Της Μάρας Βιτσαξάκη,
Το συγκεκριμένο άρθρο πραγματεύεται την έννοια του αθεϊσμού στις σύγχρονες κοινωνίες, αλλά και γενικότερα στο ψυχισμό του διαχρονικού ανθρώπου. Καταρχάς, ο αθεϊσμός διαφέρει απ’ τον αγνωστικισμό, καθώς ο δεύτερος έχει ως αρχή ότι δε γνωρίζει εάν υφίσταται ή όχι η ύπαρξη του εν γένει Θεού, ενώ ο πρώτος αμφισβητεί πλήρως το ενδεχόμενο της ύπαρξης κάποιας ανώτερης θεϊκής δύναμης. Μάλιστα, το αμφισβητεί σε τέτοιο βαθμό ώστε συχνά να τίθεται το ζήτημα της εύρεσης μιας διαφορετικής ονομασίας για την εν λόγω φιλοσοφία, καθώς η λέξη «αθεϊσμός» ετεροκαθορίζεται και τοποθετείται σε μια βάση εναντίωσης προς κάτι «κυρίαρχο», δηλαδή αποδέχεται ως αρχή τη θρησκεία και τον θεό και κατόπιν εναντιώνεται σε αυτήν. Όμως, εφόσον η προκειμένη φιλοσοφία αντιτίθεται κι αρνείται εξαρχής την ύπαρξη οποιουδήποτε βαθμού αλήθειας μέσα στον θεολογικό χώρο, τότε δε θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται με βάση αυτόν.
Πολλοί άνθρωποι που έχουν επιχειρήσει να ερμηνεύσουν το φαινόμενο του αθεϊσμού, έχουν καταλήξει στο γεγονός ότι αποτελεί μια απαισιόδοξη οπτική της ζωής, η οποία έχει προκύψει είτε λόγω προσωπικών εμπειριών του ατόμου, είτε λόγω αντικειμενικών κοινωνικών συνθηκών που πάντως το οδήγησαν σ’ αυτή την πεσιμιστική τάση. Η θέση όμως αυτή, υποτιμά στο έπακρον τον αθεϊσμό, ο οποίος έχει ένα αξιόλογο επιχειρηματολογικό και φιλοσοφικό υπόβαθρο.
Καταρχάς, είναι απαραίτητο να διασαφιστεί ότι ο αθεϊσμός δε συνεπάγεται μια υποτιθέμενη πεσιμιστική στάση απέναντι στη ζωή. Είναι πράγματι συχνό να συμπέφτουν αυτά τα δύο, όμως δεν υπάρχει άμεση αλληλεξάρτηση. Στην εσφαλμένη αντίληψη αυτή υποπέφτει μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων. Ακόμη, η οποιαδήποτε αναζήτηση ρεαλισμού —ή έως και κυνισμού— επίσης δε συνεπάγεται απαισιοδοξία. Έχοντας αναφέρει τα παραπάνω, μπορώ να προχωρήσω σε περισσότερο βάθος σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα.
Αρχικά, το βασικότερο και σπουδαιότερο χαρακτηριστικό ενός άθεου ανθρώπου, αποτελεί κατ’ εμέ η ικανότητα της αμφισβήτησης που διαθέτει. Η ενέργεια της επανεξέτασης ενός τόσο δεδομένου κι ισχυρού θεμελίου στην εν γένει νοοτροπία ενός ατόμου, απαιτεί εξαιρετικό θάρρος και κριτική ικανότητα. Πρόκειται περί γειωτικής αποδομητικής πράξης, η οποία αποσαρθρώνει εξ’ ολοκλήρου την κοσμοθεωρία του ατόμου κι ουσιαστικά θέτει υπό αμφισβήτηση συχνά όλη του τη ζωή… φυσικά η ηλικία της συγκεκριμένης αναθεώρησης ποικίλλει. Ωστόσο, η διαδικασία είναι αφοσιωμένη στην εύρεση της αλήθειας, την οποία ουσιαστικά εξυμνεί, καθώς δραστηριοποιείται στο όνομα της ανακάλυψης αυτής.
