11.5 C
Athens
Σάββατο, 25 Ιανουαρίου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ αρχή της διάκρισης στο Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο

Η αρχή της διάκρισης στο Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο


Της Μελίνας Μυλωνογιάννη,

Η αρχή της διάκρισης είναι θεμελιώδης στο Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο (ΔΑΔ), και συνίσταται στη διάκριση μεταξύ των πολιτών (μη μαχητών) και των μαχητών σε ένοπλες συγκρούσεις. Σύμφωνα με αυτή την αρχή, οι ένοπλες δυνάμεις οφείλουν, κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων, να διακρίνουν σαφώς μεταξύ των πολιτών και των στρατιωτικών στόχων και να αποφεύγουν την ακούσια πρόκληση ζημιών σε μη μαχητές κι αμάχους. Η αρχή της διάκρισης αποσκοπεί στην προστασία των αμάχων και του πολιτικού πληθυσμού κατά τη διάρκεια συγκρούσεων.

Βασικός στόχος του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου είναι η προστασία των άμαχων πληθυσμών και της ιδιωτικής περιουσίας κατά της διάρκεια εχθροπραξιών. Η αρχή της διάκρισης των αμάχων από τους μαχητές, λοιπόν, συνιστά ταυτόχρονα αναπόσπαστο τμήμα του διεθνούς εθιμικού δικαίου, αλλά κι ένα θεμελιώδη πυλώνα του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου. Μάλιστα, θεωρείται το θεμέλιο της κωδικοποίησης των νόμων και των πολεμικών εθίμων, όπως χαρακτηριστικά επισήμανε το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης στη Γνωμοδότησή του για τη Νομιμότητα της Απειλής ή Χρήσης Πυρηνικών Όπλων. Η Γνωμοδότηση αυτή αναγνώρισε την αρχή της διάκρισης ως μια από τις δύο βασικές αρχές του δικαίου των Ενόπλων Συγκρούσεων. Ως εκ τούτου η τήρηση της αρχής αυτής κρίνεται επιτακτική τόσο κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών, όσο και κατά τη διάρκεια των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων και της παραμονής των αμάχων στα χέρια του εχθρού.

Ειδικότερα, η αρχή αυτή επιβάλλει ορισμένες υποχρεώσεις στα εμπόλεμα μέρη. Μάλιστα, το άρθρο 48 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου Ι στις Συμβάσεις της Γενεύης υπαγορεύει στα εμπόλεμα μέρη να διακρίνουν σαφώς τους αμάχους από τις μάχιμες δυνάμεις, και τους στρατιωτικούς από τους πολιτικούς στόχους, και να κατευθύνουν ανάλογα τις πολεμικές τους επιχειρήσεις μόνο κατά των στρατιωτικών στόχων. Η υποχρέωση αυτή υιοθετήθηκε από την ομόφωνη απόφαση 2444 της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, το 1969, σύμφωνα με την οποία το δικαίωμα των εμπολέμων να χρησιμοποιούν οποιασδήποτε μέσα για να υπερκεράσουν τον εχθρό είναι περιορίσιμο, κι οι άμαχοι δεν αποτελούν στρατιωτικό στόχο σε σχέση με τους μαχόμενους και δεν υπόκεινται σε επιθέσεις. Παράλληλα, η απόφαση όριζε ότι σε όλες τις περιπτώσεις θα πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των ατόμων που παίρνουν μέρος στις εχθροπραξίες κι αυτών που δε λαμβάνουν ή δε λαμβάνουν πλέον μέρος σε αυτές, με στόχο να προστατευτούν οι τελευταίοι όσο το δυνατόν περισσότερο.

