Της Ελένης Κάζου,
Το αυτόφωρο έγκλημα τυποποιείται πέραν του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και σε μεγάλο αριθμό Ειδικών Ποινικών νόμων. Τέτοιες περιπτώσεις Ειδικών Ποινικών Νόμων αποτελούν: οι ειδικοί ποινικοί νόμοι σχετικά με τη φοροδιαφυγή, ο νόμος σχετικά με την ενδοοικογενειακή βία κι ο νόμος σχετικά με τη λαθρεμπορία. Ειδικότερα: Με τις διατάξεις των άρθρων 3 Ν. 3943/2011, 22 παρ. 1 Ν. 4038/2012 και 3 παρ. 8 Ν 4087/2012 προβλέφθηκε ως χρόνος τέλεσης των αδικημάτων της φοροδιαφυγής (Ν. 3943/2011, ΦΕΚ Α’ 66/31.03.2011), της μη καταβολής ληξιπρόθεσμών χρεών προς το Δημόσιο (22 παρ. 1 Ν. 4038/2012) και της μη καταβολής ασφαλιστικών εισφορών άνω των 150.000 ευρώ (Ν. 4038/2012, ΦΕΚ Α’ 14/2.2.2012) το χρονικό διάστημα από την ημέρα κατά την οποία για πρώτη φορά όφειλε να ενεργήσει ο υπαίτιος μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής.
Οι διατάξεις αυτές αποτέλεσαν αντικείμενο έντονης κριτικής, χαρακτηρίστηκαν μάλιστα «ως νομοθετική ευρεσιτεχνία», καθώς διευρύνονταν υπερβολικά η έννοια του αυτόφωρου εγκλήματος, κατά προφανή αντίθεση προς τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1, 6 παρ. 3, 7 παρ. 1, 20 παρ. 1 κι 25 παρ. 1 του Συντάγματος σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 6 παρ. 1, 2 και 3 της ΕΣΔΑ. Υποστηρίχθηκε επίσης πως ο εξαναγκαστικός χαρακτήρας της σύλληψης και της κράτησης του κατηγορουμένου χρησιμοποιήθηκε ως μέσο πίεσης για μη ομολογημένους σκοπούς. Έχει κριθεί πως είναι αδύνατο εκ μέρους του νομοθέτη να οριοθετεί αυτός και να αντιλαμβάνεται ως αυτόφωρο οτιδήποτε κρίνει ο ίδιος καθώς πρέπει να προστατεύεται η προσωπική ασφάλεια του ατόμου και να γίνεται σεβαστό το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου. Η οριοθέτηση της έννοιας του αυτοφώρου πρέπει να πηγάζει απευθείας από το Σύνταγμα.
Παράλληλα, τα σχετικά με τη νομοθεσία για το αυτόφωρο έγκλημα της ενδοοικογενειακής βίας ορίζονται στο άρθρο 17 παρ. 2 του Ν. 3500/2006. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, η εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας, με απευθείας εισαγωγή στο αρμόδιο δικαστήριο, χωρίς προδικασία, είναι υποχρεωτική για τον Εισαγγελέα, χωρίς να μπορεί αυτός να κρίνει αν δεν πρέπει να εφαρμοστεί η διαδικασία αυτή, δηλαδή εισάγεται εξαίρεση από τη δυνατότητα αυτή του εισαγγελέα, που προβλέπεται στο άρθρο 417 ΚΠΔ. Παρόμοια πρόβλεψη υπάρχει και για το αυτόφωρο έγκλημα βίας με αφορμή τις αθλητικές εκδηλώσεις.
Τέλος, τα σχετικά με το αδίκημα της λαθρεμπορίας ορίζονται στο άρθρο 166 παρ. 1 Ν. 2960/2001 σε συνδυασμό με το άρθρο 164 παρ. 1 περ. α’ – γ’ του ίδιου νόμου. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές η αυτόφωρη διαδικασία ακολουθείται όταν συντρέχει μια από τις ακόλουθες περιπτώσεις: α) όταν η λαθρεμπορία είναι «εν τω πράττεσθαι», δηλαδή όταν το αντικείμενο αυτής δεν τοποθετήθηκε ακόμη στον τόπο της οριστικής εναπόθεσης του, όπως στην οικία, το κατάστημα ή την αποθήκη ή σε οποιονδήποτε άλλο τόπο προορισμένο από τον δράστη ή τον συμμέτοχο στην πράξη, για οριστική εναπόθεση του λαθρεμπορεύματος. β) Αρτίως, μετά τη συντέλεση της λαθρεμπορίας.
Η περίπτωση αυτή υπάρχει όταν τοποθετήθηκε μεν το αντικείμενο της πράξης στον τόπο της οριστικής του εναπόθεσης, αλλά ο δημόσιος λειτουργός που ενεργεί την κατάσχεση αντιλήφθηκε αυτό, ενώ μεταφερόταν και παρακολούθησε αυτό μέχρι τον τόπο της εναπόθεσης, στον οποίο ζήτησε να εισέλθει όταν έφθασε. Είναι αδιάφορο το χρονικό διάστημα μέχρι της στιγμής της εισόδου, εφόσον το διάστημα τούτο παρατάθηκε ένεκα εμποδίων που παρεμβλήθηκαν στην είσοδο του υπαλλήλου. γ) Όταν ο δράστης συλλαμβάνεται πλησίον του τόπου της τέλεσης της λαθρεμπορίας, να κατέχει οποιαδήποτε πειστήρια ή ανευρίσκεται το αντικείμενο ή μέσο της λαθρεμπορίας, κατόπιν άμεσης καταγγελίας, μετά από καταδίωξη μέχρι της 7ης της εσπερινής της επόμενης μέρας.
Αξίζει να σημειωθεί πως η νέα διάταξη του άρθρου 242 ΚΠΔ δεν περιλαμβάνει ιδιαίτερη ρύθμιση για τα δια του Τύπου τελεσθέντα εγκλήματα, όπως περιλάμβανε η προϊσχύσασα διάταξη. Προς την κατεύθυνση της δικονομικής εξομοίωσης των δια του Τύπου τελουμένων εγκλημάτων με τα λοιπά αντίστοιχα εγκλήματα, προέβη ο νομοθέτης σε απαλοιφή της παλιάς παραγράφου 3 του άρθρου 242 ΚΠΔ η οποία όριζε πως «τα εγκλήματα που τελούνται δια του Τύπου θεωρούνται πάντα αυτόφωρα».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Μαργαρίτης Λ., (εποπτεία), Ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, 2020, Νομική Βιβλιοθήκη.
- Δαλακούρας Θ., Ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, 2020, 2η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη.
- Αργύρης Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 2020, 7η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη.