Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Ο τρόπος, με τον οποίο «κατάφερε» να παγιδευτεί το ΠΑ.ΣΟ.Κ στη συζήτηση για τις ενδεχόμενες μετεκλογικές συνεργασίες δυόμιση χρόνια προ των επομένων βουλευτικών εκλογών, χρίζει μελέτης απ’ όσους ασχολούνται με τα φαινόμενα πολιτικής αυτοχειρίας. Ο κίνδυνος το κατεξοχήν κόμμα εξουσίας της μεταπολιτευτικής περιόδου να υποστεί αλλοίωση του πολιτικού DNA, αποκτώντας μια διαρκή ροπή προς την αυτοκαταστροφή, ελλοχεύει…
Μετά τη θριαμβευτική επανεκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία του κινήματος και με το ΣΥ.ΡΙΖ.Α να τελεί σε κατάσταση αποσύνθεσης, το ΠΑ.ΣΟ.Κ είχε πρόσφορο έδαφος να αναδειχθεί ως η κυβερνητική εναλλακτική στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Η φθορά της τελευταίας πλέον είναι μεγάλη, όπως πιστοποίησε και το αποτέλεσμα των τελευταίων Ευρωκλογών, έστω κι αν μέχρι σήμερα δεν την κεφαλαιοποίησε κάποιο κόμμα. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ επανήλθε στη δεύτερη θέση των αποτελεσμάτων των δημοσκοπήσεων με διαφορά ασφαλείας από τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης και με αυξητικές τάσεις στο ποσοστό του, που καθιστούσαν μέχρι πριν λίγο καιρό ζήτημα χρόνου την επίτευξη του 20%. Παράλληλα, από «σπόντα» έστω, ανέλαβε κι επισήμως το ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη Βουλή με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Το κλείσιμο του 2024, το βρήκε μάλιστα να αναλαμβάνει την πρωτοβουλία των κινήσεων, αναδεικνύοντας ένα κορυφαίο ζήτημα, αυτό της ασυδοσίας των τραπεζών και των αναγκαίων μέτρων, που οφείλει το κράτος έναντι της αισχροκέρδειας τους, η οποία υπονομεύει τόσο την εθνική οικονομία όσο και την κοινωνική συνοχή. Επρόκειτο για τον ορισμό της πραγματικής αντιπολίτευσης. Εκεί, όπου καταγράφεται η πραγματική του διαφορά, τόσο από την κυβέρνηση όσο κι από την υπόλοιπη αντιπολίτευση και ιδίως το θίασο του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Πώς, λοιπόν, κατάφερε να βρεθεί στριμωγμένο στη γωνία;
Το ΠΑ.ΣΟ.Κ εισήλθε σε κατάσταση εντροπίας με την εκκίνηση των διαδικασιών εκλογής νέου Προέδρου της Δημοκρατίας. Εξ αρχής, το κόμμα, διά του αρχηγού του, δήλωσε ότι θα σεβαστεί τη θεσμική τάξη, η οποία επιβάλει την αναμονή μέχρι ο Πρωθυπουργός να καταθέσει την πρόταση του για την πλήρωση της κορυφαίας πολιτειακής θέσης. Επρόκειτο για σοβαρή στάση κόμματος εξουσίας και ακόμη μία φορά ανεδείχθη η διαφορά με το ΣΥ.ΡΙΖ.Α, ο οποίος έσπευσε πρώτος να ανακοινώσει την υποψηφιότητα της Λούκας Κατσέλη. Τότε, όμως, άρχισαν και οι πρώτες παραφωνίες. Κορυφαία και προβεβλημένα στελέχη του ΠΑ.ΣΟ.Κ επαναλάμβαναν εμμονικά την απαίτηση να προτείνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης ένα πρόσωπο, προερχόμενο από τη λεγομένη Κεντροαριστερά. Αυτό συνέβη στο όνομα μιας νεφελώδους θεώρησης σχετικά με το πνεύμα του Συντάγματος και το ρόλο του Προέδρου, στην προσπάθεια να σπεύσει να διαφοροποιηθεί από την πρόταση Μητσοτάκη, χωρίς αυτή να έχει καν κατατεθεί!
