Της Αντιγόνης Λαπατά,
Ο Αντόνιο Μπενάγιες καταφθάνει σε μία επαρχία της Ισπανίας, περίοδο της δικτατορίας και του ισπανικού εμφυλίου. Κάθεται έξω σ’ ένα λιθόστρωτο πεζούλι, καπνίζοντας το τσιμπούκι του. Μόλις φυσάει τον καπνό βλέπει να τον πλησιάζει δειλά ένα μικρό αγόρι. Ρωτά το όνομά του· Εμίλιο.
«Μη μου μιλάς στον πληθυντικό. Και θα με λες Αντόνιο!»
Το ξαφνιασμένο πρόσωπο του μικρού αγοριού δεν τον κάνει να απορεί. Γι’ αυτό τού το λέει ξανά· «Θα με λες Αντόνιο!». Και θα συμπλήρωνε τότε, σίγουρα, από μέσα του «και από εδώ και πέρα θα συναντιόμαστε συχνά… όσο πιο γρήγορα το συνηθίσεις τόσο το καλύτερο». Τον βρήκε μετά από λίγες μέρες μέσα σε μία αίθουσα. Αλλά μαζί με αυτόν ήρθε και άλλο παιδί. Και να, άλλο ένα. Κι άλλο ένα! Ολόκληρη τάξη για να διδάξει ο Αντόνιο Μπενάγιες. Είναι πλέον έτοιμος να συστηθεί. Το ξεκαθάρισε και στους υπόλοιπους. Ενικός! Μα σαν από τα πρώτα λεπτά κάτι να του αποσπά την προσοχή… τι είναι αυτό που κρέμεται στον τοίχο; Μοιάζει με σταυρό. Ζητά από ένα παιδί να το επιβεβαιώσει. Η όρασή του πράγματι δεν τον εξαπάτησε. Ήταν ένας μεγάλος, ξύλινος σταυρός. Παίρνει την πρωτοβουλία να τον κατεβάσει. «Εδώ είναι μια σχολική τάξη. Ο καθένας έχει το δικαίωμα (!), να πιστεύει ό, τι θέλει, να αυτοπροσδιορίζεται και να ενεργεί όπως θέλει». Δικαίωμα, θέλει, αυτοπροσδιορίζεται… βαριές κουβέντες. Αλλά θα το πληρώσει αργότερα.
«Αυτό είναι το δικό μου σχολείο, όχι το δικό σας. Από εδώ και εμπρός τα πράγματα θα γίνονται με το δικό μου τρόπο!»
Ο Αντόνιο δεν ήθελε να γαλουχήσει τα παιδιά σαν φοβισμένα πλάσματα, υπάκουα χωρίς να ξέρουν γιατί, ικανά να επιδεικνύουν τη γνώση τους (στρατευμένη κι αυτή) σε μία δοκιμασία αξιολόγησης που προοριζόταν έτσι κι αλλιώς για τα σκουπίδια, αφού θα ακολουθούσαν τη δουλειά των γονιών τους τ’ αγόρια και τα κορίτσια θα παντρευόντουσαν. Ίσως αν κάποια τα πήγαιναν καλά να έδειχναν στους γονείς τους τα αποτελέσματα κι αυτοί θα τα κρεμάγανε στον τοίχο για να μπορούν να καυχηθούν.
«Ξέρετε, ο μικρός έχει δυνατότητες, όπως κάθε παιδί. Έχει έφεση στα γράμματα, τού αρέσει να διαβάζει! Όσο περισσότερα μάθει ο Εμίλιο στο σχολείο, τόσες περισσότερες επιλογές θα έχει για το μέλλον.»
«Δε θα μου πείτε εσείς τι είναι καλό για το παιδί μου…»
Οι σκέψεις των παιδιών είναι σαν τα ορμητικά κύματα. Δε θα τις περιορίσει, όπως είχε εντολή. Βάζει στην άκρη και τα θρανία και τις καρέκλες. Τους δείχνει ένα μηχάνημα. Περίεργο μαραφέτι, δεν το είχαν ξαναγγίξει, ούτε καν ξαναδεί. Λέγεται «τυπογραφείο». Κι εκεί θα μετέτρεπαν όλα τα κύματα τα ορμητικά σε ένα ρυάκι, ορμητικό κι αυτό, μα ήρεμη δύναμη. Ναι· τα παιδιά είχαν δύναμη! Περισσότερη απ’ όση νόμιζαν. Και, επιτέλους, δεν κατακρίνονταν γι’ αυτό. Δεν τους έκοβε κανείς τα φτερά. Έτσι, ξεκίνησαν να γράφουν τις δικές τους ιστορίες. Περίμεναν πως και πως την ώρα που θα τις διάβαζαν μες’ την τάξη…
Ώσπου ξαφνικά κάτι τού ήρθε στο μυαλό, σα μια αναλαμπή. Από τις εικόνες των παιδιών λείπει κάτι… τα παιδιά δεν έχουν δει ποτέ τη θάλασσα. Ιδού το θέμα της επόμενης ιστορίας! «Πώς φαντάζεστε τη θάλασσα;». Σκέφτηκε τα πάντα, λεπτομερώς. Όλα θα γίνουν με δικά του έξοδα. Αχ, αυτά τα πρόσωπα των παιδιών όταν ενθουσιάζονται! Τα κάνουν όλα να φαίνονται δυνατά, ακόμη και τα πιο απίθανα. Πρέπει να προσπαθήσει, για εκείνα. Πώς όμως θα πείσει τους γονείς…
Διαβάζει για ακόμη μια φορά τις ιστορίες των παιδιών. Ακούει κάθε κείμενο με τη φωνή του παιδιού που το έγραψε. Αναποδογυρίζει τις σελίδες, τ’ ακούει μπερδεμένα.
«Θέλετε να δείτε τη θάλασσα;»
«Ναι, ναι!»
«Τότε δείξτε αυτό το τετράδιο στο σπίτι. Να το διαβάσουν οι γονείς σας. Και να τους πείτε ότι φέτος ο δάσκαλος θα σας πάει στη θάλασσα!»
Ίσως οι στάχτες από τα τετράδια να βρίσκονται κάπου ανάμεσα σε γαλήνια και ταραγμένα νερά… να καθρεφτίζουν το γέλιο του και τη σπιρτάδα των ματιών του, όπως ακριβώς η θάλασσα καθρεφτίζει τον ουρανό. Μα τα παιδιά πρέπει να δουν τη θάλασσα. Τους το υποσχέθηκε…
Τα παιδιά πρέπει να γίνουν ό, τι θέλουν. Αλλά κυρίως πρέπει να είναι παιδιά!
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- The Teacher Who Promised the Sea, imdb.com, διαθέσιμο εδώ