Της Μαρίνας Κισσούδη,
Είναι απολύτως λογικό που αρκετοί συνάνθρωποι μας δεν μπορούν να εξηγήσουν τι ακριβώς σημαίνει «κοινωνική ασφάλεια». Απλουστευτικά θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι μια εγγύηση για την ασφάλεια του εισοδήματος του ατόμου με την προστασία του από διάφορους κοινωνικούς κινδύνους. Άρα με λίγα λόγια είναι ένας σκοπός. Η κοινωνική ασφάλεια θα πρέπει να διακρίνεται από την κοινωνική ασφάλιση, η οποία είναι απλώς ένα από τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού. Μάλιστα το ίδιο το Σύνταγμα στο άρθρο 22 παρ. 5 θέτει την κοινωνική ασφάλιση ως το κύριο συστατικό του συστήματος της κοινωνικής ασφάλειας, ορίζοντας ότι «Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει». Ποιοι είναι άραγε οι κοινωνικοί κίνδυνοι από τους οποίους μας προστατεύει το σύστημα κοινωνικής ασφάλειας; Φυσικά δεν είναι άλλα από γεγονότα μελλοντικά κι αβέβαια, τα οποία είναι ικανά να διαταράξουν σημαντικά την οικονομική ασφάλεια των εργαζομένων. Με τον κίνδυνο δεν εννοούμε την απλή απώλεια εισοδήματος εξαιτίας μείωσης της ικανότητας του ατόμου για παροχή εργασίας. Αντιθέτως εννοούμε την αύξηση των δαπανών του ατόμου και της οικογένειας του (π.χ. λόγω μητρότητας). Γι’ αυτό ο κάθε κίνδυνος υπολογίζεται με βάση την πιθανότητα επέλευσής του, προκειμένου να αναζητηθούν οι ανάλογοι πόροι για την κάλυψη του.
Τα μοντέλα κοινωνικής ασφάλισης είναι αμέτρητα, αλλά διαχωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες. Το πρώτο μοντέλο ονομάζεται Bismark κι αντιμετωπίζει την κοινωνική ασφάλιση ως αυτόνομη αρχή, στοχεύοντας στη διατήρηση της κοινωνικής θέσης και του επιπέδου του εισοδήματος. Εδώ οι παροχές που καλύπτονται αφορούν αποκλειστικά τους εργαζόμενους κι είναι ανάλογες με το ύψος του εισοδήματός τους. Οι πόροι του συστήματος προέρχονται κυρίως από τις εισφορές εργαζομένων κι εργοδοτών. Το δεύτερο μεγάλο μοντέλο με το όνομα Beveridge θέτει ως στόχο του την εξασφάλιση της εργασίας και του δικαιώματος σε αυτή. Απώτερος σκοπός του εν λόγω συστήματος είναι η εγγύηση ενός εθνικού ελάχιστου κοινωνικού επιπέδου διαβίωσης. Οι παροχές που καλύπτονται εδώ αφορούν όλους τους πολίτες, ενώ οι πόροι του συστήματος προέρχονται από προοδευτική φορολογία κι εισφορές πολιτών. Το σύστημα κοινωνικής ασφάλειας της Ελλάδας αντλεί τα στοιχεία του κι από τα δύο μοντέλα, παρέχοντας πολυεπίπεδη προστασία.
Εάν χωρίσουμε την κοινωνική ασφάλιση του ελληνικού συστήματος σε πυλώνες, στον πρώτο συναντάμε τα δημόσια συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, των οποίων η σύσταση κι ύπαρξη είναι υποχρεωτική εκ του νόμου. Συγκεκριμένα καλύπτουν το σύνολο του πληθυσμού κι η χρηματοδότηση του υποβοηθείται σημαντικά από το ίδιο το Κράτος μέσω της γενικής φορολογίας. Στον δεύτερο πυλώνα απαντώνται τα ιδιωτικά επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης (ή αλλιώς Ταμεία), τα οποία ιδρύονται με πρωτοβουλία των εργαζομένων ενός ή περισσότερων επαγγελματικών ομάδων και χορηγούν παροχές που τηρούν πάντα σε σχέση αναλογίας με τις εισφορές του κάθε ασφαλισμένου. Να τονιστεί ότι απαιτούνται τουλάχιστον 100 μέλη για την ίδρυση τους. Στην ουσία παρέχουν συμπληρωματική προστασία, η οποία κατ’ αρχήν είναι προαιρετική. Ο τρίτος πυλώνας περιέχει τα ατομικά συνταξιοδοτικά προγράμματα ασφαλιστικών εταιριών, η σύναψη των οποίων εναπόκειται στην αποταμιευτική πρωτοβουλία του κάθε προσώπου.