Ορισμένοι, έσπευσαν να δηλώσουν ότι αν η Κατερίνα Σακελλαροπούλου ήταν η πρόταση του Πρωθυπουργού θα ψηφιζόταν από την «πράσινη» κοινοβουλευτική ομάδα. Επρόκειτο για μια τσαπατσούλικη προσπάθεια να εκτεθεί ο Μητσοτάκης, μιας και είχε καταστεί σαφές ότι θα πορευόταν με υποψήφιο από το δικό του πολιτικό χώρο. Όταν μάλιστα από το περιβάλλον Ανδρουλάκη είχαν κοινοποιηθεί —καλώς ή κακώς— παράπονα για τον τρόπο που η απερχόμενη Πρόεδρος λειτούργησε σε σειρά ζητημάτων, ιδίως σ’ αυτό των υποκλοπών. Εν τέλει, ανακοινώθηκε η υποψηφιότητα του Τάσου Γιαννίτση, ως πρόταση του Νίκου Ανδρουλάκη. Επρόκειτο για μια ορθή κίνηση υψηλού συμβολισμού, επ’ αφορμή και του θανάτου του Κώστα Σημίτη. Παρά ταύτα, σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, ο αξιολογότατος Γιαννίτσης αναμένεται να καταταγεί τρίτος στη σχετική ψηφοφορία, δεδομένου ότι η Νέα Αριστερά γνωστοποίησε ότι θα ψηφίσει την εκλεκτή του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.
Καινούργιος κύκλος «γκρίνιας» ξέσπασε, αυτή τη φορά, εκπορευόμενος από κύκλους του Χάρη Δούκα και κατ’ επέκταση του Γιώργου Παπανδρέου, που καταλόγιζαν στην ηγεσία του ΠΑ.ΣΟ.Κ αργά αντανακλαστικά που θα στοιχίσουν επικοινωνιακά. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι ο Ανδρουλάκης δεν ευθύνεται για την κατάληξη της υποψηφιότητας Γιαννίτση. Εξίσου κοστοβόρο, για την εικόνα του ΠΑ.ΣΟ.Κ, θα ήταν να λειτουργήσει αλά ΣΥ.ΡΙΖ.Α, δηλαδή αντιθεσμικά, ανακοινώνοντας υποψήφιο πριν τον πρωθυπουργό. Ακόμη χειρότερα θα ήταν τα πράγματα εάν έμπαινε στη λογική του νατι-μητσοτακικού μετώπου με ΣΥ.ΡΙΖ.Α, Νέα Αριστερά και όποιον άλλον ενδιαφερόμενο. Θα έδινε την εικόνα ότι πρόκειται για το πρώτο βήμα μιας εκλογικής και κυβερνητικής συμπόρευσης με κόμματα και κομματίδια της Αριστεράς, κάτι που αποτελεί κόκκινο πανί για την πλειοψηφία της βάσης του ΠΑ.ΣΟ.Κ κι εν τέλει αναιρεί και τη διακήρυξη περί αυτόνομης πορείας του κόμματος με προοπτική τη νίκη στις επόμενες βουλευτικές εκλογές.
Θέλοντας να προλάβει προβοκατόρικες κατηγορίες —εντός κι εκτός τειχών— ότι με την άρνηση σύμπηξης αντιπολιτευτικού μετώπου παίζει το παιχνίδι του νυν πρωθυπουργού, ο Ανδρουλάκης, έσπευσε να καταθέσει αντι-δεξιά διαπιστευτήρια. Ανακοίνωσε ότι αν οι επόμενες βουλευτικές κάλπες δεν δώσουν αυτοδύναμη κυβέρνηση, δύο και μόνο προοπτικές υπάρχουν για τη συγκρότηση κυβέρνησης συνεργασίας. Είτε η ΝΔ με κεντροδεξιά κόμματα είτε το ΠΑΣΟΚ με κεντροαριστερά κόμματα —το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν πρόκειται να υπάρξει συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑ.ΣΟ.Κ. Επρόκειτο, για μια εντελώς παράλογη πολιτική κίνηση. Η κυβερνητική θητεία λήγει την άνοιξη του 2027. Φυσικά, δεν αποκλείονται οι πρόωρες εκλογές, αλλά αυτή τη στιγμή, τέτοια εξέλιξη δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα για το άμεσο μέλλον.
