20.1 C
Athens
Πέμπτη, 6 Μαρτίου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ έφεση κατά ποινικών αποφάσεων: Μέσο ελέγχου της δικαιοδοτικής κρίσης

Η έφεση κατά ποινικών αποφάσεων: Μέσο ελέγχου της δικαιοδοτικής κρίσης


Της Ευμορφίλης Μεξίδου,

Κάθε δικαστική κρίση, στο μέτρο που συνιστά έργο ανθρώπου και κατ’ επέκταση συνδέεται με διαπιστώσεις, αξιολογήσεις και κρίσιμες διανοητικές κατεργασίες, εμπεριέχει «εν σπέρματι» τον κίνδυνο του λάθους, δηλαδή της λαθεμένης κρίσης. Συνεπώς, το ενδεχόμενο της μίας και μοναδικής (πρώτης) κρίσης θα ήταν εκτεθειμένο σε εύλογες αντιρρήσεις δικαιοπολιτικής αλλά και νομικής υφής εάν δεν εξασφαλιζόταν το δικαίωμα σε άσκηση έφεσης. Ο σεβασμός, λοιπόν, στην –κατά τεκμήριο ορθή— δικαιοδοτική κρίση των αρμοδίων οργάνων δεν είναι ποτέ δυνατό να καλύψει την αυτονόητη αρχή, ότι η απόφαση, ως προϊόν ανθρώπινης σκέψης κι ενέργειας, ενδέχεται, αντί της σφραγίδας της ορθής κρίσης ενίοτε να φέρει εκείνη της δικαστικής πλάνης, η οποία οφείλεται είτε σε πλημμελή εκτίμηση κι αξιολόγηση του πραγματικού υλικού, είτε στην εσφαλμένη ή ψευδή ερμηνεία του νόμου, είτε και στα δύο αυτά σκέλη που απαρτίζουν μία απόφαση.

Προκειμένου να επιτευχθεί αποτελεσματικά η απονομή δικαιοσύνης, παρίσταται επιτακτική ανάγκη ελέγχου των δικαστικών αποφάσεων, από ανώτερα δικαστήρια, προς επανόρθωση των τυχόν «σφαλμάτων», οποιασδήποτε φύσης, εμφιλοχώρησαν κατά την πρωτοβάθμια δίκη. Ο έλεγχος αυτός πραγματώνεται μέσω της θεμελίωσης του δικαιώματος άσκησης ενδίκων μέσων. Ως «ένδικα μέσα» ορίζονται οι δικονομικές πράξεις με τις οποίες επιδιώκεται ο έλεγχος της ορθότητας κι η επανάκριση ορισμένης δικαιοδοτικής κρίσης από ανώτερο όργανο, η οποία ζητείται να εξαφανιστεί ή να μεταρρυθμιστεί. Το ένδικο μέσο όταν ασκείται από διάδικο ενέχει διατύπωση «παραπόνου» για το εσφαλμένο της δικαστικής απόφασης, ενώ όταν ασκείται από εισαγγελέα εμπεριέχει ένα είδος μομφής κατά της δικαιοδοτικής κρίσης. Τα βασικά ένδικα μέσα που παρέχονται τόσο κατά βουλευμάτων, όσο και κατά αποφάσεων είναι η έφεση, η οποία θα αναλυθεί περαιτέρω ως προς τις αποφάσεις, κι η αναίρεση (α. 462 ΚΠΔ).

Σύμφωνα με το άρθρο 473 παρ. 1 ΚΠΔ, το ένδικο μέσο της έφεσης κατά αποφάσεων υπόκειται στη γενικά ταχθείσα δεκαήμερη προθεσμία, με τις ειδικότερες προθεσμίες που κατά περίπτωση δύναται να ισχύσουν. Η προθεσμία αυτή ξεκινά από τη δημοσίευση της απόφασης, ήτοι από τη στιγμή που απαγγέλλεται κι εκδίδεται η απόφαση του δικάζοντος δικαστηρίου σε δημόσια συνεδρίαση. Επίσης, αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης η ανωτέρω προθεσμία είναι στο ίδιο χρονικό πλαίσιο, πλην όμως αρχίζει να τρέχει από την επίδοση της απόφασης, ενώ εάν ο καταδικασθείς διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, τότε η προθεσμία παρατείνεται σε τριάντα ημέρες από την επίδοση της απόφασης. Και για τους εισαγγελείς η προθεσμία είναι αυτή των 10 ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης (εκτός βέβαια αν ο δικαιούμενος απουσιάζει ή διαμένει στην αλλοδαπή).

