Της Πελαγίας Τριχάκη,
Ο Λέστερ (Kevin Spacey) είναι ένας ακόμη καθημερινός τύπος, ο οποίος ζει με την οικογένειά του στα αμερικανικά προάστια. Η ζωή του κυλάει ήρεμα, χωρίς να έχει συμβεί —ακόμη τουλάχιστον— κάποιο τραγικό συμβάν.
Ωστόσο, πίσω από τη φαινομενικά καλή ζωή του είναι στην πραγματικότητα δυστυχισμένος∙ πώς να είσαι ευτυχισμένος, άλλωστε, όταν ασχολείσαι με ένα επάγγελμα που μέρα με τη μέρα σε τρώει, η σύζυγός σου δε βρίσκει κανένα ενδιαφέρον πια σε εσένα και η κόρη σου δε θέλει ούτε να σου μιλάει; Θα λέγαμε ότι ακούγεται σαν μια ακόμα οικογένεια της διπλανής πόρτας. Και πράγματι αυτό είναι, μια οικογένεια-βιτρίνα, με την Κάρολαυν (σύζυγο του Λέστερ) να είναι προσκολλημένη στις υλιστικές μικροεμμονές της και την Τζέυν, την κόρη τους, να αποστρέφεται και τους δύο γονείς της, αγανακτώντας με την τόσο αδιάφορη στάση, που έχουν απέναντί της. Μια οικογένεια που στο εσωτερικό της έχει ήδη διαλυθεί και το μόνο που την κρατάει είναι «το τι θα πει ο κόσμος».
Στην ιστορία της οικογένειας αυτής θα παίξουν κομβικό ρόλο τρία άτομα: η Άντζελα, φίλη της Τζέυν, από την οποία ο Λέστερ θα θαμπωθεί, βρίσκοντας πάλι κάποιο νόημα στη μέχρι στιγμής μίζερη ζωή του, ο Ρίκι, ο φίλος της Τζέυν, ένας άνθρωπος με μία σπάνια και συγκινητικά όμορφη οπτική για τον κόσμο και ο πατέρας του, Τζιμ, νεοναζί και νοσταλγός του Τρίτου Ράιχ.
Όλοι αυτοί θα εμπλακούν με κάποιον τρόπο μεταξύ τους, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο, για να αναδείξουν τελικά μια αντίφαση τεράστια στους κόλπους της αμερικανικής κοινωνίας, αλλά και της κάθε δυτικής κοινωνίας: Από τη μία ένα σύστημα μηχανοποιημένο και ανταγωνιστικό, που διαστρεβλώνει την ιδέα της ευτυχίας∙ ένα σύστημα που θέλει ανθρώπους απαθείς και υπάκουους για να το υπηρετούν και μέσα απ’ αυτό αναπτύσσεται. Από την άλλη, ένας πανέμορφος κόσμος, ένας κόσμος που «χορεύει», ζωντανός, ρευστός και διόλου στατικός. Στον κόσμο που βλέπει ο Ρίκι μια πλαστική σακούλα που κινείται από τον αέρα ή ένα πεθαμένο περιστέρι στο έδαφος είναι αρκετά για να σε κάνουν να κλάψεις από συγκίνηση. Οι δύο αυτοί κόσμοι υπάρχουν παράλληλα και βρίσκονται μπροστά στα μάτια μας∙ είναι επιλογή μας, όμως, το αν θα δούμε τον πραγματικό κόσμο, ο οποίος βρίσκεται πίσω από την κατασκευή της καπιταλιστικής κοινωνίας ή αν θα τον αγνοήσουμε.
Αυτή ακριβώς η αντίθεση επιδιώκεται να αναδειχθεί και μέσα από τον τίτλο. Το American Beauty, σε σκηνοθεσία Σαμ Μέντες και σενάριο Άλαν Μπολ, δεν είναι η εξύμνηση του αμερικανικού ονείρου, αλλά η αποδόμηση αυτού. Ο μέσος δυτικός άνθρωπος γεννιέται και πεθαίνει μ’ ένα στόχο-μοτίβο: να βρει μια «κανονική δουλειά» που ενδεχομένως να σιχαίνεται, να παντρευτεί γύρω στα 30, να αγοράσει ένα φανταχτερό σπίτι σε κάποιο προάστιο —το οποίο πιθανότατα θα κάνει δεκαετίες να ξεπληρώσει— και να κάνει μια οικογένεια με ένα ή δύο παιδιά. Και όταν θα συνειδητοποιήσει ότι ζει μια ζωή, η οποία είναι επιλογή κάποιου άλλου, τον οποίο δεν μπορεί καν να προσδιορίσει, σκέφτεται ότι είναι ήδη αργά.
Σ’ αυτή την παγίδα έπεσε και ο Λέστερ, ο οποίος έπειτα από τη συνειδητοποίηση αυτή φαίνεται να ξαναπερνάει την εφηβεία του και να γιορτάζει τη δική του επανάσταση. Άλλοι, πάλι, άνθρωποι σαν τον Ρίκι, φαίνεται να είχαν καταρρίψει το ψεύτικο όνειρο από πολύ νωρίς. Σε κάθε περίπτωση, το να ξεφύγεις είναι δύσκολο και ακόμα πιο δύσκολο είναι να δεις τις αλυσίδες σου.
Μία ταινία γεμάτη εκπλήξεις, αλλά κυρίως μία ταινία-ύμνος για τη ζωή. Αν οι γεμάτες ουσία σκηνές της δεν σε κάνουν να κλάψεις, τότε ίσως σε κάνει η μουσική του Τόμας Νιούμαν, για την οποία δεν βρίσκω ποτέ λόγια να περιγράψω. Όπως και να ‘χει, όσα χρόνια και αν περάσουν από την κυκλοφορία του, το American Beauty θα παραμένει πάντα ένα έργο επίκαιρο, μια ταινία καθρέφτης μιας τεχνητής πραγματικότητας, στην οποία έχουμε εγκλωβιστεί και από την οποία (μακάρι να) προσπαθούμε να ξεφύγουμε.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- American Beauty, athinorama.gr, διαθέσιμο εδώ