Ακόμη, είναι προφανές πως ουδείς γνωρίζει αν θα υπάρξει ή όχι αυτοδυναμία για το πρώτο κόμμα, ούτε φυσικά πόσα και ποια κόμματα θα καταφέρουν να εισέλθουν στο κοινοβούλιο και με ποιον αριθμό εδρών έκαστο. Δεν υπήρχε, λοιπόν, λόγος να ανοίξει ο Πρόεδρος του ΠΑ.ΣΟ.Κ αυτή τη συζήτηση, πολλώ δε μάλλον να μπει σε λεπτομέρειες, κάνοντας ακόμη χειρότερη τη θέση του. Αυτή του η κίνηση έστειλε δύο ταυτόχρονα μηνύματα σήμερα. Αφενός, στη ΝΔ, η οποία με τον καλολαδωμένο επικοινωνιακό μηχανισμό, που διαθέτει, ανέδειξε κι εξακολουθεί να συντηρεί το ζήτημα στην επικαιρότητα. Αφετέρου, στο εσωτερικό του ΠΑ.ΣΟ.Κ, οι διάφορες φατρίες εξέπεμψαν αντιφατικά μηνύματα. Χαρακτηριστικά, ο Παύλος Γερουλάνος είπε κάτι παρόμοιο με το «όλοι οι καλοί χωράνε» σε μια μελλοντική συγκυβέρνηση ΠΑ.ΣΟ.Κ και Αριστεράς. Ο Μιχάλης Κατρίνης ήταν πιο ευθύς στην τοποθέτησή του ότι το ΠΑ.ΣΟ.Κ θα αναζητήσει συμμαχία με ΣΥ.ΡΙΖ.Α και Νέα Αριστερά. Η Άννα Διαμαντοπούλου και ο Νίκος Παπανδρέου έσπευσαν να κινηθούν αντίθετα, εκφράζοντας διαφωνία μ’ αυτή την υποθετική σύμπραξη. Κατόπιν, ο Ανδρουλάκης άδειασε δημοσίως τους θιασώτες της «προοδευτικής κυβέρνησης», αλλά μέσα στο άγχος του έσπευσε να δηλώσει και αντι-τραμπικός, μήπως και υπάρξει κάποια υπόνοια περί έλλειψης αριστεροφροσύνης!
Είναι προφανές ότι η εικόνα Βαβέλ δεν συνάδει με ένα κόμμα, το οποίο επιθυμεί να καταχωρηθεί στη λαϊκή συνείδηση ως η εν δυνάμει κυβερνητική παράταξη. Το πρόβλημα ξεκινά από την κορυφή. Ο Ανδρουλάκης παρά το γεγονός ότι έχει νωπή, ισχυρή εντολή από τη βάση του κινήματος και παρά την ανάληψη του ρόλου του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν φαίνεται να έχει ξεπεράσει ανασφάλειες, οι οποίες τον χαρακτηρίζουν από την πρώτη του μέρα στο τιμόνι του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Αδυνατεί, ακόμη, να ξεφύγει από τη νοοτροπία του κομματικού γραφειοκράτη και του φοιτητοπατέρα καίτοι έχει σημειώσει προόδους. Η πραγματική πολιτική, η κυβερνητική πολιτική εθνικού και διεθνούς επιπέδου δεν είναι άθροισμα «κουκιών» ούτε περιορίζεται σε τσιτάτα. Δεν μπορεί κάποιος που φιλοδοξεί να γίνει Πρωθυπουργός, να πέφτει στην παγίδα προβοκατόρικων ερωτήσεων και να αγωνιά για την άποψη ατόμων, οι οποίοι, σε κάθε περίπτωση, θα επιχειρήσουν να τον βλάψουν πολιτικά.
Όφειλε να κλείσει τη συζήτηση περί συνεργασιών, λέγοντας ότι είναι ανεπίκαιρη και αν κι εφόσον ανοίξει στις εκλογές, θα διεξαχθεί σε προγραμματική βάση. Να στηλιτεύσει, δε, την παράλειψη τέτοιων ερωτήσεων στο Μητσοτάκη και στη ΝΔ. Δεν μπορεί να αντιμετωπίζει τις διεθνείς εξελίξεις λες και βρίσκεται σε γενική συνέλευση φοιτητικού συλλόγου. Ο Donald Trump—καλώς ή κακώς— είναι Πρόεδρος των ΗΠΑ, οι οποίες παραμένουν η νούμερο ένα δύναμη παγκοσμίως και συνεπώς, ο ισχυρότερος σύμμαχος της Ελλάδας. Μ’ αυτόν θα κληθεί να συνεργαστεί αν θέλει να γίνει Πρωθυπουργός και σίγουρα το να δηλώνει την αντιπάθειά του δεν θα βοηθήσει…
Δυστυχώς, στην πρώτη μεγάλη κρίση μετά τις εσωκομματικές εκλογές, το ΠΑ.ΣΟ.Κ παίρνει κάτω από τη βάση. Το ίδιο φυσικά και ο Πρόεδρός του, ο οποίος οφείλει να κάνει την προσωπική του υπέρβαση αν θέλει να δικαιώσει τη βάση του κινήματος για τη δεύτερη ευκαιρία που του έδωσε. Αν το χάσιμο της καρδάρας με το γάλα —όπως και πέρσι τέτοια εποχή που το ΠΑ.ΣΟ.Κ έχασε τη δεύτερη θέση στις δημοσκοπήσεις—, γίνει συνήθεια, δύσκολα αλλάζει…
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- ΠτΔ: Στήριξη ΠαΣοΚ σε «προοδευτική υποψηφιότητα», Το Βήμα, διαθέσιμο εδώ
- Συνεργασίες στην πολιτική σκακιέρα, Η Καθημερινή, διαθέσιμο εδώ