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: Franz Bachinger

Ποιοι, όμως, νομιμοποιούνται να ασκήσουν το ένδικο μέσο της έφεσης; Η απάντηση δίνεται από το α. 486 ΠΚ το οποίο χαρακτηριστικά αναφέρει ότι το ένδικο μέσο της έφεσης κατά αθωωτικών αποφάσεων, επιτρέπεται, καταρχάς, στον (αθωωθέντα) κατηγορούμενο, κατά των αποφάσεων του μονομελούς και τριμελούς πλημμελειοδικείου, καθώς και του τριμελούς εφετείου για πλημμέλημα (όταν πρόκειται για πρόσωπο ιδιάζουσας δωσιδικίας α. 110 ΠΚ), και μόνο όταν αθωώθηκε για έμπρακτη μετάνοια ή με αιτιολογία που, χωρίς να είναι αναγκαίο να θίγει την υπόληψή του. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών δύναται να ασκήσει έφεση κατά των αθωωτικών αποφάσεων των πλημμελειοδικείων και των δικαστηρίων ανηλίκων, του τόπου όπου ασκεί τα καθήκοντά του. Τέλος, ο εισαγγελέας εφετών έχει το ίδιο δικαίωμα κατά των αποφάσεων του εφετείου όπου ασκεί τα καθήκοντά του (υπό τις προϋποθέσεις της δεύτερης παραγράφου του ίδιου άρθρου), καθώς και κατά των αποφάσεων των μικτών ορκωτών δικαστηρίων και των πλημμελειοδικείων της περιφέρειάς του. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι κατά το α. 487 η έφεση από τον εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά κι εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση (α. 498 ΚΠΔ), αλλιώς θα απορριφθεί ως απαράδεκτη.

Από τη διάταξη του α. 502 παρ. 2 ΚΠΔ προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο είναι αυτό που κρίνει κατά κανόνα εξ’ ολοκλήρου την υπόθεση, αφού η έφεση έχει καθολικό μεταβιβαστικό αποτέλεσμα, εκτός αν ο εκκαλών την περιορίσει σε συγκεκριμένα κεφάλαια ή για συγκεκριμένους λόγους. Έτσι, αν ασκηθεί έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο θα ερευνήσει την απόφαση στο σύνολό της από την αρχή (σαν το πρωτοβάθμιο) και θα αποσαφηνίσει ή θα συμπληρώσει τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, υπό τον περιορισμό του α. 470 ΚΠΔ, ήτοι της απαγόρευσης χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου. Η διαδικασία εκδίκασης της έφεσης λαμβάνει χώρα σε δύο στάδια, την προπαρασκευαστική διαδικασία κι την επ’ ακροατηρίου διαδικασία.

Αναφορικά με την προδικασία, αρχικά αποστέλλεται η έκθεση έφεσης, μαζί με τα υπόλοιπα έγγραφα της δικογραφίας, από τον γραμματέα στον αρμόδιο Εισαγγελέα του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών ημερών. Προς διασφάλιση της ταχείας ενέργειας ο νόμος, κατ’ α. 500 ΚΠΔ, απειλεί πειθαρχική δίωξη κατά του γραμματέα, ο οποίος ενεργώντας αμελώς δεν συμμορφώνεται με την ανωτέρω προθεσμία. Περαιτέρω, στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος κρατείται σε φυλακή εκτός της έδρας του δικαστηρίου, προκειμένου να είναι σε θέση να παραστεί κατά τη συζήτηση της έφεσης, ο εισαγγελέας οφείλει να διατάξει τη μεταφορά του κατ’ άρθρο 500 εδ. β ΚΠΔ. Στη συνέχεια, ο εισαγγελέας οφείλει να κλητεύσει εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρο 166 ΚΠΔ, τον εκκαλούντα, καθώς κι όλους τους άλλους διαδίκους που είχαν παρασταθεί και πρωτοδίκως, βάσει του άρθρου 500 εδ. γ ΚΠΔ. Υπό την τελευταία αυτή προϋπόθεση κλητεύονται ο παθών, όπως κι ο μηνυτής ή εγκαλών, ο παρεμβαίνων (τρίτος) που ζήτησε την απόδοση των κατασχεθέντων πειστηρίων και τουλάχιστον δύο μάρτυρες από τους πιο ουσιώδεις εκ των όσων κατέθεσαν και πρωτοδίκως. Η κλήτευση γίνεται με επίδοση της κλήσης κι είναι κρίσιμο να περιέχει οπωσδήποτε τον αριθμό της εκκαλουμένης απόφασης (α. 321 ΚΠΔ). Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί ή δεν εκπροσωπηθεί νομίμως από συνήγορο στη δικάσιμο ή στη μετ’ αναβολή συζήτηση, η έφεσή του θα απορριφθεί ως ανυποστήρικτη.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: Daniel Bone

