔ. Πιο συγκεκριμένα, η μήνυση (42 παρ.1 ΚΠΔ) είναι η προαιρετική καταγγελία κάθε αυτεπαγγέλτως διωκόμενου εγκλήματος που γίνεται από οποιονδήποτε τρίτο πλην του άμεσα αδικηθέντος στις αρμόδιες αρχές. Αντίθετα, η έγκληση είναι η δήλωση βούλησης του δικαιουμένου, που υποβάλλεται από τον ίδιο τον παθόντα, με την οποία εκφράζεται η επιθυμία να γίνει η ποινική δίωξη κατά ορισμένου προσώπου για ορισμένη πράξη.
Η προθεσμία που διαθέτει ο παθών για την υποβολή έγκλησης είναι τρίμηνη κι αρχίζει από την ημέρα που ο δικαιούμενος που πρέπει να υποβάλει την έγκληση έλαβε γνώση της πράξης που τελέστηκε και του προσώπου που την τέλεσε. Η προθεσμία αυτή μπορεί να ανασταλεί αν αποδειχθεί ότι η έγκληση υποβλήθηκε εκπρόθεσμα για λόγους ανωτέρα βίας και δεν τρέχει αν ο δικαιούμενος δεν κατανοεί τη σημασία των γεγονότων ή δεν είναι σε θέση να την υποβάλει. Για να αρχίσει η τρίμηνη προθεσμία δεν αρκεί μία απλή υπόνοια ή παροχή αόριστης πληροφορίας αλλά απαιτείται ο να έχει ο δικαιούμενος βάσιμες υπόνοιες για την τέλεση του εγκλήματος. Οι πιο συνηθισμένες περιπτώσεις που απαιτείται υποβολή έγκλησης για τη δίωξη είναι η απλή σωματική βλάβη, η εξύβριση, η συκοφαντική δυσφήμηση, η διατάραξη οικιακής ειρήνης, η αυτοδικία, η απειλή και με τον Νέο Ποινικό Κώδικα απαιτείται έγκληση για τα αδικήματα της απάτης και της υπεξαίρεσης.
Αντίθετα, στα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα αδικήματα, ο Εισαγγελέας κινεί την ποινική δίωξη μετά από καταγγελία οποιουδήποτε προσώπου, ανεξαρτήτως εάν είναι ο παθών ή ο αμέσως ζημιωθείς από μία πράξη. Στα αυτεπάγγελτα διωκόμενα αδικήματα για την εκκίνηση την ποινικής δίωξης δεν απαιτείται η πλήρωση κάποιας άλλης προϋπόθεσης πέραν την ενημέρωσης του εισαγγελέα. Τα αδικήματα που διώκονται κατ’ έγκληση τυποποιούνται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και σε Ειδικούς Ποινικούς Νόμους. Όσα δεν ορίζονται ως τέτοια διώκονται αυτεπαγγέλτως.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι στα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα αδικήματα ο εισαγγελέας κινεί την ποινική διαδικασία μετά από καταγγελία οποιουδήποτε προσώπου, ανεξαρτήτως αν είναι ο παθών ή ο άμεσα ζημιωθείς ενώ στα εγκλήματα που διώκονται κατόπιν εγκλήσεως, η ποινική δίωξη ασκείται μόνο εάν η αξιόποινη πράξη καταγγελθεί από τον αμέσως παθόντα, δηλαδή το πρόσωπο που δέχθηκε την προσβολή. Ειρήσθω εν παρόδω ενώ η Πολιτεία διαθέτει την πρωτοβουλία για την κίνηση της ποινικής δίωξης στα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα εγκλήματα, στα κατ’ έγκληση την πρωτοβουλία για την ποινική διαδικασία έχει μόνον ο ίδιος ο παθών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Νικόλαος Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις Έννοιες της Ποινική Δίκης, 5η έκδοση εκδόσεις Σάκκουλας