Παλαιότερα στη χώρα μας η κύρια ασφάλιση ήταν διασπασμένη σε διάφορους φορείς κοινωνικής ασφάλισης και Ταμεία, οδηγώντας σε αδικαιολόγητες ανισότητες όσον αφορά τις παροχές και τη χρηματοδότηση αυτών των φορέων. Οι εργαζόμενοι ανάλογα με τον επαγγελματικό τους κύκλο υπάγονταν και σε διαφορετικό Ταμείο, για το οποίο ίσχυε διαφορετικό νομικό καθεστώς κι επίπεδο προστασίας. Ο ν.3655/2008 επιχείρησε να ενοποιήσει 115 φορείς και να τους περιορίσει σε 13, αλλά η ενοποίηση τους τελικά παρέμεινε σε διοικητικό επίπεδο. Το ΣτΕ με την απόφαση 3099/2001 είχε ήδη κρίνει ότι η ενοποίηση είναι συνταγματική χωρίς να παραβιάζεται το άρθρο 22 παρ. 4 και 5 του Συντάγματος, καθώς —όπως υποστηρίχθηκε— όλοι οι πολίτες πρέπει να μεταχειρίζονται με τον ίδιο τρόπο από το Κράτος απέναντι στους βασικούς κινδύνους της ζωής. Επίσης έκρινε ότι ο νομοθέτης δεν δεσμεύεται συνταγματικά ως προς τον τρόπο οργάνωσης και διοίκησης των νομικών προσώπων, που είναι φορείς κοινωνικής ασφάλισης. Η ουσιαστική ενοποίηση των φορέων επιτεύχθηκε με τον ν. 4387/2016, ο οποίος θέσπισε τον Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ).
Με τον ν. 4387/2016 ενοποιήθηκαν και τα ταμεία επικουρικής ασφάλισης, δηλαδή αυτά που έχουν σκοπό την παροχή μηνιαίας επικουρικής σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου ως συμπλήρωμα προς την κύρια σύνταξη. Αποτέλεσμα της ενοποίησης ήταν ο αριθμός τους να μειωθεί σε 22 και να συγκροτήσουν το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης κι Εφάπαξ Παροχών (ΕΤΕΑΕΠ), το οποίο αποτελείται από δύο κλάδους: α. αυτόν της επικουρικής ασφάλισης και β. αυτόν των εφάπαξ παροχών. Για τον όρο «εφάπαξ παροχή» γίνεται συχνά λόγος στα δελτία ειδήσεων ή σε συζητήσεις γηραιότερων συνανθρώπων μας, με πολλούς να αγνοούν τη σημασία του. Ως εφάπαξ παροχή ορίζεται αυτή η παροχή με χαρακτήρα έκτακτης οικονομικής ενίσχυσης από κεφάλαιο που σχηματίστηκε εξαιτίας των κρατήσεων ποσοστού επί των αποδοχών του υπαλλήλου κατά τη διάρκεια του χρόνου εργασίας τους και που καταβάλλεται μία φορά, αφού ο ασφαλισμένος λάβει κύρια σύνταξη λόγω γήρατος ή οριστικής αναπηρίας. Το ΕΤΕΑΕΠ λειτουργεί αποκλειστικά με τις εισφορές εργαζομένων κι εργοδοτών, χωρίς να εντάσσεται στον κρατικό προϋπολογισμό. Ακολουθεί τη διανεμητική λογική, δηλαδή η κεφαλαιοποίηση είναι νοητή με τα ποσά των εισφορών να χρησιμοποιούνται άμεσα για την πληρωμή των συντάξεων.
