Του Νίκου Αντωνάκη,
Η ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού κατ’ άρθρον 12 παρ. 1 και 2 ν. 3900/2010 συζητήθηκε εκτενώς στην απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ 875/2024. Συγκεκριμένα, το άρθρο 12 παρ. 1 και 2 του ν. 3900/2010 έχει ως εξής: Η παρ. 1: «Οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 35 του ν. 3772/2009, αντικαθίστανται ως εξής: 3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. 4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως, όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ, εκτός αν προσβάλλονται αποφάσεις που εκδίδονται επί προσφυγών ουσίας, εφόσον αφορούν περιοδικές παροχές ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε σύνταξη ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε εφάπαξ παροχή και τον καθορισμό του ύψους της.
Ειδικώς στις διαφορές από διοικητικές συμβάσεις, το όριο αυτό ορίζεται στις διακόσιες χιλιάδες ευρώ. Τα ποσά αυτά μπορεί να αναπροσαρμόζονται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ύστερα από γνώμη της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας […]», κι η παρ. 2: «Στην παράγραφο 1 του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989 προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής: «Η έφεση επιτρέπεται, μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου.».
Η θέσπιση του ανωτέρω νομοθετήματος υπήρξε απόρροια πολλαπλών αποφάνσεων του ΕΔΔΑ που έκρινε ότι η Ελλάδα κατά συστηματικό τρόπο παραβιάζει το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και καθυστερεί υπερβολικά την έκδοση των δικαστικών αποφάσεων. Έτσι, με τον ν. 3900/2010 ο νομοθέτης στόχευσε στην εισαγωγή περιορισμένων ενδίκων μέσων ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με τον ν. 3900/2010 αποκλείστηκαν από τη δυνατότητα προσβολής με αναίρεση όσες αποφάσεις είχαν ως περιεχόμενο πολύ μικρό αντικείμενο (έως 40.000 ευρώ κι έως 200.000 ευρώ στις δημόσιες συμβάσεις). Η νομολογία έκρινε ότι ο περιορισμός αυτός είναι θεμιτός και συνάδει με το άρθρο 95 παρ. 1 περίπτωση γ’ του Συντάγματος. Εξαίρεση νοείται μόνο ως προς τις μη χρηματικές διαφορές.
Το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 προσέθεσε ακόμα μια προϋπόθεση του παραδεκτού για την αίτηση αναιρέσεως: Πρέπει πλέον, επί ποινή απαραδέκτου, στο εισαγωγικό της αναίρεσης δικόγραφο να αναφέρεται πως για το επίμαχο νομικό ζήτημα δεν υπάρχει σχετική νομολογία του ΣτΕ ή πάντως υπάρχει σχετική αντίθετη νομολογία του ως άνω δικαστηρίου ή άλλου Ανώτατου Δικαστηρίου ή ως προς το οποίο υφίσταται ήδη ανέκκλητη απόφαση άλλου διοικητικού δικαστηρίου. Η προϋπόθεση αυτή, μάλιστα, πρέπει να λαμβάνει τη μορφή ειδικού ισχυρισμού στο εισαγωγικό δικόγραφο. Με αυτόν πρέπει να προβάλλεται αφενός η κρίση που πλήττεται κι αφετέρου η σχετική νομολογία ή η ανυπαρξία αυτής με παράθεση και συγκεκριμένων αποφάσεων. Εξάλλου, ο ισχυρισμός μπορεί να συμπληρώνεται με υπόμνημα στο οποίο θα αναφέρονται οι συγκεκριμένες αποφάσεις που παραλείφθηκαν από το αρχικό δικόγραφο.
Εξάλλου, η δικαστική απόφαση έχει τρία μέρη: τη μείζονα πρόταση, την ελάσσων πρόταση και την έννομη συνέπεια. Μετά τον ν. 3900/2010, η σχετική κρίση που πλήττεται με την αναίρεση πρέπει να βρίσκεται είτε στη μείζονα είτε στην ελάσσων πρόταση και να μπορεί να εφαρμοστεί και σε άλλες περιπτώσεις. Η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον κανόνα δικαίου δεν ελέγχεται πλέον αναιρετικά, όπως συνέβαινε προ της ισχύος του ανωτέρω νόμου. Αυτό σημαίνει ότι περισσότεροι λόγοι αναιρέσεως από αυτούς που περιοριστικά αναγράφει ο νόμος δεν βρίσκουν πλέον εφαρμογή. Για παράδειγμα, δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς αναιρετικά ότι υπήρξε κακή αξιολόγηση των αποδείξεων ή να πληγεί η αιτιολογία της απόφασης ή η πληρότητα αυτής. Ως προς την έφεση (επί ακυρωτικών διαφορών) ισχύει πλέον το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3900/2010. Εκτός από τις ανέκκλητες αποφάσεις που προβλέπει το άρθρο 5Α του ν. 702/1977, όλες οι υπόλοιπες υπόκεινται σε έφεση. Προβλέπεται κι εδώ η ίδια ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού. Ούτε επί ακυρωτικής αποφάσεως ελέγχεται, συνεπώς, η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στους εκάστοτε κανόνες δικαίου.