Στη συνέχεια, κατόπιν της αμφισβήτησης ακολουθεί το στάδιο της επανεξέτασης του συγκεκριμένου ζητήματος, κατά τη διάρκεια του οποίου, το άτομο είτε θα επιστρέψει στην πίστη του, είτε θα απομακρυνθεί απ’ αυτή. Στο άρθρο αυτό, θα αναλυθεί η δεύτερη περίπτωση. Πιο συγκεκριμένα, η εμπεριστατωμένη φιλοσοφία ενός άθεου ανθρώπου, συνίσταται στην κριτική του τρόπου σκέψης των πιστών, αλλά και στην προσπάθεια κατανόησης του φαινομένου της θρησκείας. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η απομάγευση του θεού κι ο εξανθρωπισμός του, καθώς κατά τη διάρκεια αυτή, πραγματοποιείται ενδελεχής έρευνα του ανθρώπινου ψυχισμού.
Αναλυτικότερα, σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο, ο αθεϊσμός συνήθως υποστηρίζει ότι η ύπαρξη της θρησκείας εξυπηρετεί σκοπούς, όπως ο έλεγχος της κοινωνίας απ’ την εξουσία κι η πειθαρχία της στις προσταγές αυτής, αλλά και στους επιβεβλημένους νόμους. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι οι νόμοι της εκάστοτε περιοχής βασίζονται άμεσα —και στην ουσία θεσμοθετούν— την επικρατούσα θρησκεία της περιοχής αυτής. Το επιχείρημα αυτό, συνήθως εξοργίζει τους θρήσκους, οι οποίοι οδηγούνται στη —συνήθως εσκεμμένη— παράφρασή του και μεταβαίνουν σε πολλών ειδών αντεπιχειρήματα. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι η χαλιναγώγηση της κοινωνίας κατ’ αυτόν τον τρόπο, αποτελεί το πιο επιτυχημένο μέσο οργάνωσής της, καθώς ειδάλλως, μάλλον θα επικρατούσαν βιαιότερες συνήθειες.
Επιπλέον, ο αθεϊσμός επιστρατεύει τη λογική, ερείδεται σε ορθολογιστικά τεκμήρια και στρέφεται αποκλειστικά προς την επιστήμη. Συνεπώς, αμφισβητεί τον Αδάμ και την Εύα και τις επτά ημέρες της δημιουργίας του κόσμου, αντιπαραβάλλοντας σ’ αυτές τη θεωρία της εξέλιξης και το Big Bang. Ακόμη, σε φιλοσοφικό επίπεδο, αποδίδει την ύπαρξη και τη διατήρηση της θρησκείας στην αδυναμία της ανθρώπινης ψυχής. Ουσιαστικά, διατείνεται ότι λόγω της συνείδησής του, ο άνθρωπος είναι ικανός να αντιληφθεί τη θνητότητά του, δηλαδή τον αναπότρεπτα επερχόμενο θάνατό του. Συνεπώς, καλλιεργείται μια αδυναμία παραδοχής του συγκεκριμένου μακάβριου βεβαίως γεγονότος. Ως αποτέλεσμα, ο άνθρωπος έχει την ανάγκη να πιστέψει στη μετά θάνατον ζωή για να παρηγορήσει και να εφυσηχάσει τη συνείδησή του. Αποζητά τη συνέχιση της παραμονής του στη ζωή κι έτσι αντικαθιστά την ανυπαρξία με την κατασκευή της έννοιας της μετενσάρκωσης ή της μετάβασης σε ένα γενικότερα «επόμενο στάδιο».
Τέλος, είναι αδύνατον να παρατεθεί ολόκληρη η φιλοσοφία του αθεϊσμού και να αναλυθεί επαρκώς εντός τόσο λιγοστών λέξεων, όμως θα αναφέρω ακόμη ότι ο αθεϊσμός αντιτίθεται σφοδρά σε όλα τα εγκλήματα που προκλήθηκαν έμμεσα ή άμεσα απ’ τη θρησκεία, όπως η απαράδεκτη θανάτωση μαγισσών. Το πιο συνηθισμένο αντεπιχείρημα των πιστών σε αυτή τη θέση είναι ότι εγκλήματα και πόλεμοι γίνονται κι ανεξαρτήτως του παράγοντα της θρησκείας. Προλαμβάνω, λοιπόν, κι απαντάω σε αυτό το φθηνό αντεπιχείρημα ότι το συστατικό διαφοροποιητικό στοιχείο έγκειται στην έννοια της υποκρισίας, καθώς οι πιστοί κηρύσσουν υποτίθεται αγνές κι ανθρωπιστικές αξίες. Στο σημείο αυτό συμπληρώνεται πάλι στο πλαίσιο της υποκρισίας, ότι πολλοί απ’ τους εν λόγω θρήσκους, τείνουν να πράττουν «ανήθικα» και κατόπιν να ζητούν συγχώρεση και να μετανοούν, δηλαδή να λαμβάνουν άφεση αμαρτιών και να καθησυχάζουν τη συνείδησή τους με την εύνοια ενός ιερέα.