Η παροχή σύνταξης είναι ίσως ο κυριότερος λόγος κοινωνικής ασφάλισης. Αναλυτικότερα οι συντάξεις γήρατος προϋποθέτουν σωρευτικά την πλήρωση του ορίου ηλικίας, που ορίζει κάθε φορά ο νόμος, κι ενός ελάχιστου αριθμού ωρών εργασίας (ή ετών ασφάλισης). Από την 1η Ιανουαρίου του 2022 το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης έγινε ενιαίο για όλους. Έτσι σήμερα για τη λήψη πλήρους σύνταξης το όριο ηλικίας είναι το 67ο έτος με χρόνο ασφάλισης είτε 4.500 ημέρες εργασίας κατ’ ελάχιστο είτε 15 έτη ασφάλισης. Ένα πρόσωπο μπορεί να λάβει πλήρη σύνταξη και πρόωρα στα 62 έτη του, εφόσον ο χρόνος ασφάλισης τους είναι είτε 12.000 ημέρες εργασίας κατ’ ελάχιστο είτε 40 έτη ασφάλισης. Τα δεδομένα αλλάζουν για τα βαρέα κι ανθυγιεινά επαγγέλματα, όπου εκεί οι εργαζόμενοι συνταξιοδοτούνται πρόωρα, ώστε να αποκατασταθεί η ανισότητα που προκύπτει από τις συνθήκες εργασίας τους. Έτσι, για τη θεμελίωση πλήρους σύνταξης απαιτείται η συμπλήρωση του 62ου έτους της ηλικίας και 4.500 ημέρες εργασίας κατ΄ ελάχιστο, εκ των οποίων τα 3/4 να αφορούν ειδικότητες βαρέων κι ανθυγιεινών επαγγελμάτων.
Οι εργαζόμενοι μπορούν να λάβουν και μειωμένη σύνταξη υπό ειδικές προϋποθέσεις. Εν προκειμένω την τελευταία 5ετία πριν από το έτος υποβολής αίτησης για χορήγηση της πρέπει να έχουν συμπληρωθεί 100 ημέρες ασφάλισης ανά έτος. Μειωμένη σύνταξη λαμβάνουν μόνο όσα πρόσωπα συνταξιοδοτούνται λόγω γήρατος 1 έως 5 έτη νωρίτερα της πλήρους σύνταξης και το ποσό της μειώνεται κατά 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται του προβλεπόμενου ορίου. Πρέπει να δοθεί βάση στο γεγονός ότι η μείωση είναι οριστική κι άρα δεν μετατρέπεται σε πλήρη με τη συμπλήρωση του νόμιμου ορίου ηλικίας.
Για τη λήψη σύνταξης αναπηρίας καθιερώνονται τρεις βαθμίδες, στις οποίες ορίζεται η απαιτούμενη έκταση απώλειας της βιοποριστικής ικανότητας από τον ασφαλιζόμενο κι η ελάχιστη διάρκεια βλάβης. Πρόκειται για: α. τη βαριά αναπηρία με ποσοστό 80%, όπου χορηγείται το πλήρες ποσό της πλήρους εθνικής σύνταξης, β. τη συνήθης αναπηρία με 67%, όπου χορηγείται το 75% της εθνικής και γ. τη μερική αναπηρία με 50%, όπου χορηγείται το 50%. Η αρμόδια Υγειονομική Επιτροπή είναι αυτή που αποφαίνεται για το ποσοστό αναπηρίας με αιτιολογημένη γνωμάτευση της, η οποία οριστικοποιείται εάν δεν ασκηθεί ένσταση εναντίον της εντός συγκεκριμένου διαστήματος. Συντάξεις θανάτου μπορούν να λάβουν ο επιζών ή επιζούσα σύζυγος, τα τέκνα του θανόντος κι υπό προϋποθέσεις ο διαζευγμένος σύζυγος. Πλέον δεν είναι δικαιούχοι οι γονείς που συντηρούσε ο θανών και τα εγγόνια. Βασική προϋπόθεση βέβαια για τη λήψη σύνταξης θανάτου αποτελεί ο θανών να πληρούσε τις προϋποθέσεις για λήψη σύνταξης. Ο επιζών σύζυγος δικαιούται δια βίου σύνταξη, ανεξαρτήτως της ηλικίας του, ενώ για τα τέκνα προϋποτίθεται να μην έχουν συμπληρώσει το 24ο έτος της ηλικίας τους ή κατά τον χρόνο του θανάτου να είναι άγαμα κι ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
-
Άγγελος Στεργίου, Δίκαιο Κοινωνικής Ασφάλισης, 4η εκδ., Εκδόσεις Σάκκουλα.