Το ΣτΕ ήρθε αντιμέτωπο με ενστάσεις αντισυνταγματικότητας των ανωτέρω διατάξεων που επικαλούνταν παραβίαση των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος κι 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Κατά πάγια, ωστόσο, νομολογία οι διατάξεις αυτές δεν προσκρούουν στο Σύνταγμα, αλλά αποσκοπούν στη μείωση του φόρτου εργασίας του ΣτΕ. Γίνεται δεκτό ότι ο νομοθέτης μπορεί να περιορίζει με δραστικό τρόπο την αίτηση αναιρέσεως εξαιτίας του ότι η τελευταία αποτελεί έκτακτο ένδικο μέσο. Επιφυλάξεις εκφράζονται, όμως, ως προς την ίδια ρύθμιση στο μέτρο που αφορά πλέον και την έφεση, αφού το άρθρο 95 παρ. 3 του Συντάγματος εγγυάται δεύτερο βαθμό κρίσης. Εξάλλου, με τις ανωτέρω διατάξεις μετατρέπεται η νομολογία σε πηγή δικαίου δεσμευτική για τα κατώτερα δικαστήρια. Τη μεταστροφή της νομολογίας μπορεί να επιτύχει, τέλος, πλέον μόνο ένα δικαστήριο κι όχι ατομικά ο ιδιώτης.
Με τη ΣτΕ 875/2024 κρίθηκε πληθώρα ζητημάτων. Αρχικά, τέθηκε το ερώτημα αν οι δυο προϋποθέσεις του παραδεκτού που θέτει το άρθρο 12 ν. 3900/2010 (έλλειψη προηγούμενης νομολογίας κι ύψος της διαφοράς) πρέπει να συντρέχουν απαραιτήτως σωρευτικά ή αν αρκεί κι η διάζευξή τους. Η ΟλΣτΕ τάχθηκε υπέρ της πρώτης λύσης. Η υπόθεση αυτή αφορούσε βασικά σε μια ασφαλισμένη που υποστήριξε ότι δεν υπήρχε υποχρέωση ασφάλισής της στον ΕΦΚΑ κι απαίτησε να συμψηφιστούν οι εισφορές που κατέβαλε με άλλες που όφειλε και να της επιστραφεί το υπερβάλλον ποσό. Παρά την αρχική άρνηση του οργανισμού, η αιτούσε άσκησε ενδικοφανή προσφυγή η οποία έγινε δεκτή από τον ΕΦΚΑ και της επιστράφηκε ένα χρηματικό ποσό, αφού έγινε δεκτό ότι πράγματι δεν υπήρχε υποχρέωση ασφάλισής της.
Ο ΕΦΚΑ, στη συνέχεια, άσκησε προσφυγή ουσίας κατά της απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου, η οποία απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη. Άσκησε, τότε, έφεση στο Μονομελές Διοικητικό Εφετείο το οποίο επίσης απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη με την αιτιολογία ότι το ποσό της διαφοράς είναι κάτω από το όριο του εκκλητού. Κατ’ αυτής της αποφάσεως ο ΕΦΚΑ άσκησε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του ΣτΕ. Η νομολογία του ΣτΕ δεχόταν τα τελευταία χρόνια ότι στην ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 δεν υπόκεινται ορισμένα ζητήματα δημόσιας τάξεως στα οποία ανήκει η καθ’ ύλη αρμοδιότητα και ζητήματα υπέρβασης εξουσίας του κατώτερου δικαστηρίου (παραβίαση της αρχής της διαθέσεως, εκδίκαση παρά την έλλειψη προϋπόθεσης του παραδεκτού). Κατά κανόνα, τα ζητήματα αυτά δεν ελέγχονται αυτεπαγγέλτως μετά τον ν. 3900/2010. Το ζήτημα που ανέκυψε εν προκειμένω ήταν πως αρμόδιο δικαστήριο σε πρώτο βαθμό ήταν το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο. Μέχρι τη ΣτΕ 875/2024 το δικαστήριο θα διαπίστωνε την αναρμοδιότητα των δικαστηρίων, θα αναιρούσε τις αποφάσεις και θα επέστρεφε την υπόθεση στο ανωτέρω δικαστήριο.
Με τη νέα αυτή απόφαση, ωστόσο, η Ολομέλεια δέχθηκε ότι ούτε οι αυτεπαγγέλτως ελεγχόμενοι λόγοι αναιρέσεως μπορούν να ελεγχθούν πλέον κατ’ αναίρεση, αφού και για αυτά τα ζητήματα ισχύει η ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού του άρθρου 12 παρ. 1 ν. 3900/2010. Αιτιολογία ήταν πως βούληση του νομοθέτη είναι να περιοριστεί ο αναιρετικός έλεγχος μόνο στις περιπτώσεις όπου υπάρχει έλλειψη νομολογίας του ΣτΕ ή αντίθετη νομολογία. Τα μόνα ζητήματα που ελέγχονται πλέον αυτεπαγγέλτως είναι η παραβίαση των ορίων της διοικητικής δικαιοδοσίας καθώς κι η παραβίαση της διάκρισης διαφορών ουσίας κι ακυρώσεως. Και τούτο συμβαίνει ακριβώς γιατί μόνο σε αυτές τις περιπτώσεις το Σύνταγμα περιέχει κανόνες ανώτερης τυπικής ισχύος που υποχρεώνουν όλη τη δικαιοδοσία να τους σεβαστεί. Όλα τα υπόλοιπα ζητήματα είναι απλώς δικονομικές πλημμέλειες και δεν άπτονται των συνταγματικών ρυθμίσεων της δικαιοδοσίας. Τέθηκε, τέλος, το ερώτημα αν τουτέστιν προσβάλλεται το δικαίωμα στο νόμιμο δικαστή, αφού ο κανόνας δικαίου αποφασίζει για την αρμοδιότητα των δικαστηρίων. Η απάντηση, κατά το ΣτΕ, πρέπει να είναι αρνητική, αφού ο νομοθέτης θέλησε να μην ελέγχονται αυτές οι προϋποθέσεις κατ’ αναίρεση. Έτσι, έγινε δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του παραδεκτού μπορούν να θέτουν εκποδών τους κανόνες αρμοδιότητας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- ΟλΣτΕ 875/2024.
- Πρόδρομος Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2014.