Πηγή εικόνας και δικαιώματα χρήσης: news247.gr

Όσον αφορά στην έννοια των στρατιωτικών στόχων, αυτοί εξειδικεύτηκαν το 1977, στο άρθρο 52 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου Ι, το οποίο ορίζει ότι δεν δύναται να καθίστανται αντικείμενο επίθεσης ο άμαχος πληθυσμός αυτός καθαυτός κι οι μεμονωμένοι ιδιώτες, ενώ παράλληλα απαγορεύει πράξεις ή απειλές βίας, πρωταρχικός σκοπός των οποίων είναι η εξάπλωση του τρόμου ανάμεσα στον άμαχο πληθυσμό. Ο όρος «επιθέσεις» ορίζεται επίσης στο άρθρο 49 παρ. 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου Ι, ως πράξεις βίας κατά́ του εχθρού́ είτε επιθετικές είτε αμυντικές. Στις δε πράξεις βίας εντάσσεται τόσο μία μαζική αεροπορική επίθεση, όσο και μία επίθεση μικρής κλίμακας. Η βία πρέπει να γίνεται αντιληπτή με την έννοια των συνεπειών της πράξης. Ως εκ τούτου, βίαιες πράξεις μπορούν να περιλαμβάνονται στον κυβερνοχώρο, εάν οδηγούν στην καταστροφή́.

Η εν λόγω αρχή απαγορεύει στην ουσία τις επιθέσεις χωρίς διάκριση, τις επιθέσεις δηλαδή που δεν στρέφονται κατά κάποιου συγκεκριμένου στρατιωτικού στόχου, καθώς και των επιθέσεων όπου χρησιμοποιούνται μέσα ή μέθοδοι πολέμου των οποίων τα αποτελέσματα δε μπορούν να περιοριστούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνιστά η επίθεση του Ιράκ με τη χρήση πυραύλων SCUD κατά του Ισραήλ οι οποίο πύραυλοι δεν ήταν τεχνολογικά προηγμένοι ώστε να έχουν την απαιτούμενη ακρίβεια για να χρησιμοποιηθούν κατά στρατιωτικών στόχων που βρίσκονταν μακριά από αστικές περιοχές. Ως αποτέλεσμα, εκτοξεύθηκαν τυφλά κατά των στρατιωτικών στόχων που βρίσκονταν μέσα ή κοντά σε κατοικημένες περιοχές, κατά παράβαση της αρχής της διάκρισης.

Συνοψίζοντας, η αρχή της διάκρισης, θεμελιώδης για την ορθή εφαρμογή του ΔΑΔ, απαιτεί από τα εμπόλεμα μέρη να αποφεύγουν επιθέσεις που μπορούν να πλήξουν αμάχους, διατηρώντας τις στρατιωτικές επιχειρήσεις επικεντρωμένες αποκλειστικά στους στρατιωτικούς στόχους. Οι υποχρεώσεις που επιβάλλει η εφαρμογή της αρχής στα εμπόλεμα μέρη όχι μόνο προάγουν τη νομική κι ηθική υποχρέωση για τη διαφύλαξη της ανθρώπινης ζωής, αλλά ταυτόχρονα, ενισχύουν τη σημασία του σεβασμού των αμάχων, ειδικά σε περιόδους πολέμου κι ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Dietrich Schindler and J.Toman, The law of armed conflicts. part 2, Henry Dunand institute, Geneva, 1988, part IV civilian population.

  • Άρθρο 49 παρ. 1 ΠΠΠ Ι 1977 (κύρωση με Ν. 1786/1988, ΦΕΚ Α’ 125/08.06.1988): «Ο όρος ‘’επιθέσεις’’ υποδηλοί πράξεις βίας κατά του εχθρού είτε επιθετικές είτε αμυντικές», ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
  • Legality of the Threat or Use of Nuclear Weapons, Advisory Opinion of 8 July 1996, ICJ Reports 1996, para. 78.
  • Άρθρο 48 ΠΠΠ Ι 1977 (κύρωση με Ν. 1786/1988, ΦΕΚ Α’ 125/08.06.1988, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
  • Διονύσης Σ. Γάγγας, Εισαγωγή Στο Διεθνές Δίκαιο Των Ενόπλων Συρράξεων, σ. 55 Δασκαλοπούλου – Λιβαδά, Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο – Από τη Νυρεμβέργη στη Χάγη, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2013.


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μελίνα Μυλωνογιάννη
Μελίνα Μυλωνογιάννη
Είναι στο πέμπτο έτος φοίτησής της στη Νομική Αθηνών και παράλληλα έχει κάνει ένα minor χρηματοοικονομικών στο Deree, ενώ έχει κάνει κάποιες πρακτικές σε ένα δικηγορικό γραφείο ποινικού δικαίου και στο ESG Committee. Παράλληλα, καθόλη τη διάρκεια των σπουδών της εργάζομαι part-time σε μια δικηγορική εταιρεία.