Επιπλέον, η θρησκεία κατηγορείται πολύ συχνά για την αναπαραγωγή οπισθοδρομικών στερεοτύπων κι αντιλήψεων. Συχνά, παρατηρούνται οι θρήσκοι να πιστεύουν σε δεισιδαιμονίες και γενικά σε δαιμονοποιημένα απ’ την εκκλησία σύμβολα, θυμίζοντας έτσι εικόνες και προκαταλήψεις που επικρατούσαν στο Μεσαίωνα.
Εν κατακλείδι, παρ’ όλο που συχνά ο αθεϊσμός κατηγορείται απ’ τους πιστούς ως αδυναμία —υποτίθεται ένεκα αδυναμίας τήρησης των συνηθειών και των αξιών του, δηλαδή αναφέρεται σε αδυναμία χαρακτήρα— αποδεικνύεται ότι απαιτείται απίστευτη ψυχική δύναμη για την αποδοχή της ματαιότητας και τη συμφιλίωση με αυτήν. Ακόμη, ένας άνθρωπος που πράττει —κατά την κοινή κοινωνικά κατασκευασμένη ηθική- ενώ δεν του το επιβάλλει ο φόβος μιας θεϊκής τιμωρίας, μάλλον εμφανίζει πολύ μεγαλύτερη ακεραιότητα απ’ ό,τι κάποιον που πράττει κατ΄αυτόν τον τρόπο διότι φοβάται την επερχόμενη θεϊκή καταδίκη που θα τον αποστείλει στην κόλαση, καθώς ο δεύτερος εάν δεν εκβιάζεται —συνειδητά ή υποσυνείδητα— δεν κατέχει κίνητρα για να δράσει…
Ακόμη, μία απ’ τις ριζοσπαστικότερες φράσεις στην ανθρώπινη ιστορία αποτέλεσε το «Ο Θεός είναι νεκρός», την οποία είπε ο Νίτσε στο «Τάδε έφη Ζαρατούστρα». Η φράση εδώ χρησιμοποιείται εν ήδη καταχρηστικά, όμως πράγματι μόνο εάν ο άνθρωπος εκθρονίσει την κατευθυντική έννοια του «θεού» θα απελευθερωθεί από τον φόβο της ματαιότητας κι απ’ τις παρωπίδες που συχνά κατασκευάζουν οι θρησκείες και θα κατορθώσει να εδραιώσει ειλικρινείς σχέσεις με τους συνανθρώπους του, προκαλώντας εκ θεμελίων αλλαγή στις μέχρι τώρα σχεδόν φοβικές. Καταληκτικά, όπως βλέπουμε και στον πίνακα του Μικελάντζελο “The creation of Adam”, ο θεός απεικονίζεται να βρίσκεται μέσα σε έναν ανθρώπινο εγκέφαλο, γεγονός που παραμένει αμφιλεγόμενο έως και σήμερα. Κατά τη δική μου ερμηνεία όμως, ο Μικελάντζελο υπαινίσσεται ότι η εν γένει έννοια του θείου αποτελεί στην πραγματικότητα ένα κατασκεύασμα του ανθρώπινου εγκεφάλου, Η μοναδική «μαγεία» και το μόνο «υπερφυσικό» κι ανεξήγητο στοιχείο είναι στην πραγματικότητα η ανθρώπινη διάνοια, η οποία είναι κι ο δημιουργός και καταστροφέας των πάντων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, Φρίντριχ Νίτσε, Εκδόσεις Πανοπτικόν, 2010
- Περί Θανάτου, Άρθουρ Σοπενχάουερ, Εκδόσεις γνώση, 2011