Μετά την τήρηση των ανωτέρω, ακολουθεί η κύρια διαδικασία κι η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του αρμοδίου δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου. Ειδικότερα, λαμβάνονται υπόψη τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που περιέχουν τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν, τις ένορκες καταθέσεις που δόθηκαν κατά την προδικασία, καθώς και τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 364 ΚΠΔ, ανεξάρτητα από το εάν περιλαμβάνονται στον κατάλογο με τα αναγνωσθέντα. To άρθρο 501 ΚΠΔ ορίζει ότι σε περίπτωση μη εμφάνισης του εκκαλούντα κατά την κύρια διαδικασία ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, η έφεσή του απορρίπτεται καταρχάς ως ανυποστήρικτη. Με την ίδια απόφαση του κατ’ έφεση δικάζοντος δικαστηρίου καταπίπτει κι η εγγύηση που είχε δοθεί στο πλαίσιο του άρθρου 497 παρ. 5 ΚΠΔ. Δηλαδή, αν δεν εμφανιστεί ο ασκήσας το ένδικο μέσο, τεκμαίρεται ως «οιονεί παραιτηθείς» από την έφεσή του. Αυτονόητη προϋπόθεση για την απόρριψη της έφεσης ως ανυποστήρικτης είναι η νομότυπη κι εμπρόθεσμη κλήτευση του εκκαλούντος. Εν προκειμένω, παρέχεται ex lege η δυνατότητα προσβολής της απορριπτικής απόφασης μόνο με αναίρεση (άρθρο 501 παρ. 1 εδ. γ ΚΠΔ).

Οι λόγοι της αναίρεσης πρέπει να αναφέρονται σε σφάλματα που υπάρχουν στην προσβαλλόμενη απόφαση κι όχι στην εκκληθείσα απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Εν συνεχεία, αν ο εκκαλών δεν μπόρεσε να παρευρεθεί για λόγους ανωτέρας βίας ή από ανυπέρβλητο κώλυμα μπορεί να εφαρμοσθεί η διάταξη του 349, δηλαδή να αναβληθεί η δίκη. Σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του α. 501 η απόρριψη της έφεσης ως ανυποστήρικτης εκείνου που την άσκησε και δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο δεν εμποδίζει τη συζήτηση της έφεσης που ασκήθηκε από κάποιον άλλο διάδικο, που νομιμοποιείται προς τούτο, ή από τον εισαγγελέα, εφόσον εμφανιστούν κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 502 ΚΠΔ. Τέλος, σε σχέση με τον παριστάμενο δικηγόρο, αν δεν έχει καταθέσει, κατά την εκπροσώπηση απόντος κατηγορουμένου δυνάμει εξουσιοδοτήσεως του εντολέα του, το σχετικό γραμμάτιο, η παράστασή του δεν γίνεται δεκτή κι ο εκκαλών θεωρείται ότι δεν έχει εμφανιστεί. Αυτό έχει ως συνέπεια την απόρριψη της έφεσης ως ανυποστήρικτη.

Συνοψίζοντας, εύλογα γίνεται αντιληπτό το γεγονός ότι η έφεση χαρακτηρίζεται ως ένα πολύπλευρο θέμα, υψίστης σημασίας, τόσο για τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται να την ασκήσουν όσο και για την ποινική πρακτική γενικότερα. Η δυνατότητα προσφυγής σε ένα ανώτερο δικαστήριο, ήτοι ο σκοπός της έφεσης και των ενδίκων μέσων εν συνόλω, ενισχύεται άλλωστε κι από το α. 2 παρ. 1 του 7ου πρόσθετου πρωτοκόλλου της «Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου», αλλά κι από το τυπικής ισχύος α. 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Άγγελος Ι. Κωνσταντινίδης, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο – Βασικές έννοιες, 5 η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2022.
  • Αδάμ Χ. Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, 11η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2024.
  • Διπλωματική εργασία, Γεώργιος Β. Ντάτης, ‘Προϋποθέσεις και Διαδικασία στην Έφεση κατά Αποφάσεων’, Κομοτηνή, Απρίλιος 2020. Διαθέσιμη εδώ.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ευμορφίλη Μεξίδου
Ευμορφίλη Μεξίδου
Γεννήθηκε το 2003 στην Θεσσαλονίκη όπου και μεγάλωσε. Διανύει το 4ο έτος της Νομικής Σχολής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, έχοντας μεγάλη αγάπη για το αντικείμενο. Γνωρίζει πολύ καλά αγγλικά και γερμανικά. Ειναι λάτρης των λογοτεχνικών βιβλίων και στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με την γυμναστική, τον εθελοντισμό και την ανάγνωση νομικών συγγραμμάτων. Θεωρεί την αρθογραφία σπουδαία ενασχόληση, διότι έτσι προάγεται η ελευθερία της έκφρασης, μία από τις πολλές εκφάνσεις της δημοκρατίας, και ταυτόχρονα διευρύνονται οι πνευματικοί ορίζοντες τόσο του αρθρογράφου, όσο και του αναγνώστη.